Η σφοδρά αναμέτρηση Καρχηδόνος και Συρακουσών (με έπαθλον την μεγαλόνησον Σικελία)
Ο Α΄ Σικελικός Πόλεμος (480 π.Χ.)
Μέρος 1
Η μάχη της Ιμέρας διεξήχθη το 480 π.Χ. ανάμεσα στον συνασπισμόν των ελληνικών πόλεων της Σικελίας και των Καρχηδονίων. Οι Έλληνες της Σικελίας επέτυχαν μιαν σημαντική νίκην, η οποία εσήμανε τον τερματισμόν των επιθετικών ενεργειών των Καρχηδονίων στην ευρυτέραν περιοχήν της Ιταλίας, προσφέρουσα σταθερότητα στην περιοχή για ολόκληρον τον επόμενον αιώνα.
Η σπουδή της αρχαίας εθνικής μας ιστορίας μονοπωλείται εν πολλοίς από πασίγνωστα κλασικά θέματα, όπως οι Μηδικοί Πόλεμοι, ο Πελοποννησιακός πόλεμος, οι ένδοξες εκστρατείες των Μακεδόνων του Φιλίππου Β΄ και του υιού του Αλεξάνδρου Γ΄ του Μεγάλου, μαζί με τις σημαντικές και καθοριστικές επιπτώσεις τους στον ιστορικόν ρουν. Μολαταύτα, στις παρυφές της συγχρόνου ιστοριογραφίας τοποθετείται συνήθως η σφοδροτάτη αναμέτρηση μεταξύ Συρακουσών και Καρχηδόνος για το πρωτείον ή και την κυριαρχία στην μεσογειακήν μεγαλόνησον Σικελία.
Η εν λόγω μακροχρόνιος αντίθεση προεκάλεσεν την έκρηξη συνολικώς οκτώ πολέμων μεταξύ των πόλεων-κρατών της Καρχηδόνος και των Συρακουσών, των δύο ισχυρότερων τότε δυνάμεων της Δυτικής Μεσογείου,. Οι διαδοχικοί αυτοί πόλεμοι είναι σήμερον γνωστοί ως «Σικελικοί Πόλεμοι», ή Ελληνο-Καρχηδονιακοί Πόλεμοι (580-265 π.Χ.), αλλά έληξαν χωρίς σαφή νικηφόρον και αναμφίβολον θριαμβευτήν. Ωστόσον, εν τέλει μαλλον η Καρχηδών εδικαιούτο περισσότερον των Συρακουσών να διεκδικήσει, έστω «στα σημεία», τον τίτλον και τις δάφνες του νικητή.
Η οικονομική επιτυχία της Καρχηδόνος και η εξάρτησή της από το θαλάσσιον εμπόριον, την ωδήγησεν στην δημιουργίαν ενός ισχυρού ναυτικού, για να αποθαρρύνει τόσον τους πειρατές, όσο και τα αντίπαλά της έθνη. Οι Καρχηδόνιοι είχαν κληρονομήσει την ναυτικήν τους τέχνη και εμπειρίαν από τους προγόνους τους Φοίνικες, αλλά την είχαν αυξήσει κατά πολύ, επειδή, σε αντίθεση με τους Φοίνικες, οι Καρχηδόνιοι δεν ήθελαν την βοήθειαν οιουδήποτε ξένου έθνους. Αυτή η επιλογή τους, σε συνδυασμόν με την επιτυχίαν και την αυξανόμενη ηγεμονίαν της, έφερε την Καρχηδόνα σε κλιμακουμένη σύγκρουση με τους Έλληνες, την άλλην Μεγάλη Δύναμη της εποχής που επίσης διεξεδίκει τον έλεγχον της κεντρικής Μεσογείου.
Οι Έλληνες, όπως και οι Φοίνικες, ήσαν εξαίρετοι ναυτικοί, είχαν δε ιδρύσει ακμάζουσες αποικίες στην δυτικήν Μεσόγειον, ταξιδεύοντες διαρκώς και παντού «κατ΄εμπορίην και θεωρίην». Οι δύο αντίπαλοι επολέμησαν στην νήσον της Σικελίας, η οποία ευρίσκετο εγγύς της Καρχηδόνος. Από τα πρώτα έτη της αναπτύξεώς τους, τόσον οι Έλληνες όσον και οι Φοίνικες είχαν έλθει στην μεγαλόνησον, δημιουργούντες μεγάλον αριθμόν αποικιών και εμπορικών σταθμών κατά μήκος των ακτών της. Επί αιώνες μεταξύ αυτών των οικισμών είχαν διεξαχθεί αρκετές μικρές μάχες.
Ατυχώς δεν υφίστανται καρχηδονιακά αρχεία για τους Σικελικούς Πολέμους, επειδή, όταν η πόλη το 146 π.Χ. κατεστράφη από τους θριαμβευτές και τιμωρούς Ρωμαίους, τα βιβλία από την βιβλιοθήκην της Καρχηδόνος διενεμήθησαν στις εγγύς της ευρισκόμενες αφρικανικές φυλές. Ως εύλογον αποτέλεσμα, όσα γνωρίζουμε για τους Σικελικούς Πολέμους, προέρχονται από Έλληνες ιστορικούς.
Η αποκατάσταση, συρραφή και παρουσίαση των αλλεπαλλήλων ενόπλων συρράξεων και εχθροπραξιών μεταξύ Καρχηδόνος και Συρακουσών εδράζεται στην πολύτομον «Ιστορικήν Βιβλιοθήκην» που συνέγραψεν ο ιστοριογράφος του 1ου αιώνος π.Χ. Διόδωρος Απολλωνίου Σικελιώτης (90-30 π.Χ.), συγκεντρώνων χωρία και φράσεις από διάφορα κείμενα άλλων λογίων, συνθέτων και παραθέτων αυτά σε κείμενόν του.
Έως των ημερών μας συνεχίζεται η αναδρομή στα κείμενα του Διοδώρου του Σικελιώτη από νεοτέρους και συγχρόνους ιστορικούς και μελετητές, ως κυρία πηγή, ώστε να ανασυνθέσουν, να περιγράψουν, να τεκμηριώσουν και να αξιολογήσουν με σχετικήν ακρίβειαν τις ιστορικές εξελίξεις και τα γεγονότα της παρατεταμένης, σφοδράς ελληνοκαρχηδονιακής αντιπαραθέσως με ζητούμενον τον έλεγχον και την κυριαρχίαν στην Σικελία.
Ο Διόδωρος είχεν στηριχθεί στις ιστορίες των «πατέρων» της ιστορίας, του Ηροδότου και του Θουκυδίδη (5ος αιών π.Χ.), αλλά και σε σωζόμενα σπαράγματα κειμένων άλλων ιστορικών [Τίμαιος Ανδρομάχου Ταυρομενίτης (350-260 π.Χ.), Θεόπομπος Δαμασιστράτου Χίος (378-323/300 π.Χ.), ο σύγχρονος του Θουκυδίδη Αντίοχος Ξενοφάνους Συρακούσιος, ο επίσης Συρακούσιος Φίλιστος, (430-356 π.Χ.) και ο Έφορος (από την Κύμην της Αιολίδος, 400-330 π.Χ.), τον οποίον αντέγραψεν κατά κόρον ο Διόδωρος)].
Τέλος, ειδικώς για την εφαρμογήν στρατηγημάτων κατά την διεξαγωγήν των Σικελικών Πολέμων αντλούμε διάσπαρτες πληροφορίες από τα «Strategemata/Στρατηγήματα» που κατέγραψαν μεταγενέστερον ο Ρωμαίος Σέξτος Λούλιος Φροντίνος(Sextus IuliusFrontinus, 40-103 μ.Χ.) και ο Έλλην Πολύαινοςο Μακεδών (2ος αι. μ.Χ., 161-180 μ.Χ., επί Αυτοκράτορος Μάρκου Αυρηλίου).
Οφείλουμε όμως προσφέροντες ένα επισκοπικόν βλέμμα των πολεμικών επιχειρήσεων και του μείζονος αντικτύπου των Σικελικών Πολέμων να στρέψουμε συστηματικώς τα φώτα της ιστορικής ερεύνης επί των συναφών σπουδαίων γεγονότων με τα συναρπαστικά συνακόλουθα, τα οποία ακόμη ευρίσκονται στην αχλύν της Ιστορίας. Άλλωστε, κάκιστα, συχνάκις παραβλέπεται, υποεκτιμάται ή περιφρονείται το γεγονός ό,τι κατά την αρχαιότητα το ελληνικόν έθνος υπήρξεν συνολικώς ακμαιότατον από δημογραφικής, πολιτικής, στρατιωτικής, πολιτιστικής, τεχνολογικής, κοινωνικής και οικονομικής απόψεως, συνιστών παγκοσμίως έναν από τους μεγαλυτέρους σε πληθυσμόν και ισχυροτέρους σε επιρροήν λαούς. Μάλιστα, ο Ελληνισμός εξηπλώθη σταδιακώς και επεξετάθη εδαφικώς προς όλες τις κατευθύνσεις της «καθ’ ημάς» Οικουμένης (Μεσόγειο, Εύξεινο Πόντο, Εγγύς και Μέσην Ανατολή). Ασφαλώς, ο Ελληνισμός της Δύσεως απετέλεσεν σπουδαίον, ανθηρόν και εν τέλει καρποφόρον κρίκον εκείνης της εξαπλώσεως και επεκτάσεως.
Παρ’ όλα αυτά, οι οκτώ «Σικελικοί Πόλεμοι» (480-276 π.Χ.) παραμένουν μάλλον άσημοι, ειδικώς εν συγκρίσει με τους διασήμους «Καρχηδονιακούς Πολέμους» της Ρώμης εναντίον της Καρχηδόνος. [Εκείνοι εξεκίνησαν λίγο αργότερα (264-146 π.Χ.), εξέσπασαν συνολικώς τρεις φορές σε διάστημα 120 ετών, και ωλοκληρώθηκαν με την καταστροφήν της Καρχηδόνος από τους Ρωμαίους υπό τον Σκιπίωνα τον Αφρικανόν, μετά την μάχην της Ζάμας στον τρίτον γύρον του μεταξύ τους πολέμου. Κατά συνέπειαν οι «Σικελικοί Πόλεμοι», σε αντίθεση με τους πασιγνώστους «Καρχηδονιακούς Πολέμους», (οι οποίοι είναι εκτενώς και επαρκώς αναλελυμένοι), εξακολουθούν να παραμένουν σε σχετικήν αφάνειαν, ερχόμενοι πάντα σε δευτέραν αφηγηματικήν μοίρα, μολονότι από στρατιωτικής (τακτικής και στρατηγικής), αλλά και πολιτικής απόψεως είναι εξαιρετικώς ενδιαφέροντες.
Επιπλέον, οι «εμπόλεμοι βίοι» Καρχηδόνος και Συρακουσών προοιωνίσθησαν σε τελικήν ανάλυση την μοιραίαν σύγκρουση μεταξύ Ρώμης και Καρχηδόνος για την κυριαρχίαν στον έτι «παρθένον» χώρον της Δυτικής Μεσογείου, ο οποίος έως τότε δεν είχεν γνωρίσει την ανάδειξη και κατίσχυση αυτοκρατορικών δυνάμεων, όπως είχεν αντιθέτως συμβεί στην λεκάνην της Ανατολικής Μεσογείου. Επομένως, επηρέασαν σημαντικά την εξέλιξη της αρχαίας ιστορίας και γι’ αυτό αξίζει να τους μελετήσουμε με την επικουρίαν της σχετικής βιβλιογραφίας, των πηγών και των βοηθημάτων.
Κατ΄αρχήν πρέπει να γίνει πλήρως αντιληπτόν ότι, καθ’ όλην την διάρκεια του 6ου αιώνος π.Χ. Έλληνες και Φοίνικες, (αποικία των οποίων ήταν η Καρχηδόνα / Qart-ḥadašt / «Νέα Πόλη»), επεδίδοντο σε έναν ανηλεή αγώνα κυριαρχίας της δυτικής Μεσογείου, από τις ακτές της Ισπανίας μέχρι τις ακτές της Ιταλίας και από την Αφρικήν έως τη Γαλατία. Οι Φοίνικες στην προσπάθειά τους να επιβληθούν ως ναυτική δύναμη συνήψαν συμμαχία με τους πειρατές από την περιοχήν της Ετρουρίας (Ετρούσκους ή Τυρρηνούς) και οργάνωσαν ένα σύστημα Πόλεων- Κρατών στις ακτές της Σικελίας, με σκοπόν να αποτελέσουν αποτελεσματικήν ανασχετικήν δύναμη στον ολοέν και εντονότερον αυξανόμενον επεκτατισμόν των Ελλήνων.
Αρχικώς, περί το 580 π.Χ. μία ομάς Ελλήνων αποικιστών υπό τον Πένταθλον προσεπάθησεν να αποικήσει μίαν περιοχή στα δυτικά της Σικελίας, πολύ εγγύτερον στις φοινικικές αποικίες. Οι Φοίνικες επετέθησαν στην ελληνικήν αποστολή και ο Πένταθλος εφονεύθη κατά την διάρκειαν της μάχης. Οι άνδρες που εσώθησαν ηναγκάσθησαν να αποσυρθούν προς την βορείαν ακτήν της νήσου, όπου και ίδρυσαν την πόλη Λιπάρα. Η δημιουργία της Λιπάρας, σε συνδυασμόν και με τον αποικισμόν του Ακράγαντος προεκάλεσαν την επέμβαση της Καρχηδόνος, η οποία το 560-550 π.Χ. εκστρατεύει κατά της ελληνικής Σικελίας με επικεφαλής τον στρατηγόν Μάλχο. Δυστυχώς, δε σώζονται πολλά στοιχεία για την εκστρατείαν αυτήν, γνωρίζουμε ωστόσον ότι ήταν επιτυχής και οι Καρχηδόνιοι κατάφεραν να θέσουν υπό τον έλεγχόν τους την περιοχήν της βορειοδυτικής Σικελίας. Στην συνέχειαν, τα στρατεύματα του Μάλχου κατέλαβαν και την Σαρδηνίαν, μίαν νήσον πλουσίαν σε σιτηρά και σε μέταλλα.
Ανάλογες συγκρούσεις επραγματοποιούντο σε ολόκληρον την λεκάνην της Δυτικής Μεσογείου. Οι Φωκείς της Μασσαλίας ωργάνωσαν ένα σύστημα αποικιών θέτοντες υπό τον έλεγχόν τους τις ακτές της Ισπανίας. Επίσης, ίδρυσαν στην Κορσικήν μία νέα πόλη, την Αλαλία. Οι Καρχηδόνιοι, που είχαν και αυτοί ισχυράν παρουσία στην νήσο αντέδρασαν αμέσως. Έπειτα από συνεννόηση με τους Ετρούσκους/Τυρρηνούς πειρατές επετέθησαν εναντίον της νέας αποικίας και κατεβύθισαν τον φωκικόν στόλον.
[Η Ετρουρία ή Τυρρηνίαήταν αρχαία χώρα της Ιταλικής χερσονήσου, η οποία από μεν τον λαό που την εκατώκει ωνομάζετο «Ρασίννες» ή «Ροζέννες», από τους Ρωμαίους «Ετρουρία» ή «Τουσκία» και από τους Έλληνες και μερικούς Λατίνους συγγραφείς Τυρρηνία». Οι κάτοικοί της, αυτονομαζόμενοι στην μη Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα τους «Ρας», ήσαν οι Ετρούσκοι των Ρωμαίων ή Τυρρηνοί των προγόνων μας και είχαν μεσανατολικήν – μικρασιανήν προέλευση, συγγενική των Προελλήνων της νήσου Λήμνου].
Όσοι Φωκείς κατάφεραν να επιβιώσουν της μάχης ημπόρεσαν να περισώσουν τις οικογένειές τους και τα αγαθά τους. Η Αλαλία κατεστράφη ολοσχερώς, με συνακόλουθον αποτέλεσμα η Κορσική να περιέλθει στους Ετρούσκους, ενώ με ανάλογες επιδρομές οι Καρχηδόνιοι κατάφεραν να εξασφαλίσουν την κυριαρχίαν τους στην Σαρδηνία, ανακόπτοντες έτσι την δημιουργίαν μιας «αλύσου» ελληνικών πόλεων από την Μασσαλίαν έως την Σικελίαν.
Οι Φοίνικες ήδη από τον 9ον αιώνα π.Χ. έκαναν πολλές επισκέψεις στην Κορσική και εχρησιμοποίησαν τους οικισμούς της ως εμπορικούς σταθμούς για τα ταξίδια τους στην Αφρική και στις Ατλαντικές ακτές. Οι γνωστότεροι εμπορικοί σταθμοί των Φοινίκων στην Σαρδηνία ήσαν οι πόλεις Κάλιαρι, Νώρα και Θάρρος. Ο Λατίνος ποιητής του 4ου αιώνος Κλαύδιος Κλαυδιανός γράφει ότι η Κάλιαρι που ωνομάζετο στην αρχαιότητα «Κάραλις» πολύ πιθανόν ιδρύθη από τους Φοίνικες κατοίκους της Τύρου την ιδίαν εποχήν που ιδρύθη και η Καρχηδών τον 9ον – 8ον αιώνα π.Χ
«Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι οι συγκρούσεις με τους Έλληνες δεν ήσαν εμπορικοί πόλεμοι. Στην πραγματικότητα, ακόμη και οι αγώνες με τους Φωκείς, αν και η καρχηδονιακή νίκη του Καρχηδονικού ετελείωσεν με την αποκατάσταση του μονοπωλίου στον ισπανικό άργυρον και κασσίτερον, ήταν μετά βίας εμπορικός πόλεμος, με την έννοιαν υπό την οποίαν χρησιμοποιείται αυτός ο όρος περί των πολέμων στην Ευρώπη του εβδόμου αιώνος. Κανέν ελληνικόν κράτος αυτής της περιόδου – ή πριν από την ελληνιστικν εποχήν – δεν ανησυχεί για την προώθηση των συμφερόντων των παραγωγών και των εμπόρων του, τουλάχιστον έως βαθμού ώστε να προβαίνει σε πόλεμον. Επομένως, είναι λανθασμένο να ομιλούμε για τον Καρχηδονικόν και τον Ελληνικόν εμπορικόν ανταγωνισμόν στην Δυτικήν Μεσόγειον ως κορυφαίον κίνητρον για τους πολέμους και αυτό ισχύει και για εκείνους τους πολέμους του τετάρτου αιώνα, όπως θα καταδειχθεί. Η επιμονή των Καρχηδονίων για την διατήρηση του ελέγχου του δρόμου προς την Ισπανίαν ημπορεί να συγκριθεί με το ενδιαφέρον των Αθηναίων κατά τον πέμπτον και τέταρτον αιώνα για τον δρόμον προς την Μαύρη Θάλασσα από τον οποίον διεκίνουν τις προμήθειες για τον μεγάλον αστικόν τους πληθυσμόν.» [Όρα Χέρμπερτ Μπένεντικτ Γουώρμινγκτον, «Καρχηδών» 1958, εκδόσεις Robert Hale, Μπρίστολ, σελίς 48]
Κατέστη πλέον φανερόν πως ο πόλεμος μεταξύ Ελλήνων και Καρχηδονίων ευρίσκετο «προ των πυλών». Όλες αυτές οι αψιμαχίες και οι ένοπλες έριδες θα ελύνοντο με την ολοκληρωτικήν επικράτηση της μίας έναντι της άλλης πλευράς. Τα σφοδρώς αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα Ελλήνων και Καρχηδονίων στην μείζονα περιοχήν της Δυτικής μεσογείου θα ωδήγουν, ομού με άλλους παράγοντες, στον Σικελικόν πόλεμον, ο οποίος θα καθυστέρει απλώς επ’ ολίγα έτη, εξ αιτίας κάποιων πολεμικών επιχειρήσεων των Καρχηδονίων στην Σαρδηνία και στην Λιβύη.
Εάν κοιτάξει κανείς τον χάρτη της Μεσογείου, οι ακτές της Αφρικής φαντάζουν ως οι πλέον αφιλόξενες και η ενδοχώρα της ένα μέρος μυστηριώδες και πάντως επικίνδυνον. Όμως, δεν ήταν πάντοτε έτσι. Οι πρόγονοί μας, ταξιδεύοντες «κατ΄εμπορίην και θεωρίην», εγνώριζαν τα παράλια της βορείου Αφρικής από την μυκηναϊκήν περίοδον, όταν τα πλοία των Μυκηναίων εκυριάρχουν στην Μεσόγειον και οι Φοίνικες δεν είχαν ακόμη εμφανισθεί.
Αργότερον, τον 7ον αιώνα π.Χ. οι πρώτοι Έλληνες άποικοι ενεφανίσθησαν στις ακτές της σημερινής Λιβύης, ιδρύοντες αποικίες, με πλέον σημαντικήν την Κυρήνη, που έδωσε το όνομά της στο ανατολικόν τμήμα του νυν κράτους, την Κυρηναϊκή (το δυτικόν τμήμα έχει επίσης ελληνικόν όνομα: Τριπολίτις).
Ήδη από του 6ου αιώνος π.Χ. οι ελληνικές περιοχές είχαν εξαπλωθεί, ωσότου σταδιακώς εκάλυψαν σχεδόν όλον το μήκος των ανατολικών και νοτίων ακτών της Σικελίας, με εκτενείς παρακτίους αστικούς θύλακες, επίσης απλωμένους στις βόρειες ακτές. Από του 5ου αιώοςα π.Χ. και ένθεν, οι Έλληνες άποικοι της Σικελίας αναφέρονται ως «Σικελιώτες». Παρομοίως, οι ομοεθνείς τους στην Κάτω Ιταλία απεκαλούντο «Ιταλιώτες». Παρά δε την καταγωγικήν διαίρεση των Σικελιωτών σε αποίκους ιωνικής και δωρικής καταγωγής, οι κοινοί αγώνες τους εναντίον των Καρχηδονίων προεξένησαν την σφυρηλάτηση μιας σχετικώς ομοιογενούς τοπικής ελληνικής ταυτότητος, η οποία σταδιακώς ενηγκαλίσθη και τους ελληνίζοντες ή εξελληνισθέντες λαούς της μεγαλονήσου.
Στις αρχές του 5ου αιώνος προ Χριστού, στην Σικελία, έλαβεν χώρα μια μάχη, η οποία έμελλε να διαδραματίσει εξόχως καθοριστικόν ρόλον για την πορείαν της μεγαλονήσου, αλλά και την επιβίωση του ελληνικού στοιχείου στην Δύση. Η πρώτη από τις πολυάριθμες σοβαρές απόπειρες των Καρχηδονίων να επεκτείνουν την κυριαρχίαν τους στην νήσον, εκμεταλλευόμενοι την εισβολήν των Περσών στην μητροπολιτικήν Ελλάδα και την ασταθή πολιτικήν κατάσταση μεταξύ των ομοεθνών μας τυράννων, προσέκρουσε στην λαμπράν ευφυΐαν και στην χαλυβδίνην αποφασιστικότητα του Γέλωνος, του τυράννου των Συρακουσών, και του Θήρωνος, τυράννου του Ακράγαντος.
Την περίοδον εκείνην η νήσος της Σικελίας ευρίσκετο υπό την εξουσίαν δύο οικογενειών τυράννων, οι οποίες εκυβέρνων τις πόλεις της. Η πρώτη ήταν αυτή του Γέλωνος * και του πενθερού του Θήρωνος, οι οποίοι, όπως προανεφέρθη, ήσκουν «τυραννικώς» την εξουσίαν τους αντιστοίχως σε Συρακούσες και Ακράγαντα. Η δευτέρα ήταν αυτή του Αναξιλάου του Ρηγίου και του πενθερού του, Τηρίλλου, οι οποίοι εξουσίαζαν την Ζάγκλη (μετέπειτα θα μετονομασθεί σε Μεσσήνη) και την Ιμέραν αντιστοίχως. Όπως ήταν φυσικόν, οι σχέσεις μεταξύ των δύο οικογενειών εχαρακτηρίζοντο από έντονες αντιπαραθέσεις, με απώτερον σκοπόν τη διεύρυνση της κυριαρχίας τους.
Μια τέτοια διαμάχη εξέσπασεν ανάμεσα στον Θήρωνα και τον Τήριλλον, με τον τύραννον του Ακράγαντος να εκδιώκει τον τύραννον της Ιμέρας, καταλαμβάνων την πόλη προς όφελός του. Μετά από μιαν αποτυχημένη προσπάθειαν ανακτήσεώς της πόλεως, ο εκδιωχθείς τύραννος καταφεύγει στους Καρχηδονίους, ως άλλος Ιππίας στην αυλήν της Περσεπόλεως, αναζητών στρατιωτικήν βοήθειαν, για να ανακτήσει το αξίωμά του. Οι Καρχηδόνιοι, οι οποίοι ήδη προετοίμαζαν παρασκηνιακώς μιαν εκστρατείαν κατά της νήσου, από καιρού, ηύρον την ιδανικήν αφορμήν για να την πραγματοποιήσουν. Μάλιστα ο Αναξίλαος ο γαμβρός του Τηρίλλου ….. παρέδωσεν τα τέκνα του ως ομήρους στον Αμίλκα για να του καταδείξει την αφοσίωση και πίστη του πενθερού του και του ιδίου ! [Όρα και Αλαν Λόϋντ «Καταστρέψατε την Καρχηδόνα. Ο επιθανάτιος ρόγχος ενός αρχαίου πολιτισμού», 1977, εκδόσεις Souvenir, Λονδίνο].
Αιδώς αχρείοι αφελληνισθέντες «Έλληνες» !
Γιάννης Ηλιού
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
*Ο Συρακούσιος Γέλων του Δεινομένους ήταν στρατηγός του τυράννου της Γέλας Ιπποκράτη και αρχηγός του ιππικού. Μετά τον θάνατον του τυράννου, προφασιζόμενος αρχικώς ότι θα υποστηρίξει τους νεαρούς διαδόχους αλλά τελικώς εκμεταλλευόμενος την κατάσταση αταξίας που επεπεκράτει στην πόλη, παρεμέρισεν τους κληρονόμους του Ιπποκράτη ανακηρύσσων εαυτόν τύραννο της πόλεως. Σε μικρόν χρονικόν διάστημα κατώρθωσεν ότι δεν ημπόρεσαν οι προκάτοχοί του, δηλαδή την υποταγήν της πόλεως των Συρακουσών.
Επιδιώκων να επεκτείνει και να ενισχύσει την θέση του, ο Γέλων μετέφερεν την πρωτεύουσα από τη Γέλα στις Συρακούσες, οι οποίες λόγω της στρατηγικής τους θέσεως θα απεδεικνύοντο λιμήν κομβικής σημασίας. Εκεί ο Γέλων με πυρετώδη προσπάθειαν οργανώνει την πόλη περιβάλλων αυτήν με τείχος και οικοδομεί νέα κτήρια. Επιπλέον, για να αυξηθεί ο πληθυσμός της πόλεως και να καλυφθούν οι νέες ανάγκες μεταφέρονται μεγάλα τμήματα πληθυσμών από άλλες ελληνικές περιοχές, όπως η Μεγαρίς και η Εύβοια. [Γενετική μελέτη που συνέκρινε δείγμα ατόμων από διάφορες περιοχές της συγχρόνου Ελλάδος με άτομα από την Σικελία, διεπίστωσεν καθαρώς την ύπαρξη ελληνικής «γενετικής υπογραφής» στην Ανατολικήν Σικελία, συμβατή με την αρχαίαν προέλευση από την Εύβοιαν.(Tofanelli,Sergio και συνεργάτες, «The Greeks in the West : genetic signatures of the Hellenic colonisation in southern Italy and Sicily», “European Journal of Human Genetics” , 2016, 24, 429–436).
Η πόλη της Γέλας απώλεσεν το ήμισυ του πληθυσμού της, ενώ η Καμαρίνα επλήρωσεν βαρύτερον τίμημα, αφού όλοι οι πολίτες της μετεφέρθησαν στις Συρακούσες. Τέλος, προσεκάλεσεν αποίκους από την κυρίως Ελλάδα και εχορήγησεν πολιτικά δικαιώματα σε μισθοφόρους. Η στάση του απέναντι στους πολίτες δεν ήταν ενιαία. Έτσι, έδωσεν το δικαίωμα του Συρακουσίου πολίτη στους αριστοκράτες της Μεγαρίδος και της Ευβοίας που έρχονται, εν αντιθέσει με τον απλούν λαόν, ο οποίος ενίοτε καθίσταται αντικείμενον αγοραπωλησιών ως δούλος.