Μέρος 2
Προφανώς η περήφανη αυτή νίκη υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική για τους Μπόερς, κυρίως γιατί έπληξε το ηθικό των Ζουλού. Ο στρατός των Ζουλού ουδέποτε, έως τότε, χρειάστηκε να δώσει μια πολυήμερη μάχη, από την οποία εξήλθε τελικά ηττημένος. Η ήττα προβλημάτισε τον βασιλιά Ντινγκάνε και συγκάλεσε στρατιωτικό συμβούλιο ώστε όλοι μαζί με τους ανώτερους διοικητές του να αναζητήσουν έναν τρόπο για να αντιμετωπίσουν τη νέα απειλή. Αλλά και οι Μπόερς, παρά τη νίκη τους, αναλογικά υπέστησαν τεράστιες απώλειες σε άνδρες από τις προηγούμενες συγκρούσεις με τους Ζουλού, οπότε δύσκολα θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μια νέα, μαζική, εναντίον τους επίθεση.
Κατά συνέπεια αποφάσισαν να ζητήσουν τη βοήθεια ενός άνδρα που είχε ήδη διακριθεί στον πόλεμο κατά του τρομακτικού Ματαμπελε βασιλιά Μζιλικάζι, τη βοήθεια του Αντριες Πραιτώριους. Ο Πραιτώριους, ο οποίος ήταν 39 ετών το 1838, είχε γεννηθεί στην πόλη Χράαφ Ράϊνετ (Graaff-Reinet), στην Αποικία του Ακρωτηρίου, στη νότιο Αφρική. Ηταν απόγονος Ολλανδών αποίκων και εγνώριζε μόνο γραφή και ανάγνωση, καθώς ήταν αγρότης όλη του τη ζωή. Ηταν ένας ψηλός και πολύ δυνατός άνδρας, με «μια κοιλιά σαν τύμπανο», όπως αναφέρει ειρωνικά ο Γάλλος περιηγητής, κυνηγός και φυσιοδίφης Λουί Αντούλφ Ντελεγκόργκ (Louis Adulphe Delegorgue, 1814-1850) που τον γνώρισε. Ο ίδιος αναφέρει απαξιωτικά πως ο Πραιτώριους είχε πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, πιστεύοντας πως ήταν ο «Ναπολέων της νότιος Αφρικής ».
Ο Πραιτώριους είχε συμμετάσχει με επιτυχία στην Εκτη φάση (1834–1836) του «Πολέμου των Συνόρων» ή «Καφρικού Πολέμου», όπως ονόμαζαν οι Μπόερς τις συγκρούσεις τους με τους γηγενείς της φυλής Κόσα (1779-1836), υπήρξε ο πιο μακροχρόνιος αγώνας των αφρικανικών λαών ενάντια στους Ευρωπαίους. Όταν ο πληθυσμός των Κόσα, που κατοικούσαν στο ανατολικό τμήμα της Νότιας Αφρικής, αυξήθηκε τόσο, ώστε να αναγκαστούν να προχωρήσουν προς τον Νότο, την ίδια εποχή οι Ευρωπαίοι άποικοι του Ακρωτηρίου της Νότιας Αφρικής εκινούντο προς Βορρά σε αναζήτηση αρόσιμης γης.
Η συνάντησή τους οδήγησε σε σύγκρουση και επί έναν αιώνα περίπου βρίσκονταν σε συνεχή πόλεμο μεταξύ τους, ο οποίος έληξε με την προσάρτηση των εδαφών των Κόσα στην αποικία του Ακρωτηρίου και στην ενσωμάτωση των κατοίκων τους. (Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι στη φυλή Κόσα ανήκε και ο διαβόητος Νέλσον Μαντέλα, ο πρώτος μαύρος πρόεδρος της Δημοκρατίας της Νότιας Αφρικής). Λίγο πριν κληθεί να βοηθήσει τους Μπόερς στο Νατάλ, ήταν έτοιμος να επιστρέψει στην Ολλανδία, αφήνοντας για πάντα τη νότιο Αφρική. Αν είχε προλάβει να φύγει, πιθανότατα η ιστορία της χώρας θα ήταν σήμερα εντελώς διαφορετική.
Ο Πραιτώριους, με 60 άνδρες του και τις οικογένειές τους, κινήθηκε προς το Νατάλ. Μαζί του πήρε και ένα μικρό ναυτικό πυροβόλο, τοποθετημένο σε έναν κατασκευασμένο από τους άνδρες του κιλλίβαντα (κινητό φορείο στο οποίο τοποθετηθείται το όπλο βολής), ένα «καρονάτο» – «carronade», (ένα βραχύ, λειόκανο, χυτοσιδηρό πυροβόλον που εχρησιμοποιήθη από το Αγγλικό Βασιλικό Ναυτικό, κατεσκευάσθη για πρώτην φοράν από την «Carron Company» – ένα σιδηρουργείον στο Falkirk της Σκωτίας – και εχρησιμοποιήθη από τα μέσα του 18ου αιώνος έως τα μέσα του 19ου αιώνος). Η άφιξή του στο Νατάλ αναπτέρωσε το ηθικό των Μπόερς, λόγω και της προηγούμενης φήμης του, και έτσι πολλοί έσπευσαν να τεθούν υπό τις διαταγές του, ανακηρύσσοντάς τον παράλληλα «Αρχιστράτηγο».
Ο Πραιτώριους ήταν έμπειρος στις συγκρούσεις με τους Αφρικανούς, ενώ μέχρι τότε είχε νικήσει σχεδόν πάντοτε, αιφνιδιάζοντας τους αντιπάλους του χάρη στην λεπτομερή του σχεδίαση, καθώς και στην ταχύτητα και στην ευελιξία που του προσέδιδε η χρήση αλόγων. Ωστόσον, έναντι των Ζουλού τα πράγματα ήταν ολότελα διαφορετικά. Κατ’ αρχάς, οι Μπόερς βρίσκονταν ήδη σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Ζουλού και δεν υπήρχε καμία περίπτωση επίτευξης στρατηγικού αιφνιδιασμού.
Επιπλέον, οι Ζουλού είχαν υψηλό ηθικό και ήσαν κατ’ εξοχήν πολεμιστές της μείζονος περιοχής που κατόρθωσαν να κυριαρχούν, αντίθετα με τις άλλες αφρικανικές φυλές, οι άνδρες των οποίων ήταν πρωτίστως κτηνοτρόφοι και πολεμούσαν μόνο όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Οι Ζουλού θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «κορυφαίοι στρατοκράτες της Αφρικής», λόγω του αυστηρού και λεπτομερούς οργανωτικού συστήματος τους, το οποίο επέτρεπε τη συγκρότηση ενός εν πολλοίς μονίμου παρατακτού «επαγγελματικού» στρατού, με άνδρες που παρέμεναν στις τάξεις του επί πολλά χρόνια, ελεγχόμενοι και εξαρτώμενοι από την βασιλική κεντρική εξουσία και την πολεμική εθνική τους αριστοκρατία.
Κατά συνέπεια, ο οξυδερκής Πραιτώριους αντιλήφθηκε πως με τις παλαιές τακτικές των εφίππων καταδρομών σε βάθος στην αντίπαλη χώρα οι Ζουλού δεν επρόκειτο να ηττηθούν.
Αυτό που απαιτείτο ήταν να συντριβούν σε κατά παράταξη μάχη. Επιπλέον, η συντριπτική αριθμητική υπεροχή τους προσδιόριζε και το είδος της μάχης που απαιτείτο να διεξαχθεί από τους Μπόερς : Μόνο σε αμυντική μάχη οι Μπόερς είχαν ελπίδα νίκης, όπως έδειξε και η μάχη στον ποταμό Μπούσμαν΄ς. Ακόμη καλύτερα, μάλιστα, για τους Μπόερς θα ήταν να προκληθεί ο αντίπαλος να πολεμήσει σε ευνοϊκό γι’ αυτούς έδαφος, όπου θα τον ανέμεναν οχυρωμένοι στο αποτελούμενο από άμαξες κινητό «οχυρό» τους, με τα μουσκέτα και τα πυροβόλα τους στραμμένα εναντίον του. Αποτελούσε μια τακτική αποθέωση της ενεργητικής άμυνας, βάσει της οποίας οι αμυνόμενοι θα βάδιζαν οι ίδιοι κατά του αντιπάλου, θα τον αναζητούσαν και κατόπιν θα επέλεγαν το έδαφος όπου θα έδιναν την κύρια, αμυντική τους, μάχη εντός του εχθρικού εδάφους!
Εχοντας αυτά υπόψη του, ο Πραιτώριους έφθασε στο Νατάλ μαζί με τους άνδρες του και 64 άμαξες στα τέλη Νοεμβρίου του 1838. Εκεί ενώθηκε με τους Μπόερς που τον είχαν προσκαλέσει και, αφού ενημερώθηκε ενδελεχώς για την τακτική κατάσταση, τους εξήγησε το σχέδιό του. Ολοι συμφώνησαν μαζί του και τάχθηκαν στο πλευρό του. Αυτό ήταν ένας ακόμη άθλος του Πραιτώριους, καθώς οι Μπόερς δεν αποτελούσαν τακτικό στρατό και έπρεπε να πειστούν και όχι να διαταχθούν για να ενεργήσουν όπως όριζε ο «Στρατηγός» τους.
Ο Πραιτώριους αποφάσισε να εισορμήσει στη χώρα των Ζουλού με μια δύναμη 472 Μπόερς. Μαζί τους θα έπαιρναν 200 μαύρους και μιγάδες υπηρέτες καθώς και ιπποκόμους, ενώ άλλοι 130 θα οδηγούσαν τις 64 κατάφορτες με τρόφιμα, εφόδια και πυρομαχικά, άμαξες που θα είχαν μαζί τους. Επίσης θα είχαν μαζί τους και δύο πυροβόλα, το καρρονάτο του Πραιτώριους και ένα που είχαν οι Μπόερς του Νατάλ, το οποίο είχαν χρησιμοποιήσει με εξαιρετικά αποτελέσματα στην προηγουμένη μάχη. Κάθε άμαξα θα έσυραν 10 βόδια, αντί των 16 που εχρησιμοποιούντο συνήθως. Επίσης, οι Μπόερς είχαν από δύο άλογα για τον κάθε μαχητή τους. Με το αυτοσχέδιο αυτό ιππικό του, ο Πραιτώριους υπολόγιζε να εκτελέσει αναγνωρίσεις, να παρενοχλήσει τον εχθρό, αλλά και τελικά να τον καταδιώξει μετά την αμυντική επιτυχία στην οποία υπολόγιζε.
Η τακτική αυτή που σκόπευε να εφαρμόσει ο Πραιτώριους δεν ήταν, στην πραγματικότητα, νέα. Χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τους Ουσίτες της Βοημίας, στον 15ον αιώνα, κατά τους Ουσιτικούς ή Βοημικούς Πολεμους, με εκπληκτικά εξοντωτικά αποτελέσματα κατά των Γερμανών -και όχι μόνον- ιπποτών και στρατιωτών. Οι Ουσίτες εκινούντο με τις άμαξές τους και, όταν δέχονταν επίθεση, σχημάτιζαν κύκλο – «τείχος αμαξών» (Wagenburg, Vozová hradba ή Laager) και αντιμετώπιζαν με εκηβόλα -κυρίως- όπλα (βαλλίστρες και πρώιμα τυφέκια) τον ανίκανο να τους πλήξει με τα αγχέμαχα όπλα του αντίπαλο. Ακόμη παλαιότερα, παρόμοιες τακτικές χρησιμοποιούντο από τους λαούς της στέπας, από τον 6ον αιώνα μ.Χ. τουλάχιστον. Συύντομα ο δαιμόνιος Πραιτώριους θα λειτουργούσε σαν τον τρομερό Ουσίτη πολέμαρχο – επίσκοπο του Τοκνόβ τον Γιάν Ζίσκα μεγάλο χρήστη του «τείχους αμαξών»
Οταν όλα ήταν έτοιμα, η φάλαγγα του Πραιτώριους ξεκίνησε κατά την πρώτη εβδομάδα του Δεκεμβρίου. Κινήθηκαν βόρεια στην πεδινή, γεμάτη γρασίδι, περιοχή του Νατάλ. Κατά την πορεία τους συναντήθηκαν με τον γενναίο και λίαν παράτολμο Βρετανό Αλεξάντερ Μπίγκαρ, ο οποίος μαζί με άλλους τρεις Βρετανούς και 120 ακολούθους τους, είχε πληροφορηθεί για την εκστρατεία του Πραιτώριους και την ήττα του από τους Ζουλού στον ποταμό Τουγκέλα.
Στη μάχη εκείνη είχε σκοτωθεί ο γιος του και έτσι τώρα ο Μπίγκαρ διψούσε για εκδίκηση. Ολοι οι άνδρες που είχε μαζί του ήταν έμπειροι κυνηγοί και, κατά συνέπεια, άριστοι σκοπευτές. Ο Πραιτώριους δέχθηκε ευχαρίστως την απρόσμενη αυτήν ενίσχυση, καθώς η δύναμή του τώρα έφθασε τους 926 άνδρες.
Καθώς οι Μπόερς και οι σύμμαχοί τους εκινούντο στην απεραντοσύνη της αφρικανικής σαβάνας, το ηθικό των ανδρών άρχισε να κλονίζεται. Βρίσκονταν τελείως μόνοι στην καρδιά της εχθρικής περιοχής, γνωρίζοντας πως οι αντίπαλοί τους μπορούσαν να συγκεντρώσουν εναντίον τους πολλές χιλιάδες άνδρες. Αλλωστε δεν ήταν στρατιώτες. Δεν ήταν εκπαιδευμένοι πολεμιστές, δεν ήταν συνηθισμένοι στην πειθαρχία, ούτε πολεμούσαν για κάποιο ηθικό κίνητρο πέραν της αρπαγής της γης των Ζουλού προς ίδιο όφελος. Αυτό που τους ένωνε ήταν, κυρίως, η κοινή τους πίστη, καθώς ήταν καλβινιστές. Αυτό το γεγονός εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο ο Πραιτώριους για να διατηρήσει τη συνοχή του «στρατού» του. Ετσι, κάθε πρωί, η ημέρα άρχιζε με ακολουθία, ενώ και το βράδυ έκλεινε με ακολουθία. Ακόμη και κατά την πορεία έψαλλαν ύμνους, για να διατηρούν το ηθικό τους υψηλό.
Στις 9 Δεκεμβρίου, η φάλαγγα έφθασε σε ένα χωριό που οι Μπόερς ονόμασαν Ντανσκράαλ («χωριό του χορού»), γιατί οι εκεί αποστάτες Ζουλού φύλαρχοι, εχθροί του αιμοδιψούς Ντιγκάνε, τους υποδέχθηκαν με χορούς και τραγούδια, ελπίζοντας σε μια ήττα των εχθρών τους. Οι Μπόερς αναπαυθήκαν εκεί, ενώ κατά τη διάρκεια της θρησκευτικής ακολουθίας που τέλεσαν ζήτησαν από τον Θεό να τους βοηθήσει στην επικείμενη σύγκρουση, ορκιζόμενοι να αφιερώσουν τη νίκη τους σε Αυτόν. Από τότε, σε κάθε ακολουθία που τελούσαν επαναλάμβαναν τον όρκο τους. Ασχετα από το πώς κρίνεται και επικρίνεται σήμερα όλη αυτή η διαδικασία, ο Πραιτώριους πίστευε πως ήταν απολύτως απαραίτητη για τη διατήρηση του ηθικού των ανδρών του.
Στις 15 Δεκεμβρίου, η φάλαγγα των Μπόερς έφθασε στη δυτική όχθη του ποταμού Νκόμε, το όνομα του οποίου στη γλώσσα των Ζουλού σημαίνει «ο ωραίος» ή «ο ευχάριστος». Σύντομα όμως έμελλε να αλλάξει όνομα για πάντα, βαμένος στο αίμα. Ο μεθοδικός Πραιτώριους έστειλε ανιχνευτές μπροστά από τη φάλαγγα για να αναγνωρίσουν την περιοχή. Σύντομα επέστρεψαν έντρομοι, έχοντας εντοπίσει μια τεράστια δύναμη Ζουλού, λίγα χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του ποταμού. Ο Πραιτώριους κινήθηκε προς την κατεύθυνση που του ανέφεραν οι ανιχνευτές, για να εξακριβώσει ο ίδιος την κατάσταση. Οταν επέστρεψε έχοντας δει τους χιλιάδες επερχόμενους Ζουλού, κάλεσε τους άνδρες του σε συνέλευση. Πολλοί από αυτούς πρότειναν την εκτόξευση άμεσης επίθεσης κατά των αντιπάλων.
Ηταν απόγευμα και πολύ σύντομα θα βράδιαζε. Γι’ αυτό οι εμπειρότεροι Μπόερς πρότειναν να εκμεταλλευθούν το σούρουπο. Ωστόσο, ο Πραιτώριους προτίμησε να δράσει προσεκτικά. Δεν ήθελε να επαναλάβει τα σφάλματα που διέπραξαν στις προηγούμενες συγκρούσεις οι Μπόερς, και τα οποία τους οδήγησαν σε αιματηρή καταστροφή. Αντί της επίθεσης, πιστός στο αρχικό του σχέδιο, ο Πραιτώριους αποφάσισε να αναπτύξει τις δυνάμεις του αμυντικά, στη δυτική όχθη του ποταμού.
Ετοποθέτησε τις άμαξές του σε κύκλο, στη δυτική όχθη, σε ένα σημείο όπου ο ποταμός είχε μεγαλύτερο πλάτος και γι’ αυτό οι Μπόερς το ονόμαζαν «Λίμνη των ιπποποτάμων», καθώς τα πελώρια παχύδερμα συχνά αναπαύονταν βυθισμένα εκεί. Νότια της θέσεως όπου τάχθηκαν οι άμαξες των Μπόερς υπήρχε η κοίτη ενός ξερού ρέματος (ενός «ντόνγκα»), βάθους 2,4 μ.,- το οποίο λειτουργούσε ως τάφρος, προστατεύοντας από την κατεύθυνση αυτήν την αμυντική τους γραμμή, αποτελώντας σοβαρό κώλυμα.
Δυτικά και ανατολικά του ποταμού υπήρχε μια σειρά λόφων. Δυτικά, σε απόσταση 1.200 περίπου μέτρων, βρισκόταν ο «λόφος της μάχης», όπως ονομάστηκε αργότερα. Ανατολικά-νοτιοανατολικά εκτεινόταν μια λοφοσειρά όπου αναπτύχθηκαν οι Ζουλού, σε απόσταση περίπου τριών χιλιομέτρων από τον ποταμό. Στη νότιο Αφρική, ο Δεκέμβριος είναι ο μήνας των βροχών. Ετσι, ο ποταμός είχε πολύ νερό και μπορούσε να τον διασχίσει κάποιος μόνο από δύο σημεία: Ένα νότιο της «λίμνης των ιπποποτάμων» και ένα βόρειο.
Αναπτύσσοντας τις δυνάμεις του αμυντικά στο σημείο αυτό, ο Πραιτώριους σμίκρυνε το μέτωπό του, αξιοποιώντας τον ποταμό και το ξερό ρέμα, για να καλύψει το μισό από το μήκος του μετώπου του. Εταξε αριστοτεχνικά το ένα του πυροβόλο στη δυτική περίμετρο, για να καλύπτει την κύρια κατεύθυνση από όπου θα επιτίθετο ο εχθρός, και το δεύτερο στη νοτιοδυτική πλευρά της περιμέτρου, καλύπτοντας το νότιο πέρασμα του ποταμού.
Οι Μπόερς έταξαν τις άμαξές τους τοποθετώντας τον άξονα της μιας κάτω από την άλλη και δένοντάς τες μεταξύ τους με δερμάτινους ιμάντες, ώστε να μην μπορούν οι Ζουλού να τις τραβήξουν. Τρεις άμαξες, όμως, δεν δέθηκαν για να είναι δυνατό να μετακινηθούν από τους ίδιους τους Μπόερς, ώστε να πραγματοποιούν εξόδους. Τα κενά ανάμεσα και κάτω από τις άμαξες καλύφθηκαν με πλέγματα από ξύλινες σανίδες, τα οποία είχε εξ αρχής παραγγείλει ο Πραιτώριους και οι Μπόερς μετέφεραν μαζί τους. Τα άλογα και τα βόδια τοποθετήθηκαν στο μέσο του κύκλου των αμαξών φρουρούμενα από τους υπηρέτες. Τα βόδια, για να μην πανικοβληθούν και προκαλέσουν καταστροφή, δέθηκαν από τα κέρατα, με τα κεφάλια τους αντικριστά, και υποχρεώθηκαν να καθίσουν στο έδαφος.
Οι ανιχνευτές των Ζουλού είχαν, επίσης, εντοπίσει τους Μπόερς και παρακολουθούσαν τις κινήσεις τους ενημερώνοντας τον «στρατηγό» τους Ντλέλα, ο οποίος μαζί με τους αξιωματικούς του βρισκόταν σε λόφο ανατολικά της θέσεως των Μπόερς, σε απόσταση 2,5 χλμ. περίπου. Ο Ντλέλα δεν επιχείρησε να κινηθεί κατά των αντιπάλων του αμέσως, ούτε εντός της νύκτας, δίνοντας έτσι άφθονο χρόνο στους Μπόερςνα οργανωθούν.
Ολη τη νύκτα οι Μπόερς βρίσκονταν σε επιφυλακή και έψαλλαν ύμνους, τους οποίους οι Ζουλού θεώρησαν θρήνο. Επίσης έδεσαν στις άκρες μακρών ξύλων φαναράκια, τα οποία διατηρούσαν αναμμένα όλο το βράδυ, ώστε να μπορούν στοιχειωδώς να διακρίνουν τυχόν προσέγγιση των Ζουλού σε κοντινή απόσταση. Από την άλλη πλευρά, οι Ζουλού είχαν ενισχυθεί κατά πολύ. Ο βασιλιάς Ντινγκάνε είχε διαθέσει στον Ντλέλα το μεγαλύτερο τμήμα των στρατιωτικών δυνάμεων του βασιλείου, οι οποίες υπολογίζονται σε 12-16.000 άνδρες.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 16ης Δεκεμβρίου, ο στρατός των Ζουλού άρχισε να προετοιμάζεται για την επίθεση. Ο Ντλέλα συγκρότησε, παραδοσιακά, το σχηματισμό του βούβαλου, θέλοντας να εφαρμόσει την κλασική κυκλωτική τακτική των Ζουλού, να αγκιστρώσει δηλαδή τους Μπόερς με το κέντρο του και να τους πλήξει στα πλευρά με το δεξιό και αριστερό του κέρας. Το αριστερό του κέρας περιελάμβανε τις πλέον επίλεκτες δυνάμεις του, συγκροτημένο από τα πλέον έμπειρα αμαμπούτο.
Η δύναμη αυτή διέβη τον ποταμό νότια της «λίμνης των ιπποποτάμων» και κινήθηκε κατά μήκος της κοίτης του ξερού ρέματος, με σκοπό να υπερκεράσει το εμπόδιο και να βρεθεί μετωπικά, ενώπιον του οχυρού των αμαξών των Μπόερς. Ο Ντλέλα ήλπιζε να έχει αναπτύξει πλήρως σε διάταξη εφόδου τις δυνάμεις του πριν την ανατολή του ήλιου. Ωστόσο, μόνο το αριστερό του κέρας είχε κινηθεί βάσει των διαταγών του. Τα υπόλοιπά τμήματα καθυστέρησαν, ενώ το αριστερό κέρας, χωρίς να περιμένει, εξόρμησε πρώτο και μόνο του.
Αυτό το γεγονός αποτέλεσε ένα ανέλπιστο δώρο για τον Πραιτώριους, ο οποίος είχε διατάξει τους άνδρες του να βάλλουν με τη σειρά ανά δεκάδες, ώστε, όταν οι άνδρες της τελευταίας δεκάδας είχαν πυροβολήσει, αυτοί της πρώτης είχαν ξαναγεμίσει τα όπλα τους. Με τον τρόπον αυτόν ένα συνεχές φράγμα πυρός εκτοξευόταν ενώπιον των επιτιθέμενων Ζουλού.