Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΚΟΣΜΩΝ: Η ΜΟΓΓΟΛΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ [2]

Μέρος 2

Η ΚΙΤΡΙΝΗ ΛΑΙΛΑΠΑ ΞΕΣΠΑΕΙ ΣΤΗΝ ΟΥΓΓΑΡΙΑ

Αν και ο αντικειμενικός σκοπός της όλης επιχείρησης ήταν η εξουδετέρωση της Ουγγαρίας, τα μογγολικά τμήματα που θα επιχειρούσαν από την περιοχή των Καρπαθίων ως τις καταπράσινες πεδιάδες του Δούναβη βρίσκονταν υπό μια διαρκή απειλή πλευροκόπησης. Οι ευρωπαϊκοί στρατοί της Πολωνίας και των γερμανικών κρατιδίων ήταν ακόμα άθικτοι και αντιπροσώπευαν μια μεγάλη πηγή κινδύνου για τη δεξιά μογγολική πτέρυγα. Για να προστατεύσει την κύρια μάζα ελιγμού, αλλά και για να αποφύγει κάθε δυσάρεστη έκπληξη από το Βορρά, ο Σουμποντάϊ έστειλε μια δύναμη 30.000 ανδρών υπό τους πρίγκηπες Καντάν και Μπαϊντάρ, με αποστολή να κεραυνοβολήσουν την Πολωνία, τη Βοημία και τη Σιλεσία, εμπλέκοντας εκεί  τις χριστιανικές στρατιές και τραβώντας την προσοχή τους μακριά από το κύριο θέατρο επιχειρήσεων. Οι τρεις “τουμάν” διέβησαν τα πολωνικά σύνορα το Μάρτιο του 1241, λίγο νωρίτερα από τη στιγμή που τα τμήματα του Μπατού ολοκλήρωναν τη χειμαρρώδη κάθοδό τους από τα Καρπάθια όρη.

Κατανέμοντας μεταξύ τους τις δυνάμεις τους, οι δύο «γαλαζοαίματοι» Μογγόλοι κινήθηκαν αρχικά σε αποκλίνουσες κατευθύνσεις, με σκοπό να ξεσηκώσουν την εχθρική αντίδραση: Ενώ ο Καντάν έσπευδε προς τον ποταμό Οντερ, το όριο της Κυρίως Γερμανίας, ο Μπαϊντάρ πορεύτηκε κατευθείαν προς το στρατό του Πολωνού βασιλιά Μπόλεσλαβ της Κρακοβίας, που είχε λάβει θέσεις μάχης στο Σαντομίρ. Επειτα από μια σύντομη αψιμαχία ο Μπόλεσλαβ έχασε την ψυχραιμία του και παίρνοντας μαζί του την οικογένειά του και τους θησαυρούς του αποσύρθηκε στην πρωτεύουσα με τους άνδρες του.

Οταν έφτασαν έξω από τα τείχη της Κρακοβίας, οι πολεμιστές του Μπαϊντάρ άρχισαν να υποχωρούν δίνοντας την απλοϊκή και θλιβερή εντύπωση ενός απλού επιδρομικού τμήματος που επέστρεφε στη βάση του. Οπως τόσοι άλλοι στρατοί που αντιμετώπισαν νωρίτερα τους ανθρώπους της στέππας, οι Πολωνοί ιππότες ούτε καν υποψιάστηκαν ότι μπορεί να παρασύρονταν σε παγίδα. Εγκαταλείποντας την προστασία του φρουρίου, βγήκαν ενθουσιασμένοι πάνω στα βαριά πολεμικά τους άλογα για να αποτελειώσουν τοn βάρβαρο  θρασύδειλο εχθρό που τώρα διασκορπιζόταν μπροστά τους. Δεκαπέντε χιλιόμετρα ανατολικά της Κρακοβίας, στο Τσμιέλνικ, οι μογγολικές αδηφάγες «σιαγόνες» τους περίμεναν υπομονετικά και προσβάλλοντάς τους με διατρητικά βέλη τους συνέτριψαν. Η ιστορική πολωνική μητρόπολη εγκαταλείφθηκε ολοκληρωτικά από τον πληθυσμό της και πυρπολήθηκε σε μια νύχτα πριν οι Μογγόλοι εξακολουθήσουν και πάλι ανεμπόδιστοι την πορεία τους.

Αποσπώντας μια “τουμάν” για μια επιδρομή τρομοκράτησης στα εδάφη της ανατολικής Πρωσσίας, της Πομερανίας και της Λιθουανίας, ο Μπαϊντάρ  συνέχισε με τις άλλες δύο προς το Μπρεσλάου. Η μοναχική “τουμάν” προκάλεσε τέτοιο όργιο καταστροφής και λεηλασίας στα παράλια της Βαλτικής, ώστε οι αναρίθμητοι πρόσφυγες που συνέρρεαν προς τη Δύση μετέφεραν μαζί τους ιστορίες ασύλληπτης φρίκης, πεπεισμένοι ότι η μογγολική λαίλαπα αριθμούσε 200.000 άνδρες! Στο μεταξύ το Μπρεσλάου αποδείχθηκε πολύ ισχυρά οχυρωμένο και έτσι ο Μπαϊντάρ, που δεν είχε χρόνο για χάσιμο, αποφάσισε να το παρακάμψει.

Περνώντας στη Σιλεσία, έλαβε από τα αναγνωριστικά του τμήματα τις πρώτες πληροφορίες για την ύπαρξη μιας οργανωμένης εχθρικής δύναμης που συγκεντρωνόταν για να τον αποκρούσει. Ακόμα πιο δυσοίωνη ήταν η είδηση πως ο βασιλιάς Βένσεσλας της Βοημίας ανέβαινε αργά από το νότο με μιαν επίφοβη στρατιά 50.000 ανδρών. Αν οι δύο χριστιανοί ηγεμόνες κατόρθωναν να ενώσουν τις δυνάμεις τους, θα άλλαζε όλο το στρατηγικό σκηνικό. Αποφασισμένος να μην επιτρέψει μια τέτοια τροπή, ο Μπαϊντάρ έθεσε τους 10.000 ιππείς του σε κατάσταση επιφυλακής και αφού πέτυχε να συνενωθεί εγκαίρως με τον Καντάν διπλασιάζοντας την ισχύ του, επιτάχυνε το ρυθμό της πορείας για να επιπέσει στους δύο αντιπάλους του διαδοχικά.

Ποιός ήταν ο άνθρωπος που προσπαθούσε να σώσει τη χριστιανική Ευρώπη από τη μογγολική ορδή; ο δούκας της Σιλεσίας Ερρίκος ο Ευσεβής, είχε κατορθώσει να συνασπίσει κάτω από τις σημαίες του αρκετά ετερόκλητα τμήματα. Ο στρατός του περιελάμβανε την αφρόκρεμα των ιπποτών της Πολωνίας και της Σιλεσίας, τους φημισμένους κατάφρακτους Τεύτονες ιππότες (υπό το μάγιστρό τους Πόπο της Οστέρνα) με κεντημένους μαύρους σταυρούς στους μανδύες τους, έναν ικανό αριθμό από ιππότες της κατώτερης πολωνικής αριστοκρατίας, πλαισιωμένους από αρκετούς Ναϊτες ιππότες, μερικές εκατοντάδες βιαστικά οπλισμένων πεζών ανθρακωρύχων και λίγους μισθοφόρους.

Μη γνωρίζοντας την ακριβή ημερομηνία άφιξης του Βένσεσλας, ο Ερρίκος υπέθεσε πως θα ήταν προτιμότερο να επιζητήσει μια μάχη εκ παρατάξεως σε ανοικτό χώρο από το να κλειστεί μέσα στην πόλη Λίγκνιτζ που προσέγγιζαν οι Μογγόλοι. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στις 9 Απριλίου 1241 στήν ανοιχτή πεδιάδα. Οι Πολωνοί ιππότες του Ερρίκου ήταν οι πρώτοι που εκτέλεσαν μια δυναμική επέλαση προς το μογγολικό κέντρο, αλλά κατατοξεύτηκαν με τόση σφοδρότητα ώστε άρχισαν να κάμπτονται πιεζόμενοι και από το ελαφρύ μογγολικό ιππικό. Ο Ερρίκος ενέπλεξε τις εφεδρείες του για να ενισχύσει τους Πολωνούς και μετά από μια σύντομη – αλλά τρομακτική – μάχη ο εχθρός τράπηκε σε άτακτη υποχώρηση. Πιστεύοντας πως είχε ανατρέψει ολόκληρο το μογγολικό κέντρο, ο Ερρίκος έριξε περισσότερες δυνάμεις στην καταδίωξη για να διευρύνει το χάσμα, αλλά ανακάλυψε με τρόμο πως όλη η εξέλιξη ήταν μια καλοστημένη παγίδα. Νέες δυνάμεις του βαρέος μογγολικού ιππικού επιτέθηκαν πίσω από ένα καταιγισμό βελών που έριχναν καλπάζοντες ιπποτοξότες. ενώ όλο το πεδίο της μάχης είχε καλυφθεί από έναν πυκνό μαύρο καπνό που δημιουργούσαν τα ειδικά δοχεία πυρός των Μογγόλων. Οι χριστιανικές δυνάμεις είχαν πλέον αποπροσανατολιστεί και η κύκλωσή τους ήταν πλήρης. Καθώς το βαρύ μογγολικό ιππικό στένευε τον κλοιό γύρω από τους ιππότες γκρεμίζοντας τους με βολές από μικρή απόσταση, τα ελαφρά τμήματα εμφανίζονταν αιφνιδιαστικά μέσα από το προπέτασμα καπνού αποδεκατίζοντας το πεζικό.

Στην τρομερή σφαγή που ακολούθησε, το σύνολο σχεδόν του στρατού του Ερρίκου εξοντώθηκε – μαζί και ο μέγας μάγιστρος των Τευτόνων Ιπποτών. Ο ίδιος ο δούκας με μικρή ακολουθήπροσπάθησε να ξεφύγει, αλλά οι Μογγόλοι τον κυνήγησαν σαν θήραμα. Αφού σκότωσαν τους συντρόφους του έναν-έναν με τα τόξα, κατόρθωσαν τελικά να τον ρίξουν από το άλογό του και τον αποκεφάλισαν επί τόπου.

Ερευνώντας αναμεσα στα αιματοβαμμένα απομεινάρια της μάχης, η αύζυγος του Ερρίκου βρήκε το πτώμα του άτυχου ηγέτη παραμορφωμένο σε τόσο οικτρή κατάσταση, ώστε κατόρθωσε να το αναγνωρίσει μόνο από το γεγονός ότι είχε έξι δάκτυλα στο αριστερό πόδι. Οι Ασιάτες νικητές είχαν αποτιμήσει τις απώλειες των αντιπάλων τους κόβοντας το δεξί αυτί κάθε νεκρού χριστιανού στρατιώτη. Γεμίζοντας εννέα μεγάλους σάκους με τις ανατριχιαστικές αυτές αποδείξεις, τους έστειλαν θριαμβευτικά στον πρίγκηπα Μπατού για να υπογραμμίσουν τη μεγαλειώδη μογγολική νίκη. Σε λιγότερο από ένα μήνα η μογγολική πλαγιοφυλακή είχε διανύσει 700 χιλιόμετρα, κυρίευσε τέσσερις μεγάλες πόλεις και κέρδισε δύο αποφασιστικές μάχες. Συγκεντρώνοντας πάλι τις τρεις “τουμάν” τους και αφού βεβαιώθηκαν πως ο Βένσεσλας υποχωρούσε καταπτοημένος πίσω στο δικό του Βασίλειο της Βοημίας, οι Καϊντού και Μπαϊντάρ στράφηκαν προς Νότο, έτοιμοι να επιπέσουν στο πλευρό των Αυστριακών αν οι τελευταίοι αποπειρώντο να συνδράμουν τους Ούγγρους στην επερχόμενη κρίσιμη αναμέτρηση.

Στο μεταξύ τα τέσσερα τμήματα της κύριας μογγολικής δύναμης εισβολής, αφού έκαμψαν σποραδικές εστίες αντίστασης των αντιπάλων τους κοντά στα Καρπάθια, κατηφόρισαν στις αρχές Μαρτίου προς τη μεγάλη ουγγρική πεδιάδα, με τη νότια πτέρυγά τους να προπορεύεται ελαφρά. Ο χειμώνας ήταν ασυνήθιστα δριμύς εκείνη τη χρονιά και η παγωνιά κράτησε μέχρι τα μέσα της άνοιξης. Εχοντας την πληροφορία ότι οι εχθρικές προφυλακές απείχαν ακόμα 350 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα, ο βασιλιάς Μπέλα συγκάλεσε το πολεμικό του συμβούλιο στη Βουδαπέστη για να χαράξει το γενικότερο στρατηγικό του σχέδιο.

Η διανοητική ηρεμία του ίδιου και των επιτελών του θα πρέπει να “θρυμματίστηκε” όταν έπεσε σαν κεραυνός η είδηση πως η μογγολική στρατιά είχε εμφανιστεί από το πουθενά και βρισκόταν πλέον ενωμένη στις όχθες του Δούναβη, απέναντι από την Πέστη. Ο πανικός των Ούγγρων μετριάστηκε μόνο από το γεγονός πως η πόλη ήταν ισχυρά περιτοιχισμένη και ότι το μεγάλο ποτάμι κυλούσε ορμητικό από το λυώσιμο των πάγων. Ο Μπέλα αποδύθηκε σε μια έντονη προσπάθεια επιστράτευσης των δυνάμεών του, ελπίζοντας πως ο εχθρός δεν θα κτυπούσε άμεσα. Ενώ οι ουγγρικές δυνάμεις συγκεντρώνονταν από κάθε γωνιά του Βασιλείου, οι Μογγόλοι – κατά παράξενο τρόπο – έμεναν άπραγοι λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Δούναβη, χωρίς να πραγματοποιήσουν καμία απόπειρα να ζεύξουν το υδάτινο φράγμα ή να πολιορκήσουν την Πέστη.

Το μυστήριο έγινε σκοτεινότερο όταν στις αρχές Απριλίου ο Μπέλα έκρινε πως διέθετε πια επαρκείς δυνάμεις και αποφάσισε να κινήσει τους 100.000 πολεμιστές του για να προκαλέσει τους επιδρομείς σε αποφασιστική αναμέτρηση. Ο Σουμποντάϊ, που διέθετε πιθανώς μόνο 70.000 άνδρες αφού είχε υποχρεωθεί να αφήσει μια “τουμάν” στην Τρανσυλβανία, εφάρμοσε τον κλασικό τακτικό μογγολικό ελιγμό στο επιχειρησιακό επίπεδο. Αρχισε να αποσύρει τη στρατιά του αργά προς τα ανατολικά αποφεύγοντας επιμελώς τη συμπλοκή και αυτό το «παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι» συνεχίστηκε για εννέα ολόκληρες μέρες. Το πρωί της δέκατης ημέρας η μογγολική «αλεπού» διαπεραίωσε τις δυνάμεις της από τον ποταμό Σάγιο, πάνω από μια μικρή πέτρινη γέφυρα κοντά στο χωριό Μοχί. Ηταν μια καθαρή πρόκληση για τον Μπέλα που ακολουθούσε, να επιτεθεί περνώντας και αυτός βίαια το ποτάμι. Αν το έπραττε θα έδινε τηδυνατότητα στο πολυάριθμο μογγολικό ιππικό να τον περισφίξει από παντού και να σπρώξει τους άνδρες του πίσω στο φουσκωμένο ρέμα. Ο Μπέλα όμως απέφυγε έξυπνα το δόλωμα και σταμάτησε τον κύριο όγκο του στρατού του στη δυτική όχθη του Σάγιο, στέλνοντας μόνο ένα ενισχυμένο τμήμα για να αποσπάσει τον έλεγχο της γέφυρας μπροστά του.

Η ουγγρική εμπροσθοφυλακή κατέλαβε το κομβικό αυτό σημείο χωρίς αγώνα και έσπευσε μάλιστα να εγκαταστήσει ένα μικρό προστατευτικό προγεφύρωμα στην απέναντι όχθη. Οι στρατιώτες που προχώρησαν περισσότερο δεν ανακάλυψαν ούτε ίχνος από το μογγολικό στρατό, που είχε κρυφτεί επιδέξια στους λόφους και τους διάσπαρτους αμπελώνες του Τοκάι. Ικανοποιημένος από την τακτική του διάταξη, ο Μπέλα πρόσταξε τους άνδρες του να στρατοπεδεύσουν για τη νύχτα, υπολογίζοντας πως την επόμενη μέρα θα κατόρθωνε ίσως να ανακαλύψει τον εχθρό και να του δώσει το καίριο πλήγμα. Οι μόνοι που δεν συμμερίζονταντη ν αισιοδοξία του ήταν οι Μογγόλοι διοικητές, που διαπίστωναν πως η κατάσταση δεν μπορούσε να είναι ευνοϊκότερη. Τα στρατηγικά τους πλευρά ήταν ασφαλή, το ίδιο και οι γραμμές επικοινωνιών τους. Η μογγολική στρατιά ήταν συγκεντρωμένη σε πεδίο μάχης της επιλογής της, ενώ ο αντίπαλος ήταν αδρανής και απομονωμένος από κάθε σύμμαχο.

Ο χριστιανικός στρατός ήταν εντυπωσιακά μεγάλος και είναι βέβαιο πως υπερτερούσε αριθμητικά του αντιπάλου του. Αποτελείτο από πολλά τμήματα θωρακισμένων ιπποτών και, σε αντίθεση με τους άλλους ευρωπαϊκούς στρατούς, είχε στις τάξεις του χιλιάδες έφιππους τοξότες, εξοικειωμένους με τις μογγολικές τακτικές. Το ηθικό του όμως είχε κλονιστεί από τα θλιβερά νέα του Λίγκνιτζ και οι ιππότες έβλεπαν με καχυποψία την κίνηση του θεοσεβούμενου ηγεμόνα να αναθέσει τις κύριες διοικήσεις στους αρχιεπισκόπους Χούγκολιν της Κολότζα και Ματίας του Γκραν. Οι επιπόλαιοι αυτοί αξιωματούχοι, είχαν αμελήσει να λάβουν και τα πιο στοιχειώδη μέτρα ασφαλείας. Το εξαίρετο ελαφρύ ουγγρικό ιππικό δεν είχε προωθηθεί για να καλύψει τα πλευρά και ολόκληρο το στράτευμα συνωστιζόταν γύρω από τη γέφυρα «όπως ένα μεγάλο κοπάδι προβάτων σε μια μικρή στάνη» .

Λίγο πριν ξημερώσει η 10η  Απριλίου, ο Μπατού εξαπέλυσε μια μεθοδική επίθεση στο ουγγρικό προγεφύρωμα της δεξιάς όχθης, υποστηριζόμενη από επτά καταπέλτες που εκτόξευαν εμπρηστικές «βόμβες». Η φαντασμαγορική και θορυβώδης αυτή επίδειξη είχε ως σκοπό να προσηλώσει την προσοχή του Μπέλα στη γέφυρα και το κατόρθωσε απόλυτα όταν – λίγο αργότερα – πυκνά τμήματα μογγολικού ιππικού απώθησαν τους υπερασπιστές του περάσματος και ξεχύθηκαν στη δυτική πλευρά. Αιφνιδιασμένοι αρχικά από τη θρασύτητα και τη βιαιότητα της επίθεσης, οι Ούγγροι διοικητές αντέδρασαν γρήγορα αποκλείοντας την περιοχή διείσδυσης και απωθώντας σταθερά τον εχθρό προς τα πίσω, έχοντας μια τοπική υπεροχή δυνάμεων δύο προς ένα.

Κάθε άνοιξη τα ποτάμια της Ουγγαρίας γίνονται τόσο ορμητικά ώστε παρουσιάζουν τεράστια δυσκολία ζεύξης, ακόμα και για μονάδες μηχανικού σύγχρονων στρατών, Ο ιδιοφυής Σουμποντάϊ όμως είχε καταφέρει πάλι το φαινομενικά ακατόρθωτο. Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω από τη γέφυρα, ο ποταμός Σάγιο «επέτρεπε» να σχηματισθεί μια μικρή «χερσόνησος» τριγυρισμένη από έλη να εισχωρεί κάθετα στο ρεύμα του. Με μια πρώτη ματιά το μέρος φαινόταν τελείως ακατάλληλο για να χρησιμοποιηθεί από μια στρατιωτική δύναμη ικανού μεγέθους. Η «χερσόνησος» ήταν τόσο στενή που δεν μπορούσε να χωρέσει περισσότερους από 2.500 καβαλάρηδες, αλλά από εκείνο ακριβώς το σημείο ο Σουμποντάϊ είχε περάσει απέναντι κατά τη διάρκεια της προηγούμενης νύχτας τρεις ολόκληρες “τουμάν”, δηλαδή 30.000 πάνοπλους ιππείς! Η τρομερή αυτή μάζα, με την ανατολή του ήλιου στράφηκε βόρεια και εμφανίστηκε στο προσκήνιο τελείως απρόσμενα, τη στιγμή που η μάχη γύρω από τη γέφυρα είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της. Οι άνδρες του Μπατού υφίσταντο φοβερή πίεση από τους ιππότες και είχαν ήδη υποστεί σοβαρές απώλειες, αλλά άντεχαν τη δοκιμασία. Η άφιξη του Σουμποντάϊ συνοδευόμενη από τη συνήθη σφοδρή μογγολική επέλαση, λίγο έλειψε να αποδιαρθρώσει ανεπανόρθωτα την ουγγρική διάταξη και υποχρέωσε τα πλευρικά τμήματα του Μπέλα να υποχωρήσουν στο χώρο του καταυλισμού τους. Αφού μετακίνησαν εγγύτερα τους καταπέλτες  τους, οι Μογγόλοι περιορίστηκαν στο να σφυροκοπούν τον ουγγρικό στρατό ασταμάτητα με πέτρες, βέλη και φλεγόμενη νάφθα, όση ώρα ο Μπατού εξισορροπούσε την κατάσταση στη γέφυρα και ο Σουμποντάϊ πλαγιοκοπούσε το χριστιανικό στρατόπεδο.

Ο πανούργος στρατηγός εσκεμμένα δεν ολοκλήρωσε την κυκλωτική του κίνηση, αφήνοντας ένα μικρό κενό μεταξύ των σκελών της «λαβίδας». Οι μογγολικές επιθέσεις γίνονταν συνεχώς εντονότερες, καθώς τα σύνθετα τόξα έσπερναν αδιάκριτα το θάνατο από μεγάλη απόσταση και τα εμπρηστικά βέλη είχαν μετατρέψει τα μεταφορικά κάρα και τις σκηνές του στρατοπέδου σε παρανάλωμα του πυρός. Κάποιοι από τους Ούγγρους πρόσεξαν την ύπαρξη της διόδου σωτηρίας και οδηγούμενοι από το φόβο και την απόγνωση τράπηκαν σε φυγή. Τους ακολούθησαν και άλλοι και σύντομα ένας ανθρώπινος χείμαρρος ξεχυνόταν βόρεια μέσα από το κενό που οι Μογγόλοι απέφευγαν συστηματικά να κλείσουν. Μόνο λίγοι Ναϊτες ιππότες έμειναν ασάλευτοι στις θέσεις τους και αγωνιζόμενοι ψυχωμένα έπεσαν μέχρις ενός.

Η άμυνα είχε πλέον καταρρεύσει και η πειθαρχία του ουγγρικού στρατού εξανεμίστηκε. Οι πανικόβλητοι άνδρες έφευγαν πετώντας μακριά τα όπλα και τις αρματωσιές τους. Οι Μογγόλοι, αφού ανασυντάχθηκανκαι ιππέυσαν ξεκούραστα εφεδρικά άλογα, ήταν τώρα πανέτοιμοι να δώσουν τη χαριστική βολή στα ανυπεράσπιστα θύματά τους. Καθώς η φάλαγγα των φυγάδων γινόταν μακρύτερη και πιο άτακτη, τα μογγολικά τμήματα έπεσαν πάνω της από όλες τις κατευθύνσεις και αποδεκάτισαν τους εξουθενωμένους και άοπλους Ούγγρους, κυνηγώντας τους μέσα στον κάμπο. Η αποτρόπαια σφαγή κράτησε δύο ολόκληρα μερόνυχτα και τα πτώματα των ηττημένων γέμισαν το δρόμο και τα χαντάκια που οδηγούσαν στην Πέστη, «όπως οι πέτρες σε ένα λιθόστρωτο» . Οι συνολικές απώλειες των Ούγγρων σε εκείνη τη φρικτή πανωλεθρία υπολογίζονται μεταξύ 50.000 και 70.000 νεκρών. Η υπεροπτική Ευρώπη είχε σειστεί συθέμελα.

Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΩΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΘΑΥΜΑ

Μετά τη συντριβή του ουγγρικού στρατού στον ποταμό Σάγιο, ολόκληρη η ανατολική Ευρώπη, από τον Δνείπερο και τον Οντερ ως τη Βαλτική Θάλασσα και το Δούναβη, βρισκόταν κάτω από το μογγολικό ζυγό. Μέσα σε τέσσερις μήνες οι σκληροτράχηλοι Ασιάτες πολεμιστές είχαν διαλύσει ευρωπαϊκούς στρατούς που διέθεταν συνολικά πενταπλάσια δύναμη ανδρών από τη δική τους. Για να σταθεροποιήσει τον έλεγχό του στην Ουγγαρία, ο Σουμποντάϊ δεν δίστασε να λεηλατήσει τη χώρα από άκρη σε άκρη, εξοντώνοντας το 50% του πληθυσμού της! Ο Δούναβης σπάνια παγώνει, αλλά εκείνη την αποφράδα χρονιά μετατράπηκε σε παγοδρόμιο, επιτρέποντας στον Μπατού να επιδείξει το ταλέντο του στην τρομοκρατία για μια ακόμα φορά.

Περνώντας τους άνδρες του στη δυτική όχθη τη νύχτα των Χριστουγέννων του 1241, κυρίευσε το Γκραν μέσα σε ένα όργιο σφαγής και λεηλασίας. Οι ακόρεστοι επιδρομείς, αναρριχόμενοι πάνω στις Ιουλιανές Αλπεις, καταλήστευσαν στη συνέχεια τη βορειοανατολική Ιταλία, ενώ άλλα αναγνωριστικά τμήματά τους έφθαναν στη Βιέννη. Νοτιότερα, ενισχυμένα αποσπάσματα είχαν αποδυθεί σε μια μάταιη έρευνα για τη σύλληψη του διαφυγόντος βασιλιά Μπέλα, χαράζοντας ένα πλατύ μονοπάτι αίματος ως το Ζάγκρεμπ!

Οι βασιλικές αυλές της Ευρώπης είχαν παραλύσει από τον τρόμο και περίμεναν μοιρολατρικά την έλευση των βαρβάρων. Ο Σουμποντάϊ βρισκόταν ακόμα μπροστά στα τείχη της Βιέννης, όταν ένας έφιππος αγγελιοφόρος κατέφθασε λαχανιασμένος φέρνοντας φοβερές ειδήσεις, Ο Μεγάλος Χαν Ογκαντάϊ ήταν νεκρός, η εξουσία είχε περιέλθει προσωρινά στη ραδιούργα σύζυγό του Τορεγκένε και σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα μογγολικά έθιμα όλοι οι αυτοκρατορικοί γόνοι έπρεπε να σπεύσουν στο Καρακορούμ για να λάβουν μέρος στην έκτακτη “κουριλτάϊ” που θα έκρινε τη διαδοχή. Στη στρατιά της Ευρώπης υπήρχαν τρεις πρίγκηπες και έτσι όλες οι “τουμάν” ανέκοψαν την προέλασή τους και ενωμένες πήραν πάλι το μακρύ δρόμο της επιστροφής, κινούμενες μέσα από τη Δαλματία, τη Σερβία και τη βόρεια Βουλγαρία. Καθώς η πανστρατιά των ανθρώπινων ακρίδων περνούσε από αυτές τις περιοχές τις ερήμωσε ολοκληρωτικά πριν διαβεί τον ποταμό Δνείστερο, για να μην επιστρέψει ποτέ πια.

Οι χριστιανικοί ευρωπαϊκοί λαοί μπορούσαν επιτέλους να ανασάνουν. Είχαν σωθεί από θαύμα. Οι φανταστικές νίκες του Τσμιέλνικ και του Λίγκνιτζ οδήγησαν αργότερα, εσφαλμένα, κάποιους μελετητές του Μεσαίωνα στην υπόθεση ότι τα μογγολικά σχέδια περιελάμβαναν την κατάκτηση ολόκληρης της ηπείρου. Ο γηραιός Σουμποντάϊ δεν θα διέπραττε ποτέ το σφάλμα να παρασυρθεί στις λοφώδεις και δασωμένες περιοχές της δυτικής Ευρώπης, όπου το μογγολικό ιππικό θα έχανε πολλά από τα πλεονεκτήματα του εξαιτίας της διαμόρφωσης του εδάφους. Στόχος του ήταν μόνο η πεδιάδα της Ουγγαρίας και έμεινε προσηλωμένος σε αυτόν.

Οπως συμβαίνει νομοτελειακά με τα φυσικά φαινόμενα, έτσι και η παντοδυναμία των Μογγόλων δεν διήρκεσε πολύ. Το Σεπτέμβριο του 1260 η Ιστορία θα σταθεί στην Παλαιστίνη και όλοι οι λαοί θα κρατήσουν την αναπνοή τους όταν οι Μαμελούκοι του Μπαϊμπάρς θα κατατροπώσουν και θα σύρουν στη σκόνη για πρώτη φορά τα ανίκητα μογγολικά όπλα, σε μια επική μάχη στο Φρέαρ του Γολιάθ. Εκατόν είκοσι χρόνια αργότερα ο πρίγκηπας Ντιμήτρι Ιβάνοβιτς της Μόσχας θα πάρει για λογαριασμό όλων των Ευρωπαίων την εκδίκησή του από τη “Χρυσή Ορδή”,  στο απέραντο, θολό πεδίο του Κουλίκοβο. Οι κίτρινοι πολεμιστές με τα κωνικά κράνη και τα γυριστά σπαθιά θα χαθούν ξανά πίσω στις ανεμοδαρμένες στέππες του Καρακορούμ, με τον ίδιο αιφνίδιο τρόπο που είχαν ξεχυθεί από αυτές το 1220 για να κατακτήσουν τον κόσμο.

Στέργιος Απρίλης – Σαμαρινιώτης
Please follow and like us: