Μέρος 1
Η μάχη του «Ματωμένου Ποταμού» ή «Ποταμού του αίματος» – Μπλουτρεφήρ (Bloedrivier) διεξήχθη στις 16 Δεκεμβρίου 1838 στην όχθη του ποταμού Νκόμε (Ncome, «Όμορφος» «Ευχάριστος») στην επαρχία που είναι σήμερα γνωστή ως Κουαζούλου – Νατάλ της Νοτίου Αφρικής, μεταξύ 464 Φουρτρέκερς (Voortrekkers : «Πρωτοπόροι») υπό την ηγεσία του Άντριες ή Άντρης Πραιτώριους (Andries Pretorius, 1798-1853), και περίπου 25.000 έως 30.000 Ζουλού. Οι εκτιμήσεις των απωλειών υπερβαίνουν τους 3.000 νεκρούς πολεμιστές του βασιλιά των Ζουλού, Ντίνχααν ή Ντινγκάνε ή Ντίγκααν (1795-1840) ή Ντίνγκεν κα Σενζαγκακόνα («γιού του Σενζαγκακόνα»), συμπεριλαμβανομένων και δύο πριγκήπων ανταγωνιστών του Πρίγκηπος Μ-Πάντε για τον θρόνο των Ζουλού. Τρία μέλη του Φουρτρέκερ Κομάντο (Voortrekker Kommando) της εθελοντικής στρατιωτικής μονάδας «Πρωτοπόρων» πολιτοφυλάκων, που διοικoύσε ο Πραιτώριους τραυματίστηκαν ελαφρώς, συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου.
Το έτος 1838 ήταν η πιο δύσκολη περίοδος για τους Φουρτρέκερς από τότε που έφυγαν από την αποικία του Ακρωτηρίου, μέχρι το τέλος του «Μεγάλου Ταξιδιού», της «Μεγάλης Περιηγήσεώς» τους. Αντιμετώπισαν πάρα πολλές δυσκολίες και είχαν πολύ αιματοχυσία πριν βρουν την ελευθερία τους και μιαν ασφαλή πατρίδα στην βραχύβιά τους «Δημοκρατία της Ναταλίας» (1839–1843). Αυτό επιτεύχθηκε μόνο μετά την νίκη τους επί του βασιλείου των Ζουλού, στη μάχη του Μπλουτρεφήρ, η οποία έλαβε χώρα την Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 1838. Αυτή η μάχη δεν θα είχε πραγματοποιηθεί εάν ο βασιλιάς των Ζουλού είχε τιμήσει τη συμφωνία που είχε κάνει με τους Φουρτρέκερς να ζήσουν μαζί ειρηνικά. Ο βασιλιάς των Ζουλού Ντίνχααν ήξερε ότι αυτοί ήσαν πολύ περισσότεροι από τους Φουρτρέκερς και αποφάσισε να τους εξοντώσει. Αυτό οδήγησε στη μάχη του Μπλουτρεφήρ, του «Ματωμένου Ποταμού».
Οταν ο μεγάλος βασιλιάς των Ζουλού Σάκα κα Σενζαγκακόνα, (νόθος ετεροθαλής αδελφός του Ντιγκάνε) δολοφονήθηκε, το κράτος που κατέλειπε στους διαδόχους του ήταν πάρα πολύ ισχυρό, διαθέτοντας έναν, έως τότε, ανίκητο στρατό, τον καλύτερο ιθαγενή στρατό της Αφρικής. Όμως απέναντι στην πολεμική φρενίτιδα, στο θάρρος και στα ανθρωποβόρα δόρατα των Ζουλού σύντομα βρέθηκαν τα πυροβόλα όπλα των Λευκών Ευρωπαίων, αλλάζοντας τα πολεμικά δεδομένα στο νότιο τμήμα της αφρικανικής Ηπείρου.
Το έθνος των Ζουλού (στη γλώσσα τους την ισιζούλου, το όνομά τους σημαίνει «ουρανός» δηλαδή είναι «οι γιοί του ουρανού») εγκαταστάθηκε τον 17ον αιώνα στην περιοχή που είναι σήμερα γνωστή ως Ζουλουλάνδη. Ο γενάρχης τους Ζουλού, από τον οποίο το έθνος έλαβε το όνομά του, εγκαταστάθηκε στην περιοχή του ποταμού Μφολόζι το 1670. Από τότε και μέχρι την εποχή που την ηγεσία τους ανέλαβε ο μεγάλος βασιλιάς Σάκα, παρέμειναν μια απλή φυλή ανάμεσα στις τόσες άλλες της περιοχής. Χάρη στον Σάκα, όμως, έγιναν οι κυρίαρχοι της περιοχής, υποτάσσοντας με ευκολία τις άλλες φυλές, ή υποχρεώνοντάς τες να μεταναστεύσουν. Σήμερα είναι το πιο πολυπληθές έθνος της Νότιας Αφρικής, αριθμώντας σχεδόν 11 από τα 33 εκατομμύρια νέγρων κατοίκων της χώρας.
Ο μεγάλος πολέμαρχος ηγέτης τους Σάκα δολοφονήθηκε το 1828 από τον ετεροθαλή αδελφό του Ντινγκάνε, ο οποίος και τον διαδέχθηκε στον θρόνο. Ο Ντινγκάνε δεν διέθετε ούτε τον δυσθεώρητο δυναμισμό ούτε τις οργανωτικές και στρατιωτικές ικανότητες του αδελφού του. Βεβαίως, σε κάθε περίπτωση, ο στρατός αποτέλεσε το στήριγμά του, όπως συνέβαινε και στην εποχή του Σάκα.
Ο στρατός των Ζουλού ουσιαστικά αποτελούσε δημιούργημα του βασιλιά Σάκα. Αυτός εξόπλισε, όταν ακόμη ήταν εξόριστος από την πατρίδα του, τους άνδρες του με το «ίκλουα», ένα μικρού μήκους νυκτικό δόρυ με λεπίδα μήκους 46 και πλάτους 4 εκ., η οποία ήταν προσαρμοσμένη σε ένα στειλεό μήκους 75 εκ. Το δόρυ αυτό (που πήρε το όνομά του ηχοποίητα από τον ήχο που γενούσε όταν το τραβόυσαν από την πληγή του θύματος) προοριζόταν αποκλειστικά για τον εκ του συστάδην αγώνα και αντικατέστησε τα κοινά ακόντια με τα οποία ήταν μέχρι τότε εξοπλισμένοι οι Ζουλού. Επίσης, ο Σάκα απαγόρευσε στους άνδρες του να φορούν σανδάλια, καθώς με γυμνά πόδια πατούσαν καλύτερα στο έδαφος και επομένως εμάχοντο καλύτερα. Για να σκληρύνουν τα πέλματά τους, οι άνδρες έκοβαν κλαδιά από αγκαθωτούς θάμνους και βάδιζαν πάνω σε αυτά.
Επιπλέον, ο Σάκα εφόδιασε τους άνδρες του με μεγάλες ασπίδες από δέρμα βοδιού, τις επονομαζόμενες «ισιλάνγκου», οι οποίες είχαν ύψος 1,25 μ. και πλάτος 75 εκ.,ενώ εκάλυπταν τον πολεμιστή από το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Επίσης, ο ίδιος ο Σάκα ήταν αυτός που εφηύρε την τακτική των «κεράτων», σύμφωνα με την οποία ο στρατός χωριζόταν σε τρία κύρια τμήματα: στο κέντρο («στήθος» κατά την ορολογία των Ζουλού), στο δεξιό και στο αριστερό κέρας. Βάσει αυτής της τακτικής, το κέντρο προήλαυνε πρώτο με αποστολή του να αγκιστρώσει τον αντίπαλο, την ώρα που τα δύο κέρατα εκτελούσαν υπερκερωτικό ελιγμό εναντίον του σε αμφότερες τις πτέρυγες. Ο Σάκα, επίσης, οργάνωσε τους άνδρες σε τακτικά
συγκροτήματα, επιπέδου τάγματος ή συντάγματος με τα σημερινά δεδομένα, τα λεγάμενα «αμαμπούτο» («αμαμπούτο» = συντάγματα, «ιμπούτο» = σύνταγμα). Σε αυτά κατατάσσονταν άνδρες ίδιας ηλικίας, ανύμφευτοι, οι οποίοι τροφοδοτούντο απευθείας από τον βασιλιά που τους εγκαθιστούσε σε στρατηγικά σημεία της χώρας, ως φρουρά σε οχυρωμένα στρατόπεδα-χωριά («αμακάντα»), παραχωρώντας τους και κοπάδια αγελάδων για τη διατροφή τους.
Κάθε ιμπούτο εφοδιαζόταν με αγελάδες όσο το δυνατόν πιο όμοιου χρώματος δέρματος. Από τα δέρματα των ζώων αυτών κατασκεύαζαν οι άνδρες και τις ασπίδες τους, με τρόπο ώστε κάθε ιμπούτο να διακρίνεται από τα υπόλοιπα από το χρώμα των ασπίδων του. Τα αρχαιότερα αμαμπούτο διέθεταν λευκές ασπίδες. Οσο πιο νεοσυγκροτημένο ήταν ένα ιμπούτο, τόσο πιο σκουρόχρωμη ασπίδα έφερε. Κάθε ιμπούτο είχε δύναμη 600-1.500 ανδρών, κατά μέσον όρο.
Μετά τη δολοφονία του, ο διάδοχός του Σάκα, ο ετεροθαλλής αδελφός του Ντινγκάνε, λόγω της επαφής με τους Λευκούς και τα μουσκέτα τους, αποφάσισε πως ορισμένοι άνδρες του έπρεπε να εξοπλιστούν και πάλι με ακόντια, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζουν εκ του μακρόθεν τους Ευρωπαίους βάλλοντες τα ακόντια.
Ετσι το ακόντιο επανήλθε στο οπλοστάσιο των Ζουλού. Υπήρχαν δύο βασικοί τύποι ακοντίων: το «ισιλάνγκου» και το «ισιτζούλα». Το πρώτο έφερε μια μακρά αιχμή, ενώ το δεύτερο μια μικρότερου μήκους αλλά μεγαλύτερου πλάτους αιχμή. Συνήθως, οι άνδρες που έφεραν ακόντια εξοπλίζονταν και με τη μικρότερη -«κυνηγετική»- ασπίδα «ουμπουμπουλούζο», η οποία είχε το μισό μήκος και πλάτος της μεγάλης -πολεμικής- ασπίδας. Τη μικρή ασπίδα και τα ακόντια χρησιμοποιούσαν οι Ζουλού, μετά τις μεταρρυθμίσεις του Σάκα, στο κυνήγι. Ενα τρίτο όπλο των πολεμιστών ήταν το κατασκευασμένο από σκληρό ξύλο πολεμικό ρόπαλο, το ιβίζα.
Βασική τακτική μονάδα ήταν, όπως προαναφέρθηκε, το ιμπούτο. Κάθε ιμπούτο χωριζόταν σε δύο τάγματα («ιζιντούνα»), έκαστο εξ αυτών με επικεφαλής του έναν «ιντούνα», αξιωματικό αντίστοιχο κατά κάποιον τρόπο του σημερινού ταγματάρχη. Κάθε ιζιντούνα διέθετε έναν αριθμό «αμαβίγιο» (υπομονάδα αντίστοιχη του λόχου), δυνάμεως 50 ανδρών. Αργότερα συγκροτήθηκαν και ιμπούτο μικρότερης δυνάμεως, οργανωμένα από 12, συνήθως, αμαβίγιο, των 600 περίπου ανδρών.
Ο στρατός ασκείτο πολύ συχνά, ενώ διοργανώνονταν «εκπαιδευτικές μάχες» μεταξύ των αμαμπούτο, παρουσία του βασιλιά ή κάποιου εκ των ανώτατων διοικητών, ώστε να διαπιστωθεί η πολεμική αξία κάθε ιμπούτο και αναλόγως αυτό να χρησιμοποιηθεί σε πραγματική μάχη. Οι άνδρες που επεδείκνυαν γενναιότητα στη μάχη ανταμείβονταν, ενώ οι δειλοί εκτελούντο αμέσως δίχως δισταγμό.
Στη νότιο Αφρική, στην περιοχή του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, κατοικούσαν από τον 17ον αιώνα Ευρωπαίοι άποικοι, κυρίως ολλανδικής, γερμανικής και γαλλικής καταγωγής. Το 1805, κατά τη διάρκεια των Ναπολεοντείων Πολέμων, οι Βρετανοί κατέλαβαν την Αποικία του Ακρωτηρίου, καθώς η Ολλανδία ήταν σύμμαχος του Ναπολέοντα. Μέσα στα επόμενα 30 έτη από τη βρετανική κατάκτηση, πολλοί από τους παλαιούς αποίκους, επειδή δεν άντεχαν το νέο νομικό, φορολογικό και αντιδουλοκτητικό καθεστώς, αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στην περιοχή του Τράνσβααλ και του Νατάλ, στα βορειοανατολικά.
Το 1834, οι Μπόερς ή Αφρικάνερς, όπως ονομάζονταν οι συγκεκριμένοι άποικοι, απέστειλαν ως προπομπούς τους ένοπλα τμήματα για να αναγνωρίσουν τις περιοχές αυτές, για τις οποίες ανακάλυψαν πως ήταν πράγματι ιδανικές για τη βοσκή των κοπαδιών τους, ενώ παράλληλα είχαν ελάχιστους κατοίκους, ή λησαν ακατοίκητες, καθώς οι περισσότεροι είτε είχαν σφαγιαστεί, είτε υποχρεωθεί να τις εγκαταλείψουν από τις επιθέσεις των Ζουλού επί βασιλείας του Σάκα, όταν οι πολεμιστές του εφήρμοσαν το «Μφεκάνε», το «Λίχνισμα» και τον «Αφανισμό» των αλλοεθνών τους νεγρικών πληθυσμών σε μία τεράστια έκταση.
Ετσι, οι Μπόερς συγκέντρωσαν τα υπάρχοντά τους, τα φόρτωσαν σε βοϊδάμαξες και ξεκίνησαν γι’ αυτό που έμεινε γνωστό στην Ιστορία με την ονομασία το Μεγάλο Ταξίδι. Οι Μπόερς εισέβαλαν στο Τράνσβααλ, νίκησαν τον αντίπαλο των Ζουλού φύλαρχο Μζιλικάζι των Ματάμπελε (έθνος – υποδιαίρεση των Ζουλού, εξωμότες και φυγάδες επί Σάκα) και τον υποχρέωσαν να εγκαταλείψει την περιοχή.
Από το Τράνσβααλ, ορισμένοι Μπόερς εισέβαλαν και στην περιοχή του Νατάλ. Ο βασιλιάς των Ζουλού Ντινγκάνε ενοχλήθηκε ιδιαίτερα από την εισβολή αυτήν. Παρ΄όλα αυτά ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον επικεφαλής των Μπόερς Πίετ Ρετήφ, παραχωρώντας τελικά ένα μέρος της περιοχής του Νατάλ. Ωστόσο, όταν ο Ρετήφ, μαζί με 70 ακόμη άνδρες, μετέβη στον βασιλικό καταυλισμό «ουμΓκουγκουντλούβου» «Οίκος του ελέφαντα» (δηλαδή οίκος του βασιλιά) για να επικυρώσουν τη συμφωνία, ο Ντινγκάνε με την κραυγή «Μπουλαλάνι αμπαθακάνι» – «Σκοτώστε τους Μάγους» διέταξε να θανατωθούν όλοι με φρικτό τρόπο στον «Λόφο των Εκτελέσεων» – «Κβα Ματιβάνε» όπου είχε εξοντώσει χιλιάδες ομόφυλα θύματά του, κρατώντας τον Ρετήφ τελευταίο ώστε να δει την σφαγή των ανθρώπων του, μεταξύ των οποίων και ο 12χρονος γιός του. Οι πιο τυχεροί σκοτώθηκαν με δόρατα και ρόπαλα. Οι πιο άτυχοι ανασκολοπίστηκαν. Η δολοφονία των 70 αθώων κι ανυποψίαστων ανδρών και των Νέγρων ακολούθων τους συνέβη στις 6 Φεβρουάριου 1838 και αποτέλεσε την πρώτη πράξη του δράματος των συγκρούσεων των Ζουλού με τους Ευρωπαίους.
Την επομένη της σφαγής, 7 Φεβρουάριου, ο δόλιος Ντινγκάνε διέταξε τη συγκέντρωση του στρατού του, με σκοπό την εξόντωση των Μπόερς που είχαν εισχωρήσει στο Νατάλ. Ο στρατός τέθηκε υπό τη διοίκηση του πολύπειρου στρατηγού του Ντλέλα κα Σομπίζι. Ο Ντλέλα ήταν ένας έμπειρος στα πολεμικά άνδρας, ο οποίος ξεκίνησε τη δράση του ως στρατιώτης την εποχή του βασιλιά Σάκα.
Η επικείμενη εκστρατεία, όμως, δεν ήταν όπως οι άλλες στις οποίες είχε λάβει μέρος. Αυτήν τη φορά θα αντιμετώπιζαν, μαζικά, τα πυρά των μουσκέτων των αντιπάλων τους. Ο επικεφαλής των Ζουλού εγνώριζε την αποτελεσματικότητα αυτών των όπλων, καθώς ο Σάκα είχε χρησιμοποιήσει ένα μικρό τμήμα Ευρωπαίων, οπλισμένων με μουσκέτα, στις επιχειρήσεις κατά των αντιπάλων του. Επίσης, οι Μπόερς διέθεταν άλογα, ενώ -το κυριότερο- μπορούσαν σε ελάχιστα λεπτά της ώρας να σχηματίσουν ένα πρόχειρο «οχυρό», χρησιμοποιώντας τις άμαξές τους.
Οι Ζουλού του Ντλέλα κινήθηκαν ταχύτατα και το βράδυ της 16ης προς 17η Φεβρουάριου 1838 ανακάλυψαν έναν καταυλισμό των Μπόερς στη συμβολή των ποταμών Μπούσμαν΄ς και Μπλάουκραανς – Μπλουκράνς, εναντίον του οποίου και επιτέθηκαν. Οι Μπόερς αιφνιδιάστηκαν, καθώς οι Ζουλού επιτίθεντο παραδοσιακά την αυγή και ποτέ, μέχρι τότε, τη νύκτα. Ο αιφνιδιασμός πέτυχε, με αποτέλεσμα 500 περίπου άνδρες, γυναίκες και παιδιά, αλλά και μαύροι υπηρέτες, να σφαγιασθούν από τους Ζουλού, παρά την ηρωική άμυνα που αντέταξαν οι Μπόερς. Οι Ζουλού έλαβαν ως λάφυρο και όλα τα κοπάδια των αντιπάλων τους.
Ωστόσο, αρκετοί Μπόερς επέζησαν από την επίθεση αυτήν και ειδοποίησαν τους άλλους καταυλισμούς. Ετσι, στρατηγικά, η νίκη των Ζουλού δεν είχε αντίκρισμα, καθώς δεν επιτεύχθηκε η οριστική και πλήρης εκδίωξη των Μπόερς από τα εδάφη τους. Οι Μπόερς αποφάσισαν να περάσουν στην αντεπίθεση.
Υπό τους Πίετ Ούις και Χέντρικ Ποντχίτερ – Ποτγκάιτερ, 347 έφιπποι Μπόερς άρχισαν να εκτελούν επιδρομές κατά των Ζουλού. Στις 10 Απριλίου εντόπισαν ένα μεγάλο κοπάδι βοοειδών και προσπάθησαν να το αρπάξουν. Ηταν, όμως, μια καλοστημένη παγίδα. Περίπου 6.000 πολεμιστές Ζουλού τους ανέμεναν κρυμμένοι ανάμεσα στους ψηλούς θάμνους. Οι Μπόερς σφαγιάστηκαν και ο Ούις σκοτώθηκε. Ορισμένοι γλύτωσαν χάρη στα άλογά τους. Ωστόσο ήταν εμφανές πως οι Ζουλού κάθε άλλο παρά εύκολοι αντίπαλοι ήταν.
Στη βρετανική αποικία του Πορτ Νατάλ επικρατούσε διχογνωμία σχετικά με τον πόλεμο Ζουλού-Μπόερς. Αν και ο βασιλιάς Ντινγκάνε είχε διαβεβαιώσει τους Βρετανούς πως δεν θα έστελνε τον στρατό του εναντίον τους, οι τελευταίοι, και λόγω φυλετικής αλληλεγγύης προς τους Μπόερς, αλλά και διότι δεν είχαν καμία εμπιστοσύνη στις διαβεβαιώσεις του βασιλιά των Ζουλού μετά την καταπάτηση της συμφωνίας του με τους Μπόερς και τη σφαγή των αόπλων αρχηγών τους, αποφάσισαν –κάποιοι τουλάχιστον από αυτούς- να βοηθήσουν τους λευκούς αδελφούς τους.
Κατά συνέπεια, 18 Βρετανοί άποικοι, υπό τον Αλεξάντερ Μπίγκαρ, συγκέντρωσαν στο Νατάλ έναν στρατό 4.000 μαύρων, εχθρών των Ζουλού, και βάδισαν προς ενίσχυση των Μπόερς. Οι άνδρες αυτοί εισχώρησαν σε βάθος στο έδαφος των Ζουλού, περνώντας και τον ποταμό Τουγκέλα που σχεδόν διχοτομεί την περιοχή του Νατάλ, και επιτέθηκαν σε χωριά των Ζουλού. Ωστόσο, οι Ζουλού αντέδρασαν. Τους επιτέθηκαν και κατάφεραν να τους παγιδεύσουν ανάμεσα στους ίδιους και στον ποταμό. Ακολούθησε άγρια σφαγή, παρά το γεγονός ότι οι Βρετανοί είχαν εφοδιάσει με μουσκέτα και τυφέκια ραβδωτής κάννης πολλούς και από τους μαύρους ακολούθους τους. Από τους 18 Βρετανούς επέζησαν μόνο τέσσερις, ενώ από τους μαύρους εκατοντάδες σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν προσπαθώντας να διασχίσουν τον ποταμό.
Οι Ζουλού, σε απάντηση της βρετανικής εμπλοκής, επέδραμαν μέχρι το Πορτ Νατάλ καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Ωστόσο στην επόμενη μεγάλη μάχη, η οποία διεξήχθη στις 13-15 Αυγούστου 1838 στον ποταμό Μπούσμαν΄ς και πάλι, 10.000 Ζουλού δεν κατάφεραν να νικήσουν μιαν οργανωμένη ομάδα Μπόερς, οι οποίοι σχημάτισαν κυκλικό «τείχος» με τις άμαξές τους και απέκρουσαν όλες τις επιθέσεις των αντιπάλων τους, προκαλώντας τους βαρύτατες απώλειες, αν και οι Μπόερς διέθεταν μόνο 75 άνδρες, υπό τους Χανς Ντονς ντε Λανζ και Xέντρικ Ποντχίτερ. Στον αριθμό αυτόν δεν περιλαμβάνονται οι μαύροι ακόλουθοι και οι υπηρέτες τους, οι οποίοι πολέμησαν μαζί τους. Επίσης, στη μάχη τούς βοήθησαν οι γυναίκες και τα παιδιά τους, είτε πολεμώντας είτε γεμίζοντας τα όπλα τους.
Στη μάχη αυτήν, την δεύτερη στον ποταμό Μπούσμαν΄ς, οι Ζουλού, για πρώτη φορά από την εποχή του Σάκα, χρησιμοποίησαν ακόντια προσπαθώντας να πλήξουν εκ του μακρόθεν τους αντιπάλους τους, ενώ για πρώτη φορά στην ιστορία τους αντιμετώπισαν πυροβολικό, καθώς οι Μπόερς διέθεταν ένα μικρό ναυτικό πυροβόλο, το οποίο όμως, βάλλοντας βολιδοφόρα βλήματα από μικρή απόσταση, προκάλεσε μεγάλες απώλειες στους επιτιθέμενους Ζουλού και συνέβαλε τα μέγιστα στη νίκη των Μπόερς. Ετσι, η προσπάθεια των Ζουλού να κατατροπώσουν τους αντιπάλους τους στέφθηκε από αποτυχία, καθώς οι τελευταίοι καλύπτονταν από τις άμαξές τους, ενώ οι Ζουλού επιτίθεντο ακάλυπτοι σε πυκνές μάζες. Η τακτική τής κατά μέτωπον εφόδου εναντίον των οχυρωμένων Μπόερς αποδείχθηκε ολότελα ανεπιτυχής.