ΚΑΡΧΗΔΟΝΙΑΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ [2] [Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΚΟΣΜΩΝ]

Α’ Καρχηδονιακός πόλεμος (264 – 241 π.Χ)

Μέρος 2

Αφρική

Τα επόμενα χρόνια ο στόλος της Ρώμης ηυξήθη κατά πολύ και πλέον απετελείτο από τριακόσια τριάντα πλοία. Απεφασίσθη,  λοιπόν, από την Σύγκλητο να μεταφερθεί ο πόλεμος  στην Αφρική. Στον στόλον επεβιβάσθησαν τέσσερεις λεγεώνες. Του στόλου αυτού ηγούντο οι Ύπατοι Λεύκιος Μάνλιος Ουόλσων και Μάρκος Ατίλιος Ρήγουλος (ή Ρέγκουλος δηλαδή «Βασιλίσκος»).  

Οι Καρχηδόνιοι βεβαίως δεν είχαν μείνει άπραγοι.Πληροφορημένοι από το εκτενές δίκτυον των πρακτόρων και παρατηρητών τους,   παραμόνευαν με το στόλο τους τους αντιπάλους τους. Οι Ρωμαίοι παραπλέοντες τις δυτικές ακτές της Σικελίας είδαν αιφνιδίως εμπρός τους τον καρχηδονιακόν στόλο σπεύδοντα να τους παρεμποδίσει, ο οποίος αποτελείτο από 350 πλοία και είχεν ναυάρχους τον Άννωνα και τον Αμίλκα. Οι δύο Ύπατοι βλέποντες τον εφορμούντα εχθρό εχώρισαν τον στόλο τους σε τέσσερα μέρη. Τα τρία από αυτά εσχημάτιζαν τρίγωνον, ενώ το τέταρτον ήταν παράλληλο  στην βάση του νοητού τριγώνου, ως οπισθοφυλακή.

Ο ρωμαϊκός στόλος ενίκησεν αυτόν των Καρχηδονίων, οι οποίοι απώλεσαν 94 πλοία, ενώ ο ρωμαϊκός στόλος απώλεσεν μόνον 24 πλοία. Μετά την ναυμαχία στο Έκνομον οι Ρωμαίοι εσυνέχισαν ανενόχλητοι την πορείαν τους προς την Αφρική, ενώ οι ηττημένοι έπλευσαν στον κόλπον της Καρχηδόνος με σκοπόν να την υπερασπιστούν. Οι Ύπατοι ωδήγησαν τις λεγεώνες τους στο ακρωτήριον Ερμαία και κατέλαβαν την πόλη Ασπίδα (άλλως καλουμένη  Άτλας) που κατέστη το ορμητήριόν τους. Οι υπόδουλοι στους Καρχηδονίους ιθαγενείς αντεμετώπισαν τους Ρωμαίους ως ελευθερωτές τους. Οι Ύπατοι βλέποντες την προθυμίαν των εντοπίων  προησθάνθησαν την επιτυχίαν της εκστρατείας  και για τον λόγον  αυτόν ο ένας από τους δυο, ο Μάνλιος, έφυγεν, επιστρέφων στην Ρώμη και άφησε στην Αφρικήν τον Ρήγουλον με σαράντα πλοία, δεκαπέντε χιλιάδες στρατιώτες και πεντακοσίους ιππείς.

Προς το τέλος του 256 π.Χ ο Μάρκος ΑτίλιοςΡέγκουλος εξεκίνησεν την προέλαση. Φθάνοντας στην πόλη Άδις, στρατοπέδευσε σε αυτήν με σκοπό να την πολιορκήσει. Οι Καρχηδόνιοι μετεκινήθησαν για να τον αντιμετωπίσουν και εστρατοπέδευσαν σε έναν λόφο με θέα τόσον στην πόλη όσον και στο Ρωμαϊκό στρατόπεδον. Ο Ρέγκουλος ήρχισεν την επίθεση τις πρώτες πρωινές ώρες κατά του στρατοπέδου των Καρχηδονίων (μάχη της Άδις) και εκτός από μιαν μικράν αντίσταση μιας δυνάμεως μισθοφόρων οι Καρχηδόνιοι ηττήθηκαν. Με τον στόλον και το στρατόν της ηττημένον, η Καρχηδών εζήτησεν ειρηνευτικές συνομιλίες, αλλά οι όροι που προσέφερεν ο Ρέγκουλος ήσαν πολύ σκληροί, οπότε η Καρχηδών ηρνήθη να τους αποδεχθεί.

Ο Ύπατος εζήτει από τους αντιπάλους του τα εξής: Την παραχώρηση της Σικελίας και της Σαρδηνίας, την πληρωμήν των πολεμικών δαπανών, την πληρωμήν ετησίου φόρου, να μην ημπορεί η Καρχηδών να κηρύξει πόλεμον χωρίς την άδειαν της Ρώμης, να επιστραφούν οι Ρωμαίοι αιχμάλωτοι χωρίς να δοθούν λύτρα. Την ιδίαν στιγμήν οι Καρχηδόνιοι που είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι από τους Ρωμαίους θα ηλευθερούντο με απόδοση χρηματικού ποσού και θα ηκολούθει η παράδοση όλου του καρχηδονιακού στόλου εκτός ενός πλοίου. Με αυτά τα αιτήματα ηθέλησεν να εξευτελίσει και να αδυνατίσει την Καρχηδόνα, αλλά προφανώς δεν είχε λάβει υπ΄όψη του την θέληση που ημπορεί να δείξει ένας αγανακτισμένος λαός για να κρατήσει την ανεξαρτησία του, απέναντι στον μισητόν του εχθρόν.

Όλες οι έριδες που υπήρχαν στην πόλη κατά την διάρκειαν του πολέμου έπαυσαν με μιας και όλοι με πρωτοφανή ομόνοιαν προσεπάθησαν να αντιμετωπίσουν τους Ρωμαίους. Απεφάσισαν να συνάξουν νέαν στρατιά για να αντισταθούν στον εχθρόν τους. Με τον σκοπόν αυτόν έδωσαν εντολή στον μισθοφόρο Σπαρτιάτη στρατηγό Ξάνθιππο να στρατολογήσει άνδρες και να τους εκπαιδεύσει με βάση τον τρόπο που εμάχοντο οι Έλληνες. Το αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων στον στρατό  ήταν άμεσον : Κατά την διάρκεια του χειμώνος του 255 π.Χ, η Καρχηδών ήλλαξεν την δομήν του στρατού της με την σχεδίαση και εποπτείαν του Ξανθίππου, με αποτέλεσμα ο «ανασχηματισθείς» και καλώς εκπαιδευμένος νέος Καρχηδονιακός στρατός να νικήσει τον παροιμιωδώς γενναίον και τολμητίαν Ρήγουλον στην μάχην της Τύνιδος.

Ο νικηθείς Ρήγουλος  ηχμαλωτίσθη (αξιομνημόνευτος για την ακεραιότητα και το παράφορον θάρρος του), ενώ από το στράτευμά του μόνον δυο χιλιάδες κατάφεραν να επιστρέψουν στην πόλη Ασπίδα. Η Σύγκλητος θέλουσα να βοηθήσει τους εγκλωβισμένους στην Ασπίδα να διαφύγουν από την Αφρικήν, απεφάσισε να στείλει στόλο αποτελούμενον από 350 πλοία για να τους ελευθερώσει. Οι Καρχηδόνιοι βλέποντες τον στόλον της διασώσεως απέπλευσαν με σκοπό να τον αντιμετωπίσουν επειδή εφοβήθησαν μήπως οι Ρωμαίοι είχαν έλθει για να πάρουν εκδίκηση για το πάθημα του Ρηγούλου. Έτσι τους επερίμεναν στο ακρωτήριον Ερμαία. Ηττήθησαν όμως κατά κράτος αφού απώλεσαν 114 πλοία. Υπήρξαν ιδιαιτέρως τυχεροί : Οι Ρωμαίοι μην παρεκκλίνοντες από τον σκοπό τους ηλευθέρωσαν τους στρατιώτες τους και επέστρεψαν στην Σικελίαν. Αλλ’ εκεί τους έπληξεν μεγάλη συμφορά καθώς ο στόλος τους κατεστράφη από σφοδράν τρικυμία και μόνον 80 πλοία έμειναν άθικτα. Ο Ρωμαϊκός στρατός εξωντώθη  σχεδόν εξ ολοκλήρου και όσοι ελάχιστοι είχαν κατορθώσει να διαφύγουν στις μάχες, εχάθησαν στην θάλασσα ή καθ’ οδόν προς την Ρώμην. Αυτή ήταν η μόνη μεγάλη νίκη των Καρχηδονίων κατά την διάρκειαν του πολέμου και είχεν ως αποτέλεσμά της να σταματήσει η άμεσος Ρωμαϊκή απειλή.

Η καταστροφή αυτή ωδήγησεν τους Ρωμαίους να περιορίσουν την πολεμική σύγκρουση αποκλειστικώς στην Σικελία και να καταλάβουν όλες τις πόλεις που κατείχαν οι αντίπαλοί τους στην νήσο. Ταυτοχρόνως, ήρχισαν να ναυπηγούν νέον στόλον. Το 254 π.Χ. η έντονος αυτή δραστηριότης τους, έφερεν εν τέλει καρπούς, αφού κατέλαβαν την Πάνορμον, οπότε στους Καρχηδονίους μόνες κτήσεις στο νησί έμειναν το Λιλύβαιον και τα Δρέπανα. Τις συνθήκες για την Ρώμη τις διηυκόλυνεν κατά πολύ και η εκραγείσα αναταραχή στους κόλπους της αντιπάλου της, που είχεν ως  αποτέλεσμα την ακατανόητον έξωση του Σπαρτιάτη Ξανθίππου!

Ναυμαχίες

Παρά τις χερσαίες επιχειρήσεις, τελικώς οι μάχες στην θάλασσα ήσαν αυτές που καθώρισαν την έκβαση του πολέμου. Κατά την έναρξη του πολέμου η Καρχηδών ήταν μακράν η μεγαλυτέρα ναυτική δύναμη, ενώ η ιδία η Ρώμη δεν διέθετεν πολεμικόν ναυτικόν, στηριζομένη στην θαλασσία υποστήριξη που της παρείχαν οι σύμμαχοί της. Εξ άλλου αυτοί ήσαν εκείνοι που εχρησιμοποιήθησαν το 264 π.Χ για να μεταφέρουν τον πρώτον Ρωμαϊκόν στρατόν στη Σικελία. Μόλις το 260 π.Χ. οι Ρωμαίοι απεφάσισαν να ναυπηγήσουν τον δικόν τους στόλον, αποτελούμενον αρχικώς από 120 πλοία, τα οποία είχαν κατασκευασθεί ως αντίγραφα ενός ηχμαλωτισμένου Καρχηδονιακού πλοίου.

Ο ιστορικός Πολύβιος αναφέρει ότι η κατασκευή του Ρωμαϊκού στόλου εβασίσθη στο έν αυτό καρχηδονικόν πλοίον που εξώκειλεν σε μάχη και ηχμαλωτίσθη. Άλλες εκδοχές αναφέρουν ότι όχι μόνον την τεχνογνωσίαν, αλλά και ολόκληρα πλοία οι Ρωμαίοι τα εδανείσθηκαν από τους Έλληνες της Ιταλίας και ειδικότερον από τις Συρακούσες. Τα πληρώματα των πλοίων θα προήρχοντον από τις Ελληνικές πόλεις της Ιταλίας αλλά και από τους πτωχοτέρους πολίτες της Ρώμης.

Βεβαίως η υπεροχή των Καρχηδονιακών πλοίων ωφείλετο κυρίως στην  ανωτέρα ποιότητα των πληρωμάτων τους και όχι στα κατασκευαστικά μορφολειτουργικά τους χαρακτηριστικά. Τα πλοία ήσαν οι περιβόητες «πεντήρεις», οι οποίες απετέλουν εξέλιξη των τριήρεων, φέρουσες πλέον πέντε σειρές κωπών (ωφείλοντο δε σε επινόηση του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου).

Η κυρία τακτική ναυτικού πολέμου της εποχής, ήταν η επιβίβαση στο αντίπαλον κατάστρωμα και η μάχη σώμα με σώμα με το εχθρικόν πλήρωμα, γεγονός το οποίον εξηγεί εν μέρει τις επιτυχίες των εξαιρετικών πεζομάχων Ρωμαίων. Αυτά τα πλοία είχαν πολυάριθμον πλήρωμα, υπολογιζόμενο σε περίπου 300 άτομα, συν τους επιβαίνοντες στρατιώτες, γεγονός που αιτιολογεί την εμφάνιση του μεγάλου αριθμού ανδρών σε ορισμένες από τις ναυμαχίες του πολέμου. Ο νέος Ρωμαϊκός στόλος επρόκειτο να επιτύχει μιαν σειράν από μεγάλες ναυτικές νίκες, αλλά ταυτοχρόνως υπέστη πολύ μεγάλες απώλειες σε πλοία και προσωπικόν, κυρίως λόγω των  ενίοτε λίαν αντιξόων καιρικών συνθηκών.

Αρπάγη – Corvus

Η πρώτη αντιπαράθεση μεταξύ των δύο στόλων δεν κατέδειξε κάποιαν υπεροχή των Ρωμαίων. Ο επικεφαλής του στόλου πατρίκιος και εκλεγείς  Ύπατος, Γναίος Κορνήλιος Σκιπίων Ασίνα, έπλευσε νότια με σκοπό να καταλάβει την Λιπάρα (νυν Λιπάρι), μίαν νήσον που ανήκει στις Αιολίδες νήσους. Η «ναυμαχία» στο Λιπάρι ήταν μια εύκολη νίκη για τους Καρχηδόνιους οι οποίοι αντιμετώπισαν μικρή αντίσταση.

Ειδικότερον : Ο Γναίος Κορνήλιος πρόθυμος να εξασφαλίσει έναν σημαντικόν λιμένα και να κερδίσει δόξα, εφώρμησεν στις Αιολίδες, χωρίς να σκεφθεί την ασφάλειαν. Δεν είναι σαφές εάν οι Καρχηδόνιοι εσχεδίασαν την όλην υπόθεση, αλλά ο ρωμαϊκός στόλος επαγιδεύθη στον λιμένα από τον Καρχηδόνιο στόλαρχο Αννίβα Γίσκο. Χωρίς εμπειρία ναυτικού πολέμου, τα πληρώματα επανικοβλήθησαν και διέφυγαν στην ξηρά, αφήνοντα τα πλοία αφύλακτα και τον Σκιπίωνα Ασίνα να αιχμαλωτισθεί από τους Καρχηδονίους. Αν και δεν υπήρξε σχεδόν καμία μάχη, η συνάντηση έμεινε γνωστή ως η μάχη της νήσου Λιπάρι.

[Η ατυχία του Γναίου Κορνηλίου του «εχάρισεν» το υποτιμητικό επώνυμο Asina (στα λατινικά «όνος», ακριβέστερον «η όνος -γαϊδάρα» !), που του προσέδωσαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Όμως ούτε η ταπείνωση, ούτε η απώλειά του, ετελείωσαν την σταδιοδρομία του: Το 254 π.Χ. ο Σκιπίων Ασίνα εξελέγη Ύπατος για δευτέρανη φορά και, μαζί με τον συνύπατό του Αύλο Ατίλιο Καϊατινό, επέτυχεν την κατάκτηση της Πάνορμου (Παλέρμο, σημερινή πρωτεύουσα της Σικελίας)].

Σε μιαν δευτέραν αψιμαχίαν ο κύριος Ρωμαϊκός στόλος κατέστρεψε μια μικράν καρχηδονιακήν ναυτική δύναμη που εξετέλει επιδρομήν, αλλά ήταν ακόμη σαφές ότι η Καρχηδών είχεν σαφώς καλύτερον στόλο. Η Ρωμαϊκή απάντηση ήταν η χρήση της «αρπάγης» τύπου «κόρακος» (corvus). Ο «κόραξ» ήταν ένας τύπος γεφύρας μετεπιβιβάσεως, η οποία πρωτοενεφανίσθη στην ναυμαχία των Μύλων (Mylae) το 260 π.Χ, όπου αντεπαρατέθησαν δύο περίπου ισοδύναμοι στόλοι. Η αρπάγη έδωσεν στους Ρωμαίους το τακτικόν πλεονέκτημα και ο Ύπατος Γάϊος Δουίλιος (Gaius Duilius) επέτυχεν την πρώτη ναυτική νίκη στην Ρωμαϊκήν ιστορίαν. Ο Ρωμαϊκός στόλος εχρησιμοποιήθη πλέον για την υποστήριξη χερσαίων επιχειρήσεων στην Σικελία, επιτυγχάνων μιαν ακόμη νίκη το 257 π.Χ στην Τυνδαρίδα (αποικία των Μεσσηνίων στην Σικελία, μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου).

Η μεγαλυτέρα ναυμαχία του πολέμου διεξήχθη το 256 π.Χ στα πλαίσια της Ρωμαϊκής εισβολής στην Αφρική. Η Καρχηδών κατάφερε να συγκεντρώσει τον μεγαλύτερον στόλον, αποτελούμενον από 350 πλοία, έναντι 330 του Ρωμαϊκού. Οι δύο στόλοι συνεκρούσθησαν στην ναυμαχίαν του Εκνόμου (που ίσως υπήρξεν η μεγαλυτέρα ναυμαχία της ιστορίας, τουλάχιστον όσον αφορά στον αριθμόν των ανδρών που έλαβαν μέρος), όπου η Ρώμη εξήλθεν νικήτρια. Αυτό αφορά στην εισβολή της Αφρικής που ανεφέρθη ανωτέρω, μετά την οποίαν ο Ρωμαϊκός στόλος, ο οποίος αριθμούσε πλέον 350 πλοία, στάλθηκε να διασώσει τους επιζώντες, κερδίζων την μάχη το 255 π.Χ στο ακρωτήριον Ερμαία ή Έρμαιον. Ωστόσον, κατά την επιστροφήν τους στην Σικελίαν, οι Ύπατοι απεφάσισαν πλέοντες κατά μήκος της νοτιοδυτικής ακτογραμμής, να εκφοβίσουν τους Καρχηδονίους που παρέμεναν στην Σικελίαν. Όμως συνήντησαν ισχυροτάτη καταιγίδα και τα τρία τέταρτα των πλοίων και των πληρωμάτων τους εχάθησαν.

Σε μιαν εντυπωσιακή επίδειξη δυνάμεως της Ρώμης, την επομένη χρονιά ναυπηγήθηκε νέος στόλος 220 πλοίων, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κατάληψη της Πανόρμου το 254 π.Χ, αλλά το επόμενον έτος, μετά από μιαν επιδρομήν του στην Αφρική 150 πλοία εβυθίσθησαν από τρομερές καταιγίδες. Μετά το συμβάν αυτό ηκολούθησε μια περίοδος απραξίας εκ μέρους του Ρωμαϊκού στόλου, εκτός του 249 π.Χ, οπότε συνέβη η μόνη μεγάλη Ρωμαϊκή ήττα στη ναυμαχία του Δρεπάνου, όπου μια αιφνιδιαστική επίθεση στην πόλη απέτυχεν. Ηκολούθησε μια ακόμη καταστροφή του στόλου από θύελλα, μετά την οποίαν οι Ρωμαίοι εγκατέλειψαν τις μεγάλες ναυτικές επιχειρήσεις μέχρι το 253 π.Χ.

Αυτό ήταν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ο στόλος του 253 π.Χ, αντί του κράτους είχεν χρηματοδοτηθεί από ιδιώτες.  Το 252 π.Χ., στόλος από 200 πλοία, που διωκούντο από τον Γάϊον Λουτάτιον Κάτουλον εστάλη στην Σικελία με προφανή στόχον την πρόκληση των Καρχηδονίων σε ναυμαχία. Ο εν λόγω στόλος είχεν ικανό χρονικόν περιθώριο να προετοιμασθεί και σαφώς ήταν σε καλυτέρα κατάσταση από τον μεγαλύτερον στόλον των Καρχηδονίων τον οποίον  αντεμετώπισεν.

Το 251 π.Χ. η Καρχηδών προέβη τελικώς στην κίνησή της : Ο στόλος της, του οποίου αρχηγός ήταν ο Ασδρούβας, εφάνη στο λιμάνι της Πανόρμου, μεταφέρων πολλούς ελέφαντες. Ο Καρχηδόνιος αρχηγός έκανε το λάθος να αφήσει τους ελέφαντες να πλησιάσουν κοντά στα τείχη της πόλεως, οπότε κατέστησαν  εύκολος στόχος για τους Ρωμαίους τοξότες. Πληττόμενοι από τους Ρωμαίους ήρχισαν να αφηνιάζουν και να ποδοπατούν τους Καρχηδονίους στρατιώτες. Έτσι λοιπόν, εδημιουργήθη χάος στο καρχηδονιακόν στράτευμα, κάτι το οποίον εξεμεταλλεύθη αμέσως ο Ύπατος Λεύκιος Καικίλιος Μέτελλος, ο οποίος υπερησπίζετο την πόλη. Εξήλθεν των τειχών και επέπεσεν στον πανικόβλητον αντίπαλον. Πολλούς εχθρούς τους ηχμαλώτισεν, όπως και πολλούς ελέφαντες, οι οποίοι απετέλεσαν θέαμα για το θέατρον. Μετά την νέαν ήττα, στην Καρχηδόνα επεκράτησεν η φατρία που επεθύμει την επίτευξη ειρήνης.

Έτσι, το 250 π.Χ. εστάλησαν αγγελιαφόροι για να συνεννοηθούν για την ειρήνη και την ανταλλαγήν των αιχμαλώτων. Οι διαπραγματεύσεις όμως απέτυχαν και ο πόλεμος εξεκίνησεν με μεγαλυτέραν ορμήν. Οι Ρωμαίοι ανέθεσαν την κατάκτηση των καρχηδονιακών φρουρίων του Λιλυβαίου και των Δρεπάνων σε στόλον 300 πλοίων και σε δυο υπατικές στρατιές. Η γενναία και σφοδρά αντίσταση την οποίαν  συνήντησαν οι Ύπατοι στο Λιλύβαιον, το οποίον υπερησπίζετο ο Ιμίλκων, τους ηνάγκασε να εγκαταλείψουν την ιδέαν για κατάληψη της πόλεως με έφοδον, οπότε εξεκίνησαν να την πολιορκούν.

Το 249 π.Χ. η Ρώμη εδέχθη δυο τρομερά πλήγματα, τα οποία εάν τα είχαν εκμεταλλευθεί οι εχθροί τους,  θα της επέφεραν μείζονα και  αφανιστικά ίσως προβλήματα. Οι δυο Ύπατοι οι οποίοι είχαν εκλεγεί εκείνο το έτος, ο Πόπλιος Κλαύδιος Πούλχερ και ο Λεύκιος Ιούνιος Πούλλος, υπέστησαν δυο παταγώδεις καταστροφικές ήττες.  Ο πρώτος σε μια προσπάθειάν του να καταλάβει αιφνιδιαστικώς τα Δρέπανα, άφησεν αφύλακτα τα νώτα του, όπου του επετέθη ορμητικώς ο φρούραρχος της πόλεως Ατάρβας. Η ήττα ήταν σχεδόν ολοκληρωτική. Από τα 120 πλοία που είχεν στη διάθεσή του, διεσώθησαν μόνον 30 ! Ο έτερος Ύπατος, ο Πούλλος, αφού έλαβεν εντολή να συνοδεύσει έναν στόλον φορτηγίδων από τις Συρακούσες στο Λιλύβαιον, προς εφοδιασμόν των πολιορκητών, εδέχθη επίθεση από τον ναύαρχον των Καρχηδονίων Καρθάλωνα και απώλεσεν πολλά από τα πλοία του. η δε τρικυμία που ηκολούθησεν κατέστρεψε όσα από τα πλοία και τις φορτηγίδες είχαν διασωθεί.

Όπως ήταν φυσικόν οι Ρωμαίοι απεθαρρύνθησαν από τις ήττες τους, αλλά οι εχθροί τους ανοήτως δεν επωφελήθησαν του γεγονότος αυτού. Στην Καρχηδόνα είχαν επικρατήσει εκείνο το έτος όσοι ήσαν ενάντιοι του πολέμου και δεν έπραξαν σχεδόν τίποτα. Περιωρίσθησαν να στείλουν στην Σικελίαν τον Αμίλκα Βάρκα με πλήθος μισθοφόρων, περισσότερον για να ενοχλούν τους εχθρούς παρά να τους εκδιώξουν. Ο Αμίλκας παρέμεινεν επι τρία έτη στο όρος Ειρκτή. Εκείθεν επετίθετο στην πέριξ της Πανόρμου περιοχήν και στις γύρω ακτές, οπότε έτσι ημπορούσε να συντηρεί τους στρατιώτες του. Το τέταρτον έτος του στην νήσον μετέβη τελικώς στην πόλη Έρυκα και απ’ εκεί επροστάτευεν τα Δρέπανα, από τις επιθέσεις της εγγύς υπαρχούσης ρωμαϊκής φρουράς.

Η Σύγκλητος το 243 π.Χ. απεφάσισεν την ναυπήγηση στόλου με εθελοντικές ιδιωτικές δαπάνες των Ρωμαίων. ώστε να επισπευθεί το τέλος του πολέμου. Ο πατριωτισμός των Ρωμαίων ήταν εμπράκτως μεγάλος και ουσιαστικώς αυτός είναι που έφερε την τελικήν νίκη. Το 241 π.Χ. ο στόλος ήταν έτοιμος. Το φθινόπωρον του ιδίου έτους ο Γάιος Λουτάτιος Κάτλος, εστάλη μετά 200 πεντήρων, στην σικελικήν  θάλασσαν, ώστε να επιφέρει καίρια πλήγματα στα Δρέπανα και στον Έρυκα, καθώς και να έλθει σε μάχη εκ του συστάδην με τον εχθρόν εάν εκείνος ενεφανίζετο. Ο εχθρικός στόλος ενεφανίσθη κοντά στις Αιγούσες (ή Αιγάτες) νήσους (10 Μαρτίου του 241 π.Χ) και ηττήθη κατά κράτος. Οι Καρχηδόνιοι απώλεσαν έχασαν 50 πλοία και οι Ρωμαίοι κυρίευσαν άλλα 70, ηχμαλωτίσαντες  όλους τους άνδρες τους.

Η ναυμαχία στις Αιγούσες απέφερεν εν τέλει αυτό που επεδίωκαν οι Ρωμαίοι. Περισσότερον από το ήμισυ του Καρχηδονιακού στόλου εχάθη και η Καρχηδών έχασε την θέλησή της για περαιτέρω αντίσταση, οπότε εξουσιοδότησεν πλήρως τον ανώτατον διοικητή στην Σικελία να διαπραγματευθεί τους όρους για την σύναψη συνθήκης ειρήνης.

Η νέα αυτή ήττα της Καρχηδόνος είχεν ως αποτέλεσμα να καταρρακωθεί η ψυχολογία των στρατιωτών της στην Σικελίαν, αλλά και των λοιπων Καρχηδονίων που είχαν παραμείνει στην Αφρική. Ο Αμίλκας (εκτιμών πως η κατάσταση δεν ημπορούσε να αλλάξει και ότι το αποτέλεσμα είχεν κριθεί) απεφάσισεν να συμβουλεύσει την κυβέρνησή του να δρομολογήσει συνθήκην ειρήνης με τους Ρωμαίους. Η Ρώμη εκμεταλλευομένη την πράγματι οικτρά κατάσταση των αντιπάλων της κατάφερε να επιβάλει βαρυτέρους όρους. Η συνθήκη προέβλεπεν την οριστικήν αποχώρηση των Καρχηδονίων από την Σικελίαν καθώς και την πληρωμήν, εντός είκοσι ετών, 2200 ταλάντων. Ο δήμος των Ρωμαίων όμως ήύξησεν αυτό το ποσόν κατά χίλια τάλαντα και εμείωσεν τον χρόνο αποπληρωμής στα δέκα έτη. Επιπροσθέτως, η Ρώμη κατέλαβεν όλες τις νήσους που ευρίσκοντο ανάμεσα στην Σικελία και στην Ιταλία. Στην υπογραφήν των συνθηκών συμμετείχαν και οι σύμμαχοι των δυο χωρών.

Επίλογος

Συμφώνως προς τη συνθήκη που συνεφωνήθη, η Καρχηδών έπρεπε να εκκενώσει την Σικελίαν, αποδεχομένη παραλλήλως να μην πολεμήσει εναντίον των συμμάχων αμφοτέρων των πλευρών (Ρωμαίοι – Καρχηδόνιοι) και επίσης, όπως προανεφέρθη, να πληρώνει 3.200 τάλαντα επί δέκα έτη, ένα τεράστιο ποσό για την εποχήν (αν και η ζάπλουτη Καρχηδών ημπορούσε να το διαθέσει ευκόλως). Οι Συρακούσες θα παρέμεναν ανεξάρτητες, έχουσες ουσιαστικώς τον έλεγχον της Ανατολικής Σικελίας, ενώ η Δυτική Σικελία κατέστη  η πρώτη υπερπόντιος επαρχία της Ρώμης. Το επίκεντρον των Καρχηδονιακών δραστηριοτήτων μετεφέρθη πλέον στην Ισπανίαν, η οποία ήταν το σημείο απ΄όπου επρόκειτο να ξεκινήσει 23 χρόνια αργότερον ο Β’ Καρχηδονιακός Πόλεμος.

Γιάννης Ηλιού

Please follow and like us: