Μέρος 1
Στο νότιο άκρο της τεράστιας λίμνης Βαϊκάλης (που δέχεται τα νερά περίπου 300 ποταμών κι’ από όπου πηγάζουν έξι ποταμοί για να εκβάλουν στην τεράστια κοίτη του Αμούρ), όπου οι χειμώνες είναι δριμύτατοι ενώ τα καλοκαίρια ανυπόφορα, το 1206 αναδύθηκε η πιο παράξενη αυτοκρατορία της Ιστορίας ιδρυμένη από μια πλειάδα νομαδικών λαών. Τη χρονιά εκείνη, μετά από ένα μακρύ εξοντωτικό αγώνα που είχε αιματοκυλίσει όλη την έρημο Γκόμπι, οι φυλές των κίτρινων βαρβάρων κτηνοτροφών νομάδων, των Μογγόλων, είχαν ενωθεί τελικά δια της βίας κάτω από την ηγεσία του Τεμουτζίν, ενός αδίστακτου ανθρωπόμορφου θηρίου που απένειμε στον εαυτό του τον τίτλο του Τζενγκίς Χαν («Ισχυρού Άρχοντα»).
Η ενωτική αυτή εξέλιξη είχε θορυβήσει τους γειτονικούς πολιτισμούς της Κίνας, που μάθαιναν με ανησυχία πως πέρα από το Μεγάλο Σινικό Τείχος οι Μερκίτ, Τάταροι, Ναϊμάν, Μπορτζιγκίν, Τζουριάτ και Κεράϊτ πολεμιστές είχαν δώσει επιτέλους τα χέρια, σε αδελφική ειρήνη μετά από πολλές γενιές μίσους και αιματηρών αγώνων. Δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι την ημέρα που οι Μογγόλοι, «σύμμαχοι» πλέον, επέδραμαν κάτω από τα κοινά λάβαρα του Τζενγκίς Χαν, ρημάζοντας κυριολεκτικά τις εύφορες νοτιότερες περιοχές και εξανδραποδίζοντας τους κατοίκους τους.
Το έτος 1220 σημειώθηκε η αποφασιστική καμπή στη μετέπειτα μογγολική εξάπλωση, που για τους επόμενους δύο αιώνες έμελλε να έχει πραγματικά κοσμοϊστορικές συνέπειες. Την προηγούμενη χρονιά ο υπεροπτικός Μουχάμαντ, Σάχης της Αυτοκρατορίας των Χωρασμίων (Χορασμία ή Χωρεσμία, περιοχή σημερινού Ιράν-Πακιστάν) με εντολή του στον Ιναλτσούκ, Κυβερνήτη του Οτράρ, είχε δολοφονήσει εν ψυχρώ τα μέλη μιας επιτροπής Μογγόλων διπλωματών και εμπόρων, προκαλώντας το δικαιολογημένο μένος του Τζενγκίς Χαν. Αυτό ξέσπασε εναντίον του δύστυχου γιού και διαδόχου του Τζαλάλ αλ Ντιν Μανγκμπουρνί. Η γιγαντομαχία που ακολούθησε το 1220 στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Ωξου (Αμού Ντάρια) και Ιαξάρτη (Συρ Ντάρια), εκτυλίχθηκε με τόσο αστραπιαίους ρυθμούς που κατέπληξε ολόκληρο τον κόσμο.
Μέσα σε πέντε μήνες οι 200.000 Μογγόλοι του μεγάλου πολέμαρχου, με ταχύτατες επελάσεις και υπερκερατωτικούς ελιγμούς, είχαν θέσει επανειλημμένα τον πολύ μεγαλύτερο στρατό των Χωρασμίων (400.000) μεταξύ σφύρας και άκμονος, καταφέροντάς του αλλεπάλληλα συντριπτικά στρατηγικά κτυπήματα από κάθε κατεύθυνση. Πόλεις-«φάροι» του ανατολικού πολιτισμού όπως οι Μπουχάρα, Σαμαρκάνδη, Μερζ, Σινιάζ, Νισαπούρ, Φεργκάνα, είχαν κυριολεκτικά ισοπεδωθεί και λεηλατηθεί ανηλεώς, ενώ ο ίδιος ο Σάχης κατάντησε φυγάς μέσα στην ίδια του τη χώρα και τελικά πέθανε από τη θλίψη του. Τον είχαν καταδιώξει απηνώς οι Μογγόλοι στρατηγοί Σουμποντάϊ και Τζεμπέ, οι οποίοι, αφού εκπλήρωσαν την αποστολή τους, ζήτησαν να τους επιτραπεί μια επιδρομή προς τα εδάφη των τουρκογενών Κιπτσάκων ή Πολοβτσιανών στη νότια Ρωσία.
Η έγκριση δόθηκε και διασπώντας την συμμαχία των Κιπτσάκων με τους ιρανογενείς Αλανούς (που τους κατέκοψαν πρώτους), έξι μήνες μετά το ενισχυμένο μογγολικό απόσπασμα βρισκόταν ήδη στην Τυφλίδα, έχοντας κονιορτοποιήσει τις δυνάμεις του βασιλιά της Γεωργίας Γεωργίου του Δ’. Στα επόμενα δύο χρόνια αυτοί οι 30.000 πολεμιστές θα σαρώσουν τη ρωσική ύπαιθρο ως τον ποταμό Δνείπερο, κατατροπώνοντας τους στρατούς των τουρκογενών Κουμάνων, των Βουλγάρων του Βόλγα, των Κανγκλί και των ίδιων των Ρώσων. Η πρωτοφανής επιτυχία της αιματοβαφούς και προσοδοφόρας «εξερεύνησης» ενθάρρυνε τους Μογγόλους και άρχισε να γεννά ανάμεσά τους σκέψεις για μια μελλοντική περαιτέρω επέκταση προς δυσμάς. Την αριστοτεχνική εκείνη επιδρομή προς Βορρά διέκοψε τελικά το 1223 ο ίδιος ο Τζενγκίς Χαν, όταν ανακάλεσε τους δύο στρατηγούς του, που επέστρεψαν στη Μογγολία περνώντας τους άνδρες τους από το βόρειο άκρο της Κασπίας.
Το 1227 ο ηγέτης-μύθος πέθανε ξαφνικά σε ηλικία 66 ετών. Προαισθανόμενος το επικείμενο τέλος του είχε υποδείξει ως διάδοχό του τον τριτότοκο γιο του, τον Ογκαντάϊ και η “κουριλτάϊ” που συγκλήθηκε γι αυτόν το λόγο στο Καρακορούμ, απλώς επιβεβαίωσε την επιλογή του. Τόσο η αλλαγή στο θρόνο, όσο και το γεγονός πως τα ηνία της μογγολικής διπλωματίας κατείχε ο Κινέζος Γελιού Τσουκάϊ ή Ουρτού Σαγκαλτού («Μακρυγένης»), συνετέλεσαν στη γενικότερη προσήλωση των Μογγόλων στα ασιατικά ζητήματα, ξεχνώντας για αρκετό καιρό τις σκέψεις για εισβολή στην Ευρώπη.
Επτά όμως χρόνια αργότερα, σε μια παρόμοια «μεγάλη συνέλευση», το ζήτημα επανήλθε έντονα, συνοδευόμενο από άφθονες αναφορές που κατέφθαναν από το εκτεταμένο δίκτυο κατασκόπων και προπαγανδιστών που είχαν στήσει οι Μογγόλοι σε ευρωπαϊκές χώρες. Η Δύση βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση και ο Πάπας Γρηγόριος ο Θ’ έβλεπε με συμπάθεια την προοπτική της συνεργασίας με τους επιφανείς Μογγόλους του Νεστοριανού δόγματος ! Επιπρόσθετα, όσο και αν η ανατολή θεωρείτο το φυσικό πεδίο δράσης της μογγολικής αυτοκρατορίας, εκεί οι δυνατότητες κατάκτησης ήταν πλέον περιορισμένες. Αντίθετα, οι ατέλειωτες χλοερές στέππες της δυτικής Ρωσίας αποτελούσαν τον ιδανικό χώρο εκτροφής αλόγων και συνεπώς τον καλύτερο πολλαπλασιαστή ισχύος για τη μογγολική πολεμική μηχανή. Η “κουριλτάϊ”, προφανώς εμπνευσμένη από τη μεγαλομανία του ιδρυτή της, αποφάσισε να εμπλέξει τις μογγολικές δυνάμεις σε τέσσερις μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις ταυτόχρονα!
Το 1234 ο πόλεμος εναντίον της δυναστείας των Σονγκ στη νότια Κίνα μαινόταν ακόμα, ενώ ισχυρές μογγολικές μονάδες ασχολούντο με την καταστολή μιας εκτεταμένης εξέγερσης στην κορεατική χερσόνησο (πραγματοποιώντας την τρίτη μογγολική εισβολή στην χώρα, ενώ θ΄ακολουθούσαν άλλες έξη έως το 1257). Μια τρίτη στρατιά επιχειρούσε στην Περσία για τον έλεγχο του ζωτικού «δρόμου του μεταξιού», επιβάλλοντας κτηνωδώς τον τρόμο σε όλη την περιοχή ανάμεσα στον Καύκασο και στη Μαύρη Θάλασσα. Η τέταρτη στρατιά προοριζόταν για την εισβολή στη Ρωσία και στην Ευρώπη. Για να συγκροτήσει την τελευταία αυτή στρατιά, ο Μεγάλος Χαν ανέθεσε στις υπηρεσίες πληροφοριών του, που στελεχώνονταν κυρίως από μορφωμένους Κινέζους μανδαρίνους, να μελετήσουν το στρατηγικό πρόβλημα και να του δώσουν τη συμβουλή τους. Η τελική αναφορά των μανδαρίνων εκτιμούσε πως μια εκστρατεία για την καθυπόταξη της Ευρώπης από τα Ουράλια ως τον Ατλαντικό θα απαιτούσε 16 ως 18 χρόνια για να ολοκληρωθεί και μιαν αρχική δύναμη 150.000 ανδρών.
Το 1236 οι πολεμιστές αυτοί είχαν ήδη εξευρεθεί από τις φρουρές της Κίνας, καθώς οι κατακτητές της αυτοκρατορίας των Χωρασμίων ήταν ακόμα δεσμευμένοι στην Περσία. Οι αναγκαίοι αριθμοί ίππων εξασφαλίστηκαν από τις υπέροχες ράτσες της νότιας Ρωσίας. Το γενικό πρόσταγμα της εκστρατείας ο Ογκαντάϊ το έδωσε στο γιο του, τον πρίγκηπα Μπατού. Φυσικά η παρουσία του Μπατού έδινε αξιοπιστία και κύρος στο εγχείρημα, αλλά ο νεαρός πρίγκηπας ήταν πολύ άπειρος για να διοικήσει προσωπικά μια τέτοια πολεμική μηχανή σε μια τόσο πολύπλοκη επιχείρηση. Αναγνωρίζοντας αυτές τις δυσκολίες ο Ογκαντάϊ Χαν έθεσε υπό τις διαταγές του γιού του τον 60χρονο Στρατηγό Σουμποντάϊ Μπαχαντούρ, μάλλον τον καλύτερο επιχειρησιακό και τακτικό στρατιωτικό εγκέφαλο του 13ου αιώνα.

Το 1236 η «κίτρινη πανώλης» ξαναγύρισε στη ρωσική γη με μεγαλύτερη μανία από οποιαδήποτε άλλη φορά. Αφού υπέταξε πλήρως τα βουλγαρικά φύλα του άνω Βόλγα και τους Κιπτσάκους στο νότο, ο Σουμποντάϊ το χειμώνα του επόμενου χρόνου διέσχισε τον παγωμένο Βόλγα με 120.000 άνδρες, εισβάλλοντας στις περιοχές των ρωσικών πριγκηπάτων. Η ανελέητη εκστρατεία του κράτησε τρία ολόκληρα χρόνια, στα οποία οι Μογγόλοι, αφού χρησιμοποίησαν τα παγωμένα ποτάμια σαν λεωφόρους προέλασης, κατέστρεψαν εκατοντάδες πόλεις και χωριά, με τραγικό αποκορύφωμα την άλωση και πυρπόληση του Κιέβου στις 6 Δεκεμβρίου του 1240. Η κεντρική Ρωσία, ο προμαχώνας της Ευρώπης και της Λευκής φυλής, είχε υποταχθεί και οι αιμοδιψείς εισβολείς είχαν εξασφαλίσει τα μετόπισθέν τους.
Η ΛΥΣΣΑΛΕΑ ΚΙ ΑΠΑΝΘΡΩΠΗ ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΤΗΣ ΣΤΕΠΠΑΣ

Τί είδους στρατός ήταν αυτός που είχε σαρώσει τις αχανείς εκτάσεις της Κίνας, είχε ταπεινώσει και εξοντώσει τον πανίσχυρο σάχη της Χορασμίας-Περσίας και τρομοκρατούσε τους Ρώσους πρίγκηπες στο άκουσμα και μόνο του ονόματος του;
Σαν λαός οι Μογγόλοι ήταν σταρόχρωμοι, με σχιστά βαθουλωτά μάτια, μικρές μύτες, έντονα ζυγωματικά οστά και αδύνατα, ίσια μαύρα μαλλιά. Είχαν ισχνές κνήμες, μικρά πόδια στρεβλωμένα από τη συνεχή ίππευση και δυνατά χέρια. Διέσχιζαν καλπάζοντας τις αμμώδεις ερήμους του Τουρκεστάν, όπως διασχίζουν οι ναυτικοί τις θάλασσες, σε μεγάλες έφιππες ομάδες, με άλογα που μπορούσαν να καλπάζουν επί 30 χιλιόμετρα και να διανύσουν 150 μέσα σε μια μέρα. Ηταν πολεμιστές αδίστακτοι, σκληραγωγημένοι, προερχόμενοι από φυλές που μετακινούντο από βοσκότοπο σε βοσκότοπο ανάλογα με την εποχή.
Πριν τους ενώσει το χαλύβδινο χέρι του Τζενγκίς Χαν έριζαν αδιάκοπα μεταξύ τους, με αμφισβητήσεις των δικαιωμάτων νομής και αθρόες υφαρπαγές γυναικών. Ιππευαν για πρώτη φορά στην τρυφερή ηλικία των τριών ετών, ενώ άρχιζαν να εξασκούνται στο τόξο σαν πεντάχρονα παιδιά. Οι περισσότεροι διέθεταν εκπληκτική όραση και ήταν σε θέση να ξεχωρίσουν έναν άνθρωπο από ένα άλογο σε απόσταση επτά χιλιομέτρων! Στην τροφή τους προτιμούσαν ιδιαίτερα το κρέας, που το συντηρούσαν ξεραίνοντας το στον ήλιο και τον αέρα, δίχως αλάτι. Ετρωγαν το κρέας των θηραμάτων και των αλόγων, γιατί οι χοίροι και τα βοοειδή δεν επιζούσαν στους άγριους ανέμους της στέππας. Λατρεμένο «νέκταρ» τους ήταν το ζυμωμένο ξυνόγαλα της φοράδας, το ξακουστό “κουμίς” ενώ απεχθάνονταν να πίνουν νερό.
Ο Μάρκο Πόλο ανέφερε ότι είχε δει Μογγόλους στρατιώτες να αντέχουν δέκα μέρες χωρίς μαγειρεμένο φαγητό, ενώ έσβηναν τη δίψα τους πίνοντας λίγο αίμα από τις φλέβες των αλόγων τους! Συνήθιζαν να κοιμούνται πάνω στις σέλλες, φορώντας το χειμώνα σκούφους από γούνα αλεπούς, μακριές μάλλινες κάπες, παντελόνια από δέρμα κατσίκας και δερμάτινες μπότες με τσόχινο τελείωμα, χωρίς τακούνι. Μιλούσαν μια γλώσσα ολότελα ακατάληπτη στους Ευρωπαίους, που έμοιαζε με τις στριγκλιές των πουλιών.
Οι άγριες αυτές φυλές οργανώνονταν σε στρατιωτικές μονάδες με βάση το δεκαδικό σύστημα. Το κύτταρο του στρατού τους ήταν μια ομάδα 10 ανδρών (“αρμπάν”), που συγκροτούσε μαζί με άλλες εννέα μια “τζανγκούν”. Δέκα “τζανγκούν” αποτελούσαν μια “μινγκάν” 1.000 ανδρών και δέκα από αυτά τα νομαδικά συντάγματα συνέθεταν τη μεγαλύτερη επιχειρησιακή μονάδα των Μογγόλων, την “τουμάν”. Οι αξιωματικοί των χαμηλών κλιμακίων εκλέγονταν από τους ίδιους τους πολεμιστές, ενώ οι στρατηγοί αναδεικνύονταν με απόλυτα αξιοκρατικά κριτήρια από τις ικανότητες που επέδειξαν σε προηγούμενες μάχες. Ηταν ένας στρατός ιππικού και αντίθετα από ό,τι υπήρξε κοινή πεποίθηση, σχεδόν σε όλες τις εκστρατείες του υστερούσε αριθμητικά των αντιπάλων του. Ισως το γεγονός πως κάθε Μογγόλος ιππέας έσερνε πίσω του τρία εφεδρικά άλογα οδήγησε τους παρατηρητές της εποχής να διογκώσουν υπερβολικά το μέγεθος των ασιατικών ορδών.
Τα όπλα τους ήταν ακόμα φοβερότερα από την εμφάνισή τους: Πάνω από τα ζεστά χιτώνιά τους φορούσαν δερμάτινους θώρακες με επίστρωση από μεταλλικές φολίδες. Μετά τον πόλεμο εναντίον των Τανγκούτων Σι Σία το 1207, ο Τζενγκίς Χαν υιοθέτησε για ολόκληρο το στρατό του ένα μεταξωτό πουκάμισο, που ο Μογγόλος πολεμιστής φορούσε κατευθείαν πάνω από το δέρμα του. Στην πραγματικότητα ήταν κάτι παραπάνω από ρούχο, ήταν ένα «αλεξίαιχμο» γιλέκο! Η αιχμή του βέλους που κτυπούσε το ανθρώπινο σώμα μπορεί να εισερχόταν στα σπλάχνα, αλλά δεν τρυπούσε το μεταξωτό ύφασμα, καθώς η περιστροφική κίνηση της αιχμής τύλιγε γύρω της το μετάξι και το οδηγούσε μαζί της μέσα στο τραύμα. Αυτό διευκόλυνε αργότερα τους Κινέζους, Ινδούς και Πέρσες γιατρούς των μογγολικών στρατιών να αποσπούν το βέλος από το σώμα, τραβώντας σιγά-σιγά το πουκάμισο προς τα έξω. Τα κράνη τους ήταν επίσης από δέρμα και τσόχα, με ειδικά καλύμματα για την προστασία των αυτιών από το ψύχος, ενώ συχνά στη μάχη χρησιμοποιούντο μεταλλικά.
Ολοι οι Μογγόλοι ιππείς μετέφεραν δύο σύνθετα τόξα, ένα για μικρές και ένα για μεγάλες αποστάσεις, με 60 βέλη μοιρασμένα σε δύο φαρέτρες, ριπτόμενα από ένα τόξο που κατασκευαζόταν με επιστρώσεις κεράτινων υλικών και ζωικών νεύρων πάνω σε έναν ξύλινο κορμό, μπορούσαν να διαπεράσουν οποιοδήποτε θώρακα της εποχής από την πραγματικά φανταστική απόσταση των 300 μέτρων! Με τη βοήθεια ενός μικρού πέτρινου δακτυλιδιού που διευκόλυνε το δεξιό αντίχειρα να συγκροτεί τη χορδή, ο Μογγόλος ιππέας ήταν αναμφίβολα ο καλύτερος τοξότης του κόσμου, εκπαιδευμένος να εξαπολύει τα θανατηφόρα βέλη του κατά τον καλπασμό, όταν και οι τέσσερις οπλές του αλόγου ήταν πάνω από το έδαφος και συνεπώς δεν επηρέαζαν το σημάδι. Το βασικό οπλισμό του συμπλήρωναν ένα λάσσο και ένα μικρό στιλέτο.
Η στρατιά που προοριζόταν να κτυπήσει την Ευρώπη ίππευε πάνω σε άλογα Πριεβάλσκι (Przewalski, επ’ ονόματι του Νικολάϊ Πριεβάλσκυ, του Ρώσου γεωγράφου κι εξερευνητή που τ΄ ανακάλυψε), που ήταν μικρόσωμα, με κοντόχοντρα δυνατά πόδια και φοβερή αντοχή στον παγετό. Το 1220 μογγολικά έφιππα τμήματα είχαν διασχίσει την τρομερή οροσειρά του Παμίρ μέσα στην καρδιά του χειμώνα, πετυχαίνοντας τον πλήρη αιφνιδιασμό!

Ο Μογγόλος στρατιώτης εκπαίδευε τα εφεδρικά του άλογα να τον ακολουθούν σαν σκυλιά, υπακούοντας σε φωνές και σφυρίγματα. Η συλλογή πληροφοριών γινόταν με απίστευτα οργανωμένο τρόπο για ένα νομαδικό λαό. Ο Μεγάλος Χαν και οι στρατηγοί του γνώριζαν ανά πάσα στιγμή τη δύναμη, τη σύνθεση, το ηθικό και τις αδυναμίες όλων των γειτονικών στρατών, καθώς και τις γενικότερες στρατηγικές αντιλήψεις τους. Αυτό όμως που επέτρεπε στο μογγολικό στρατό να υπερέχει τόσο απόλυτα έναντι των αντιπάλων του ήταν το επιχειρησιακό του δόγμα, που έδινε απόλυτη έμφαση στον αντικειμενικό σκοπό, αφήνοντας στους διοικητές των μονάδων να επιλέξουν τον τρόπο και τα μέσα για την επίτευξή του. Ενημερωμένος πάνω στις γενικές γραμμές του σχεδίου και τους ειδικότερους στόχους που όφειλε ο ίδιος να πετύχει, ο διοικητής μιας “τουμάν” είχε τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία δράσης. Αυτό που μετρούσε ήταν η πρωτοβουλία, η εφευρετικότητα και η ευκαμψια στην εκτέλεση.
Οι αρετές αυτές αντανακλούσαν και στο τακτικό πεδίο. Ο τρόπος που οι Μογγόλοι συντόνιζαν σιωπηρά τους ελιγμούς τους με τη χρήση πολύχρωμων σημαιών, προκαλούσε το Θαυμασμό των αντιπάλων τους. Οταν όμως ερχόταν η στιγμή της επέλασης του βαρέος ιππικού η ησυχία έσπαγε μέσα σε ένα πανδαιμόνιο αλλαλαγμών και τυμπάνων, που κουρέλιαζαν τα νεύρα ακόμα και του πιο πειβαρχημένου εχθρού. Περιορίζοντας το στρατό τους σε ένα κύριο όπλο, το ιππικό, οι Μογγόλοι εξασφάλισαν ταυτόχρονα απλότητα και αποτελεσματικότητα. Η λύση αυτή τους απάλλαξε από τον πονοκέφαλο του να συντονίζουν τα ευέλικτα τμήματά τους με το βραδυκίνητο πεζικό – ένα πρόβλημα που προκάλεσε πολλές δυσλειτουργίες και συμφορές στους ευρωπαϊκούς στρατούς της εποχής.
Το Δεκέμβριο του 1340 στο Πρζεμύσλ ο Μπατού συγκάλεσε γενικό πολεμικό συμβούλιο για να αποφασιστεί η επόμενη φάση της εκστρατείας. Το νέο θύμα του θα ήταν η Ουγγαρία, της οποίας ο λαός αποτελούσε το μεικτό μοναδικό παρακλάδι της ουραλοαλταϊκής-τουρκομογγολικής φυλής που παρέμενε εκτός της εξουσίας των διαδόχων του Τζενγκίς Χαν. Η επιχείρηση αυτή θα τους έφερνε αντιμέτωπους με τον αξιόλογο ουγγρικό στρατό, τον δεύτερο καλύτερο της Ευρώπης μετά τους Γερμανούς ιππότες.
Την ίδια εποχή η Δυτική Ευρώπη ήταν βυθισμένη σε βαθύ λήθαργο. Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Φρειδερίκου του Β’ και ο Πάπας Γρηγόριος Θ’ είχαν εμπλακεί σε έναν προσωπικό αδυσώπητο αγώνα και δεν μπορούσαν να συνεισφέρουν σε στρατεύματα. Τα εννέα πριγκηπάτα της Πολωνίας, όπως και εκείνα της Λιθουανίας και της Σουηδίας, δεν αποτελούσαν παρά μικρές πολιτικοστρατιωτικές οντότητες που αλληλοϋποβλέπονταν σε τέτοιο βαθμό ώστε κάθε συνεργασία μεταξύ τους ήταν αδύνατη. Το μέγεθος της καχυποψίας και του κατακερματισμού των ευρωπαϊκών χριστιανικών δυνάμεων φανερώθηκε από το γεγονός ότι, ενώ οι Μογγόλοι συγκεντρώνονταν απειλητικά ανατολικά των Καρπαθίων, οι Λιθουανοί και οι Τεύτονες ιππότες λεηλατούσαν με τη σειρά τους τις ρημαγμένες ρωσικές πόλεις, προσπαθώντας να επωφεληθούν από τη συμφορά που τις είχε πλήξει !
Οι φεουδαρχικοί ευρωπαϊκοί στρατοί του 13ου αιώνα είχαν σε κάποιο βαθμό εκφυλιστεί, αποκλίνοντας συνεχώς από τις αρχές της κλασικής πολεμικής τέχνης. Το βασικό τους όπλο ήταν οι κατάφρακτοι ιππότες που επέλαυναν με τη λόγχη, αλλά οι δυνατότητες που τους παρείχε αυτή η δυσκίνητη μάζα για πολύπλοκους τακτικούς ελιγμούς ήταν ανύπαρκτες. Ακόμα σημαντικότερη ήταν η εγγενής αδυναμία των ιπποτών για συντονισμένη δράση, καθώς ο τρόπος στρατολόγησης και εκπαίδευσης τους επικεντρωνόταν αποκλειστικά στην τελειοποίηση των τεχνικών της μονομαχίας. Για όσο διάστημα οι φεουδαρχικοί στρατοί μάχονταν μεταξύ τους τα μειονεκτήματα αυτά περνούσαν απαρατήρητα, απέναντι όμως στις εξελιγμένες και φονικές τακτικές των Μογγόλων οι ιπποτικοί στρατοί υστερούσαν απελπιστικά.
Παρά τα προβλήματά ωστόσο, ο Ευρωπαίος μεσαιωνικός ιππότης ήταν μια εντυπωσιακή πολεμική μηχανή: Η ολόσωμη μεταλλική του θωράκιση έφτανε τα 68 κιλά, ένα βάρος που μόνο η σκέψη του θα προκαλούσε ίλιγγο σε σύγχρονους στρατιώτες. Οταν η ανάγκη για την προστασία των ίππων από τα εχθρικά βέλη επέβαλε τη θωράκισή τους, τα άλογα μετατράπηκαν σταδιακά σε πραγματικά άρματα μάχης, ζυγίζοντας περισσότερο από 650 κιλά! Ενας θωρακισμένος αναβάτης που κάλπαζε με ταχύτη τα 30 περίπου χιλιομέτρων την ώρα, κτυπούσε το στόχο του με τέτοια κινητική ενέργεια που θα ήταν αδύνατο να την αντέξει οποιοδήποτε ζωντανό πλάσμα στον πλανήτη.

Αν και το σπαθί ενέπνεε ένα σχεδόν μυστικιστικό σεβασμό ανάμεσα στους πολεμιστές, η εξέλιξη της πανοπλίας είχε υποβαθμίσει σοβαρά το ρόλο του στη μάχη. Τα μόνα καίρια πλήγματα που μπορούσε να καταφέρει ήταν στα σημεία σύνδεσης των θωρακίσεων στον αγκώνα, στον ώμο ή στο λαιμό. Ετσι ο ιππότης κατέφυγε τελικά σε όπλα συντριπτικών πληγμάτων όπως οι πέλεκεις και τα πολεμικά σφυριά, με σκοπό να σπάσει τα κόκκαλα του αντιπάλου του κάτω από το θώρακα.
Ο Σουμποντάϊ είχε 120.000 πολεμιστές στη διάθεσή του για να καταφέρει το θανατηφόρο κτύπημα στην Ουγγαρία. Η φοβερή στρατιά του ήταν πανέτοιμη τον Ιανουάριο του 1241, συγκεντρωμένη κοντά στις πηγές του Βιστούλα, στο Χάλιτς. Περίμενε την άνοιξη και στόχος της ήταν η ουγγρική πρωτεύουσα – οι δίδυμες πόλεις Βούδα και Πέστη. Ο Σουμποντάϊ υπολόγιζε πως ο στρατός του βασιλιά Μπέλα του Δ’ θα έσπευδε να προστατεύσει το ζωτικό κέντρο της χώρας, προκαλώντας μια αποφασιστική μάχη στις παρυφές της. Αν το έπραττε θα υπήρχε η δυνατότητα για τους Μογγόλους να καταστρέψουν την τελευταία σημαντική ένοπλη δύναμη που βρισκόταν ανάμεσα στους ίδιους και την κεντρική Ευρώπη. Ο έμπειρος Μογγόλος στρατηγός διαίρεσε τις δυνάμεις του σε τέσσερα τμήματα. Θα περνούσαν τα χιονισμένα Καρπάθια από χωριστές διαβάσεις στο τέλος του χειμώνα και θα συνέκλιναν σαν ανεμοστρόβιλος πάνω στο Δούναβη, συντρίβοντας το στρατό των Μαγυάρων με ένα και μόνο πλήγμα.
Ο Μανγκού ηγείτο της βορειότερης δύναμης διείσδυσης που θα γινόταν από τη δίοδο της Γιαμπλόνιτσα, ενώ ο Μπατού θα περνούσε μέσα από τη Γαλικία. Το τμήμα του Γκουγιούκ θα «ξεγλιστρούσε» μέσα από την περιοχή της Μολδαβίας και της Τρανσυλβανίας, ενώ ο ίδιος ο Σουμποντάϊ θα ξεπρόβαλε μέσα από το πέρασμα της Μεχέντια ή Μεχάντια στο Μπανάτο, ερχόμενος από νότο.
