Μέρος 3
Οι περισσότεροι από τους Μπόερς ήσαν οπλισμένοι με κοινά μουσκέτα. Ορισμένοι, όμως, διέθεταν δίκαννα κυνηγετικά όπλα, ειδικής κατασκευής, τα οποία ονόμαζαν «Ρόερς». Αυτά τα γέμιζαν όχι με μια κοινή βολίδα αλλά με πολλές μικρές, τις οποίες τοποθετούσαν -μαζί με την αναγκαία ποσότητα πυρίτιδας- σε προπαρασκευασμένα φυσίγγια που ονόμαζαν «λόοπερς». Τα όπλα αυτά, σε μικρή απόσταση, λειτουργούσαν ως μικρά πυροβόλα, περίπου όπως και τα σημερινά κυνηγετικά όπλα που βάλλουν πολλαπλές μεγάλες βολίδες (slugs). Επειδή οι Ζουλού επιτέθηκαν σε πυκνό σχηματισμό βάθους δέκα ανδρών, παρουσιάζοντας έτσι έναν ιδιαίτερα πυκνό στόχο, οι Μπόερς δεν ήταν δυνατό να αστοχήσουν. Επίσης, το μικρό πυροβόλο των Μπόερς, το οποίο κάλυπτε την κατεύθυνση από δυτικά, γεμίστηκε με βολίδες μουσκέτων, με μικρές πέτρες και με τεμάχια σιδερένιων αντικειμένων.
Οι Ζουλού, ανεπτυγμένοι σε απόσταση 200 μ. από τους Μπόερς, αφού έψαλαν τους πολεμικούς τους παιάνες, εξόρμησαν με την πολεμική τους κραυγή «ουσούτου» και ιαχές. Οι Μπόερς, σύμφωνα με την διαταγη του Πραιτώριους, τους άφησαν να πλησιάσουν σε απόσταση περίπου 80 μ. και τότε άνοιξαν μαζικά πυρ εναντίον τους. Οι πρώτες ομοβροντίες σάρωσαν ολόκληρους ζυγούς των Ζουλού. Παρ΄όλα αυτά, τα επίλεκτα τμήματα του αριστερού κέρατος δεν αναχαιτίστηκαν από τις τρομερές απώλειες, αλλά συνέχισαν την επίθεσή τους, φθάνοντας σε απόσταση ελάχιστων μέτρων από τις άμαξες. Εκεί τους υποδέχθηκε μια νέα φονική ομοβροντία, ενώ το πυροβόλο των Μπόερς με μία βολή έθεσε εκτός μάχης πολλές δεκάδες πολεμιστών.
Με έναν δυνατό κρότο το πυροβόλο εξαπέλυσε ένα καυτό κύμα μετάλλου και λίθων, κατακερματίζοντας κυριολεκτικά τους Ζουλού. Με κατάπληξη και τρόμο οι Ζουλού έβλεπαν τα σώματα των συντρόφων τους να ίπτανται στον αέρα, φρικτά ακρωτηριασμένα. Επιπλέον, τα βογκητά και οι κραυγές πόνου των τραυματιών παρέλυσαν τους πολεμιστές. Ακόμη και για τους επίλεκτους αυτούς άνδρες το πλήγμα στο ηθικό τους υπήρξε πολύ ισχυρό για να το αντιμετωπίσουν. Εντρομοι τράπηκαν αρχικά σε φυγή, αλλά στη συνέχεια οι τρεις διοικήσεις (δεξιά, αριστερή και κεντρική), ασυγκροτήθηκαν, όταν βρέθηκαν εκτός του βεληνεκούς των αντίπαλων όπλων.
Οι γενναίοι αλλά ανυποχώρητοι στην τακτική τους Ζουλού επανέλαβαν σε λίγο την επίθεσή τους, μόνο και μόνο για να σφαγιαστούν και πάλι από τα πυρά των Μπόερς. Το παιχνίδι αυτό του θανάτου επαναλήφθηκε πέντε φορές με το ίδιο καταστροφικό αποτέλεσμα. Οσο γενναίοι και αν ήταν, όσο και αν αψηφούσαν τον θάνατο, οι επίλεκτοι Ζουλού δεν μπορούσαν καν να πλησιάσουν τους αντιπάλους τους, έχοντας να αντιμετωπίσουν το φονικό πυρ που αυτοί εξαπέλυαν εναντίον τους. Αφού απέτυχαν στις κατά μέτωπο επιθέσεις, οι Ζουλού αποφάσισαν να κινηθούν μέσω του ξερού ρέματος, ώστε να προσεγγίσουν το οχυρό των αμαξών αθέατοι και καλυμμένοι από τα εχθρικά πυρά. Ωστόσο, ο Πραιτώριους τους αντιλήφθηκε και διέταξε μερικούς άνδρες τους να εξέλθουν και να πλήξουν τους φύρδην μίγδην συνωθούμενους στη στενή κοίτη του ρέματος Ζουλού.
Οι Μπόερς από ψηλά άρχισαν να πυροβολούν μαζικά εναντίον των εκατοντάδων Ζουλού που βρέθηκαν στην κοίτη, σκοτώνοντάς τους κατά δεκάδες, χωρίς αυτοί να μπορούν ουσιαστικά να αντιδράσουν. Μερικοί προσπάθησαν να σκαρφαλώσουν στα τοιχώματα της κοίτης, πατώντας στις πλάτες των συμπολεμιστών τους, αλλά αμέσως σκοτώνονταν από τους Μπόερς. Αυτό αποτέλεσε το τέλος για το αριστερό κέρας των Ζουλού, οι άνδρες του οποίου τράπηκαν οριστικά σε άτακτη φυγή. Αμέσως, ο Πραιτώριους διέταξε έναν αριθμό ανδρών του να τους καταδιώξει με τα άλογα, ώστε να μην τους επιτρέψει να ανασυγκροτηθούν. Οι έφιπποι Μπόερς καταδίωξαν τους Ζουλού μέχρι τον παρακείμενο, δυτικά, λόφο που τότε έλαβε το όνομα «Λόφος της μάχης».
Ηδη, πριν το σύνολο του στρατού των Ζουλού κατορθώσει να αναπτυχθεί πλήρως και να εμπλακεί στη μάχη, το ένα τρίτο του είχε πάψει να υφίσταται. Απέμενε το δεξιό κέρας και το κέντρο των Ζουλού. Το δεξιό κέρας, αποτελούμενο από αμαμπούτο νεώτερων και λιγότερο έμπειρων ανδρών, είχε κινηθεί αργά και είχε απολέσει τον προσανατολισμό του. Οταν, τελικά, έφθασε ενώπιον του πόρου του ποταμού, βόρεια της «Λίμνης των ιπποποτάμων», ο πόρος δεν ήταν πλέον αφρούρητος. Ο Πραιτώριους, έχοντας εντοπίσει την κίνησή τους, διέταξε τους έφιππους άνδρες του, οι οποίοι είχαν καταδιώξει και συντρίψει το αριστερό κέρας των Ζουλού, να στραφούν προς τον πόρο και να απαγορεύσουν τη διέλευσή του από τους Ζουλού.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι νεαροί πολεμιστές Ζουλού να βρεθούν σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Βαλλόμενοι από την απέναντι όχθη και ευρισκόμενοι εντός του ποταμού και στο ελώδες έδαφος των όχθεων ήταν προφανές πως δεν μπορούσαν να περάσουν. Το γεγονός αυτό διαπίστωσε και ο Ντλέλα, ο οποίος και διέταξε το δεξιό του κέρας να κινηθεί νότια, κατά μήκος του ποταμού, και να διαβεί από τον νότιο πόρο, από όπου είχε περάσει και το αριστερό κέρας. Προς την ίδια κατεύθυνση έστρεψε και το κέντρο του.
Ο Πραιτώριους, βλέποντας τους αντιπάλους του να αλλάζουν αναγκαστικά κατεύθυνση, διέταξε τους άνδρες που φρουρούσαν τον βόρειο πόρο του ποταμού να επιστρέψουν στο οχυρό των αμαξών και να λάβουν και πάλι τις θέσεις τους. Ηταν βέβαιος πως, όπως αποκρούστηκε η πρώτη επίθεση των επίλεκτων Ζουλού, με τον ίδιο τρόπο θα αποκρουόταν και η επίθεση του όχι τόσο επίλεκτου όγκου του στρατού τους.
Όπως οι Ζουλού διέσχιζαν τον νότιο πόρο υπό την επίβλεψη του Ντλέλα, ο Πραιτώριους διέκρινε την ηγεσία των Ζουλού και διέταξε το πυροβόλο που κάλυπτε το νότιο ημικύκλιο της περιμέτρου του, να βάλει εναντίον τους. Η βολή δεν έπληξε τον Ντλέλα, αλλά μερικούς άνδρες από το μόνο ιμπούτο που είχε διατηρήσει ως εφεδρεία.
Στο μεταξύ, το δεξιό κέρας των Ζουλού είχε φθάσει στο έδαφος όπου λίγο πρωτύτερα είχε σφαγιαστεί το αριστερό. Οι Ζουλού και πάλι επιτέθηκαν γενναία, αλλά και πάλι αντιμετωπίστηκαν με τον ίδιο τρόπο από τους Μπόερς, καλύπτοντας με τα κορμιά τους το έδαφος γύρω από το οχυρό των αμαξών των Μπόερς. Ηταν τόσο πολλοί οι αντίπαλοι, ώστε οι Μπόερς δεν χρειαζόταν καν να σκοπεύουν. Πυροβολούσαν απλώς εναντίον αυτής της «πλημμύρας πολεμιστών».
Επικρατούσε ένα απίστευτο πανδαιμόνιο. Ο ήχος των πυροβολισμών και των πυροβόλων, οι ύμνοι που έψαλλαν δυνατά οι Μπόερς, οι πολεμικές κραυγές και οι παιάνες των Ζουλού, οι φρικτές κραυγές των πληγωμένων και των ακρωτηριασμένων που ξεψυχούσαν αβοήθητοι, συνέθεταν ένα ζοφερό απάνθρωπο σκηνικό, την ίδια την κόλαση. Η μυρωδιά της πυρίτιδας αλλά και του αίματος ήταν ισχυρή και διάχυτη μέσα στον πυκνό καπνό. Παρά τις επανειλημμένες επιθέσεις, τελικά αποκρούστηκε και το δεξιό κέρας των Ζουλού. Οι επιζώντες υποχωρούσαν ντροπιασμένοι υπό τις λοιδορίες των μαχητών του κέντρου, που έλαβαν με τη σειρά,τους, θέση ενώπιον του ακλόνητου οχυρού των Μπόερς για να δοκιμάσουν και αυτοί την τύχη τους. Παρά το παράλογο θάρρος τους όμως και οι άνδρες του κέντρου υπέστησαν παρόμοιες απώλειες από το ακατάπυστο πυκνό πυρ των Μπόερς.
Η ώρα ήταν περίπου 10:00, όταν είχε πλέον αποκρουστεί και η τελευταία επίθεση των Ζουλού. Ο Πραιτώριους παρατηρούσε από τη θέση του την αδυναμία των επικεφαλής Ζουλού να οδηγήσουν και πάλι τους άνδρες τους στη μάχη. Οι πολεμιστές Ζουλού δεν είχαν πία καμία διάθεση να συνεχίσουν τις αυτοκτονικές εφόδους κατά των Μπόερς, οι οποίες ισοδυναμούσαν με βέβαιο θάνατο. Ηταν γενναίοι, όχι όμως τρελοί.
Αυτή ήταν πλέον η κατάλληλη στιγμή για τον Πραιτώριους ώστε να αντεπιτεθεί: Διέταξε τους άνδρες του να ιππεύσουν όλοι, αφήνοντας πίσω μόνο τους υπηρέτες και τους ακολούθους. Κατόπιν έσπρωξαν τις άμαξες που δεν είχαν δέσει μεταξύ τους, ανοίγοντας πέρασμα στο οχυρό τους, και με ουρανομήκεις ιαχές κάλπασαν αρειμάνιοι κατά των αποδιοργανωμένων αντιπάλων τους.
Οι Ζουλού δεν άντεξαν καν να αντιμετωπίσουν την επέλαση των Μπόερς. Τράπηκαν σε φυγή χωρίς καν να πολεμήσουν, καταδιωκόμενοι από τους αντιπάλους τους, πεζοί οι ίδιοι έναντι εφίππων. Ως αγέλη δίχως οδηγό, έχοντας απολέσει κάθε οργανικό δεσμό μεταξύ τους, ορισμένοι από τους φυγάδες Ζουλού κινήθηκαν προς τον «Λόφο της μάχης». Οι περισσότεροι, όμως, επιχείρησαν να διασχίσουν και πάλι τον ποταμό από τον νότιο πόρο. Εκεί δέχθηκαν νέα επίθεση των Μπόερς αλλά και πυρά και των δύο πυροβόλων, τα οποία οι Μπόερς έστρεψαν εναντίον τους, με αποτέλεσμα να αφανιστούν κυριολεκτικά.
«Καθώς είδαν πως δεν μπορούσαν πιά να ξεφύγουν, ρίχθηκαν στο νερό. Πιστεύω πως όλοι σκοτώθηκαν και δεν γλύτωσε κανείς τους. Το νερό έμοιαζε με λίμνη αίματος, γι’ αυτό και ονομάσαμε τον ποταμό “ματωμένο ποτάμι”», ανέφερε χαρακτηριστικά ο ιεροκήρυκας και υπαρχηγός του Πραιτώριους, Σαρέλ Σίλλιερς, με ουγενοτική καταβολή.
Πολλοί Ζουλού προσπάθησαν να κρυφθούν στη ψηλή βλάστηση ή βουλιάζοντας μέσα στο νερό, έχοντας μόνο τις μύτες τους έξω από αυτό για να αναπνέουν. Δεν υπήρξε καμία σωτηρία όμως. Οι Μπόερς τους ανακάλυψαν όλους και τους σκότωσαν. Δύο χρόνια αργότερα, ο Γάλλος περιηγητής Ντελεγκόργκ επισκέφθηκε το πεδίο της μάχης και έμεινε έκπληκτος από το πλήθος των ανθρώπινων σκελετών που αντίκρισε εκεί. Οι Μπόερς συνέχισαν να καταδιώκουν τους Ζουλού ακόμη και ανατολικά του ποταμού. Οταν διατάχθηκε η λήξη της καταδίωξης, σε όλη την περιοχή βρίσκονταν κατάσπαρτοι χιλιάδες νεκροί Ζουλού. Γύρω από τις άμαξες οι νεκροί ήσαν τόσοι πολλοί, ώστε ακόμη και τα άλογα των Μπόερς δυσκολεύονταν να κινηθούν. Στον νότιο πόρο κείτονταν περισσότεροι από 2.000 νεκροί Ζουλού.
Ο ακριβής αριθμός των νεκρών Ζουλού δεν μπορεί να υπολογιστεί. Σύμφωνα με τους πλέον μετριοπαθείς υπολογισμούς, τουλάχιστον 3.000 Ζουλού σκοτώθηκαν. Από την άλλη πλευρά, μόνο τρεις Μπόερς τραυματίστηκαν, ένας εκ των οποίων ήταν και ο Πραιτώριους.
Κατά τη φάση της καταδίωξης, ένας τραυματίας Ζουλού υποδυόμενος τον νεκρό (κατά το παραδοσιακό τους τέχνασμα) επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στον Πραιτώριους, ο οποίος άρπαξε με το χέρι του την κοφτερή αιχμή του δόρατος του αντιπάλου του πριν αυτή καταλήξει στο σώμα του. Πυροβόλησε και σκότωσε τον Ζουλού, απομένοντας με μια βαθιά πληγή στο δεξιό του χέρι.
Μετά τη μεγάλη νίκη τους, οι Μπόερς κινήθηκαν προς τον βασιλικό καταυλισμό «ουμΓκουγκουντλούβου», πρωτεύουσα του βασιλιά Ντινγκάνε. Εφθασαν στις 20 Δεκεμβρίου, αλλά ο βασιλιάς των Ζουλού είχε φύγε δρομαίως, αφού προηγουμένως πυρπόλησε και κατάκαυσε το στρατόπεδο-χωριό του. Εκεί ανακάλυψαν τα οστά του Ρετήφ και των ανδρών που είχαν σφαγιαστεί από τον Ντινγκάνε, τα πτώματα των οποίων είχαν αφεθεί να αποσυντεθούν στον φρικτό τόπο εκτελέσεων του στρατοπέδου. Αφού έθαψαν τα οστά, κινήθηκαν ακόμη βαθύτερα στη χώρα των Ζουλού.
Ωστόσο εκεί, ένα αναγνωριστικό τους τμήμα έπεσε σε ενέδρα και εξουδετερώθηκε, στις 27 Δεκεμβρίου. Στην ενέδρα αυτή σκοτώθηκε και ο Βρετανός Αλεξάντερ Μπίγκαρ, μαζί με άλλους τέσσερις Λευκούς και άγνωστο αριθμό μαύρων ακολούθων. Κατόπιν αυτού, ο Πραιτώριους αποφάσισε πως είχε έλθει η ώρα να επιστρέψουν. Μαζί με τους άνδρες του επέστρεψαν στο Νατάλ όπου έγιναν δεκτοί με ξέφρενο ενθουσιασμό.
Όμως, οι Μπόερς δεν επιχείρησαν τότε να εκμεταλλευθούν στρατηγικά την τεράστια νίκη τους, καταλαμβάνοντας εδάφη των Ζουλού πέραν αυτών που είχαν συμφωνήσει με τον Ντινγκάνε να τους παραχωρήσει στο Νατάλ, πριν την έναρξη του πολέμου ! Τελικά, τον Μάρτιο του 1839, οι δύο πλευρές συμφώνησαν τον οριστικό τερματισμό του πολέμου. Ο Ντινγκάνε δέχθηκε να παραχωρήσει στους Μπόερς, ως πολεμική αποζημίωση, έναν μεγάλο αριθμό βοοειδών. Κατά την συνήθειά του όμως, ο βασιλιάς των Ζουλού δεν σεβάστηκε τη συμφωνία που συνομολόγησε και οι Μπόερς θεώρησαν καλύτερο να μην επιμείνουν μάταια στις απαιτήσεις τους.
Η ειρηνευτική συμφωνία του 1839 επιτεύχθηκε με τη μεσολάβηση των Βρετανών, τους οποίους …. κάλεσε ο Ντινγκάνε, διαπράττοντας το τεράστιο σφάλμα να προσκαλέσει μια πολύ μεγαλύτερη σε βάρος του έθνους του απειλή για να τον βοηθήσει έναντι μιας μικρότερης. Πάντως, οι ηρωικοί Μπόερς αποφάσισαν να πολεμήσουν τον Ντινγκάνε με άλλα μέσα, ενθαρρύνοντας τον ετεροθαλή αδελφό του Μ-Πάντε να επαναστατήσει εναντίον του. Στις ακόλουθες συγκρούσεις μεταξύ των δύο αδελφών, ένα σώμα 400 Μπόερς, υπό τον Πραιτώριους, την Νέμεση του Ντιγκάνε, πολέμησε στο πλευρό του Μ-Πάντε. Ωστόσο, στην κρίσιμη τελική μάχη μεταξύ των δύο αδελφών οι Μπόερς δεν συμμετείχαν. Ο Μ-Πάντε, πάντως, νίκησε και ανακηρύχθηκε βασιλιάς, ενώ ο Ντινγκάνε δολοφονήθηκε από αγανακτισμένους εξεγερμένους φυλάρχους. Το 1842, οι … πονηροί κοσμοκράτορες Βρετανοί κυρίευσαν το Νατάλ και νίκησαν τον Πραιτώριους και τους Μπόερς, καθιστώντας την περιοχή αποικία τους.
Οσον αφορά στη μάχη, αυτή κρίθηκε λόγω της έξυπνης τακτικής του Πραιτώριους, και εξαιτίας της αδυναμίας του Ντλέλα να αναγνωρίσει επαρκώς το έδαφος και να συντονίσει τις κινήσεις των δυνάμεών του. Ο Ντλέλα, έχοντας επικρατήσει μέχρι τότε εναντίον των Μπόερς, τους υποτίμησε αλαζονικά κι εμπιστεύθηκε πέραν του δέοντος τον εαυτό του και τις δυνάμεις του. Αν αντί να επιτεθεί στους οχυρωμένους Μπόερς σε μια τοποθεσία όπου δύσκολα μπορούσε να τους νικήσει, θα ήταν πιο σκόπιμο να τους πολιορκήσει ή να επιχειρήσει να τους παγιδεύσει, ελισσόμενος. Αντιθέτως εμπιστεύθηκε τον τεράστιο όγκο των δυνάμεών του, θεωρώντας πως ήταν αδύνατο να ηττηθεί από λιγότερους από 1.000 άνδρες, τη στιγμή που ο ίδιος διέθετε τουλάχιστον 12.000 άνδρες.
Υπολόγιζε, όμως, χωρίς να λάβει υπόψη την τοποθεσία που επέλεξε αριστοτεχνικά ο Πραιτώριους για την αμυντική του μάχη, αλλά και την ισχύ των πυροβόλων όπλων που διέθεταν οι Μπόερς. Επίσης, οι Ζουλού φάνηκαν διστακτικοί στην υιοθέτηση των πυροβόλων όπλων, επιμένοντας στην επιτυχημένη (έναντι των άλλων Αφρικανών) τακτική τους που καθιέρωσε ο μεγάλος βασιλιάς Σάκα. Όμως τα ευρωπαϊκά πυροβόλα όπλα, ουδεμία σχέση είχαν με τα ακόντια και τους πελέκεις των λοιπών αφρικανικών φυλών που εύκολα υπέταξαν.
Η ήττα στον «Ματωμένο Ποταμό» εσήμανε την αρχή του τέλους για το αιμοσταγές βασίλειο των Ζουλού. Προς τιμή τους, οι γενναίοι βάρβαροι πολεμιστές της σαβάνα κατάφεραν να αποφύγουν το τέλος επί σχεδόν 50 ακόμη χρόνια.