Μέρος 1
Ευρώπη και Ισλάμ καταγράφουν μια μακρά και κυμαινoμένη συνύπαρξη στην Ιστορία της Ηπείρου και του κόσμου μας. Η συνύπαρξη αυτή, άλλοτε είναι αγαστή, όπως μαρτυρούν τα υλικά και πνευματικά σταυροδρόμια τα οποία διαπιστώνονται από την Ιβηρική έως την Ελληνική χερσόνησο και τις γαίες της Βίβλου, και άλλοτε ταραχώδης, όπως καταγράφεται από την Ιστορία με αίμα.
Τις πρόσφατες δεκαετίες και στην παρούσα ιστορική συγκυρία, το Ισλάμ επαναπροσεγγίζει την Ευρώπη, προκαλούν έναν νέον ιστορικό κύκλον ο οποίος φέρει εγγύτερον αυτές τις δύο πολιτιστικές, πολιτικές και κοινωνικές οντότητες. Εμπρός στις νέες και υπό δημιουργίαν πραγματικότητες σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων των ευρωπαϊκών λαών, στις υπαρκτές (δίκαιες ή άδικες) επιφυλάξεις, στις αντιδράσεις αλλά και στην άγνοια, κρίνεται, επομένως, αναγκαία, μια διαρκής, βαθεία, εμπεριστατωμένη και ενδελεχής προσέγγιση του Ισλάμ, η οποία θα συμβάλλει στην γνώση και στην ουσιώδη κατανόηση ενός πλέγματος ιδεών και πολιτισμού το οποίον ευρίσκεται ήδη εντός της ευρωπαϊκής πραγματικότητος.
Όπως κάθε άλλη θρησκεία, αναλόγως και το Ισλάμ, έχει διέλθει από διάφορες φάσεις. Μουσουλμάνοι διανοούμενοι ανεκάλυψαν την άλγεβρα, μετέφρασαν τα συγγράμματα του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους, συνέβαλαν δε σε μεγάλον βαθμό στην ανάπτυξη αρκετών επιστημών, οι οποίες ευρίσκοντο στα πρώτα τους βήματα, σε μίαν περίοδον όπου οι Χριστιανοί της Ευρώπης έζων σε σχεδόν απόλυτον περί αυτές άγνοιαν. Χαρακτηριστικώς, μέσω της αραβικής κατακτήσεως της Ισπανίας από τους Μουσουλμάνους, έφθασαν τα ελληνικά κείμενα να μεταφρασθούν στην λατινικήν. Περί τον 8ον μ.X. αιώνα, όταν το Ισλάμ υπερέβη την αρχικήν του αρχέγονον ορμή και την βουλιμικήν του εξακουλουθητικήν αναζήτηση πολεμικής λείας, επήλθεν μια ιδιάζουσα «Αραβική Αναγέννηση», έχουσα ως κέντρα της την Βαγδάτη και την Αλεξάνδρεια. Κατά την περίοδον των Αβασιδών χαλιφών αξιοποιήθηκε τα μέγιστα η παλαιοτέρα ελληνική σκέψη, αποτελέσασα ικανήν έμπνευση και αστείρευτον πηγή αυτής της αναγεννήσεως. Μάλιστα η σαφής επιρροή της ελληνικής παιδείας στο Ισλάμ επεταχύνθη μετά το 749, όταν οι Αβασίδες, μετέφεραν την πρωτεύουσά τους στη νέα πόλη της Βαγδάτης Ο πολιτιστικός δυναμισμός του Χαλιφάτου κατ΄αυτήν την περίοδον εξεφράσθη και με την μεθοδικήν προσπάθειαν αφομοιωτικής σπουδής και (εν τινι μέτρον) «ιδιοποιήσεως» του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Η πνευματική παραγωγή του Ισλάμ, βασισθείσα στην ελληνική κληρονομία, ετροφοδότησεν την έτι πολλαπλώς «καθυστερημένη» Καθολική Δύση με σκιαλυτικήν γνώση. Το αραβόφωνον Ισλάμ και οι ελληνόφωνοι Βυζαντινοί λόγιοι, συνεχίζοντες την στιλπνήν ελληνική παράδοση, έμελε να αποτελέσουν τις δύο βάσεις της λαμπράς μεταμεσαιωνικής ευρωπαϊκής Αναγεννήσεως.
Θα ημπορούσε κάποιος να γράψει χιλιάδες σελίδες, απαριθμών ανάλογες τέτοιες περιπτώσεις σε σχέση με κάθε θρησκεία, όμως εν προκειμένω ποίον σκοπό θα εξυπηρετούσε μία τέτοια ενέργεια; Μήπως αυτό θα εσήμαινεν ότι η θρησκευτική πίστη είναι κάτι καλόν ή ακόμη και αγαθοεργές; Αποτελεί κοινοτοπία το να ειπεί κανείς ότι σχεδόν όλα τα πράγματα που αξίζουν στον κόσμον μας έχουν δημιουργηθεί από ανθρώπους της πίστεως, διότι σχεδόν όλοι όσοι ειργάσθησαν κοπιωδώς με εργαλεία ή διέσχισαν τις θάλασσες, υπήρξαν ευσεβείς οπαδοί κάποιας θρησκευτικής παραδόσεως. Απλώς … ουδείς άλλος υπήρχεν για να προβεί σε αυτές τις ενέργειες. Ημπορούμε επίσης να ειπούμε με βεβαιότητα ότι όλα τα ανθρώπινα επιτεύγματα προ του 20ου αιώνος επραγματοποιήθησαν από άνδρες και γυναίκες που δεν είχαν ιδέαν για την μοριακή βάση της ζωής και την γενεσιουργό συμπαντική «Μεγάλην Έκρηξη». Οπότε, μήπως από αυτό προκύπτει συμπερασματικώς ότι θα έπρεπε να διατηρούμε μίαν αντίληψη περί Βιολογίας και Κοσμολογίας με βάση τον 19ον αιώνα; Προφανώς και βεβαίως όχι !
Δεν ημπορούμε να γνωρίζουμε πώς θα ήταν σήμερον ο κόσμος μας, εάν κάποιο μείζον πανίσχυρο «βασίλειον της Λογικής» είχεν εμφανισθεί εγκαίρως την εποχήν των Σταυροφοριών και είχεν επιβάλει πάση δυνάμει την ειρήνη στα θρησκευόμενα πλήθη της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. Ίσως να είχεν συγκροτηθεί κατόπιν ένα αστικό δημοκρατικό καθεστώς όπως το σύγχρονον ή και να είχε εμφανισθεί το Διαδίκτυον … ήδη από του 1600. Αυτά όμως αποτελούν χαριτόβρυτες καιρν πολλοίς φαντασιόπληκτες υποθέσεις. Το αναντίρρητον γεγονός είναι ότι η θρησκευτική πίστη έχει ασβέστως αποτυπωθεί σε κάθε τομέα του πολιτισμού μας, πράγμα που δεν αποτελεί βεβαίως σημαίνον επιχείρημα για την αναφανδόν στήριξή της, ούτε μία συγκεκριμένη πίστη ημπορεί να αποποιηθεί των ευθυνών της επειδή ορισμένοι αφοσιωμένοι πιστοί της συνεισέφεραν τα μέγιστα στον ανθρώπινον πολιτισμόν.
Όπως και στις περισσότερες άλλες θρησκείες, έτσι και στο Ισλάμ έχουν υπάρξει διαφόρων ειδών σχίσματα. Από τον 7ον αιώνα οι Σουνίτες (που είναι η πλειονότης) θεωρούν τους Σιίτες «ετεροδόξους», όπως και οι Σιίτες το αντίστροφον. Επί πλέον, στο εσωτερικόν αυτών των δύο ομάδων έχουν εμφανισθεί διαφορές, ακόμη και στις τάξεις όσων είναι «καθαρόαιμοι» Ισλαμιστές. Δεν χρειάζεται εν προκειμένω να ασχοληθούμε λεπτομερώς με αυτό το μωσαϊκόν αιρέσεων, πέραν από το να σημειώσουμε ότι αυτά τα σχίσματα είχαν το μάλλον ευνοϊκόν αποτέλεσμα να χωρίσουν τον «Οίκον του Ισλάμ» σε ομάδες που αντιμάχονται η μία την άλλη. Ενώ αυτό αμβλύνει την απειλή που αποτελεί σήμερα το Ισλάμ για την Δύση, το Ισλάμ και ο δυτικός φιλελευθερισμός δεν παύουν να παραμένουν ασυμφιλίωτα κινήματα. Ουσιαστικώς, ως συλλογικότης, ένα μετριοπαθές Ισλάμ (αληθώς μετριοπαθές και όχι κατ΄ όνομα, που ασκεί πραγματικήν και ουσιώδη κριτική στον οιονδήποτε μουσουλμανικόν παραλογισμό) δεν φαίνεται να υπάρχει ! Εάν δε υπάρχει, τότε κρύπτεται αριστοτεχνικώς, όπως ακριβώς έπρατταν και οι όντως μετριοπαθείς χριστιανοί κατά τον 14ον αιώνα (εν πολλοίς για τους ιδίους λόγους, προστασίας από εξοβελισμούς και διώξεις).
Πολλοί συγγραφείς, έχουν παρατηρήσει ότι πιθανώς είναι ιδιαιτέρως προβληματική η αναφορά στον μουσουλμανικό «φονταμενταλισμόν», διότι αυτή υπονοεί ευθέως ότι υπάρχουν σοβαρές δογματικές διαφορές μεταξύ των φονταμενταλιστών Μουσουλμάνων και του κυρίου σώματος των πιστών. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι περισσότεροι Μουσουλμάνοι φαίνονται να είναι «φονταμενταλιστές» (με την δυτικήν έννοιαν της λέξεως), καθώς ακόμη και βάσει «μετριοπαθών» ερμηνειών του Ισλάμ, το Κοράνιον θεωρείται ο απαράβατος, κυριολεκτικός και αλάθητος λόγος του ενός και μοναδικού αληθινού Θεού. Συνεπώς, η διαφορά ανάμεσα στους φονταμενταλιστές και στους μετριοπαθείς Μουσουλμάνους (όπως αναμφιβόλως η διαφορά ανάμεσα στους κάθε είδους .. «εξτρεμιστές» και στους μετριοπαθείς πιστούς μιας ιδέας) εντοπίζεται στον βαθμόν κατά τον οποίον προσεγγίζουν την πολιτική και στρατιωτική δράση, ως αναγκαίον οργανικόν στοιχείον για την εφαρμογήν της πίστεώς τους στην πράξη. Σε κάθε περίπτωση, όσοι πιστεύουν πως το Ισλάμ πρέπει να καθορίζει κάθε διάσταση και εκδήλωση της ανθρωπίνης υπάρξεως, συμπεριλαμβανομένων της πολιτικής και της νομοθεσίας, σήμερον δεν αποκαλούνται γενικώς «φονταμενταλιστές» ή «εξτρεμιστές», αλλά μάλλον «Ισλαμιστές».
Από την σκοπιάν του Ισλάμ, ο κόσμος χωρίζεται στον «Οίκον του Ισλάμ» και στον «Οίκον του Πολέμου», αυτή δε η δευτέρα φράση θα έπρεπε να αποτελεί σαφή ένδειξη του τρόπου με τον οποίον πολλοί Μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι θα επιλυθούν τελικώς οι διαφορές τους, με όσους δεν συμμερίζονται την πίστη τους. Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχουν κάποιοι «μετριοπαθείς» Μουσουλμάνοι, που έχουν αποφασίσει να παραβλέψουν την αναπόδραστο μαχητικότητα της θρησκείας τους, πάντως το Ισλάμ είναι αναντιρρήτως μία «θρησκεία κατακτήσεως». Το μοναδικόν μέλλον που ως Μουσουλμάνοι οραματίζονται οι ευσεβείς Μουσουλμάνοι, είναι ένα μέλλον στο οποίον όλοι οι άπιστοι είτε έχουν ασπασθεί το Ισλάμ, είτε έχουν υποταχθεί ή έχουν εξοντωθεί. Τα δόγματα του Ισλάμ, απλώς δεν αποδέχονται τίποτε περισσότερον από μίαν προσωρινήν διανομή της εξουσίας με τους «εχθρούς του Θεού».
Το χαρακτηριστικόν του Ισλάμ το οποίον ευλόγως ανησυχεί περισσότερον τους γνωρίζοντες μη Μουσουλμάνους και το οποίον οι απολογητές του Ισλάμ πασχίζουν πολυτρόπως να αποκρύψουν, είναι η αρχή του «τζιχάντ». Στην κυριολεξία, ο όρος αυτός μπορεί να μεταφρασθεί ως «αγών» ή «πάλη» ή «προσπάθεια», αλλά κατά κανόνα αποδίδεται ως «ιερός πόλεμος», και αυτό δεν είναι διόλου τυχαίον. Αν και οι Μουσουλμάνοι σπεύδουν να παρατηρήσουν ότι υφίσταται ένας εσωτερικός (ή «μεγάλος» τζιχάντ), που συνεπάγεται τον πόλεμον κατά των ατομικών αμαρτημάτων, ουδέν περίτεχνο λογικόν οικοδόμημα ημπορεί να αποκρύψει το γεγονός ότι ο εξωτερικός (ή «μικρότερος») τζιχάντ –ο πόλεμος εναντίον των απίστων και των αποστατών– αποτελεί το κεντρικόν στοιχείον της πίστεως.
Ο στρατιωτικός αγών προς «υπεράσπιση του Ισλάμ», αποτελεί θρησκευτικήν υποχρέωση για όλους τους άρρενες Μουσουλμάνους. Διαπράττουμε μείζον σφάλμα αν πιστέψουμε ότι η φράση «προς υπεράσπιση του Ισλάμ», υπονοεί ότι οι Μουσουλμάνοι πρέπει να πολεμούν μόνον σε κατάσταση «αυτοαμύνης». Αντιθέτως, η υποχρέωση του τζιχάντ είναι μία σαφεστάτη πρόσκληση για την κατάκτηση του κόσμου. Όπως γράφει ο Μπέρναρντ Λιούις («Η κρίση του Ισλάμ» – «Crisis of Islam»): «Αυτό που υπονοείται, είναι ότι η υποχρέωση για τζιχάντ θα εξακολουθήσει να υφίσταται, διακοπτομένη μόνον από προσωρινές ανακωχές, έως ότου όλος ο κόσμος, είτε ασπασθεί την μουσουλμανική πίστη, είτε υποκύψει στην μουσουλμανική εξουσία». Δεν ημπορεί κανείς να αρνηθεί ότι οι Μουσουλμάνοι περιμένουν την νίκη σε αυτόν τον κόσμο, καθώς και στον επόμενο.
Ασφαλώς, στην ισλαμική παράδοση είναι όντως διακριτοί δύο «ιεροί πόλεμοι», ο «μεγάλος» και ο «μικρός». Ο διαχωρισμός αυτός στηρίζεται σε ένα απόφθεγμα του Προφήτη, όταν επιστρέφων από μια πολεμικήν επιχείρηση εδήλωσεν: «Από τον μικρόν επιστρέψαμε στον μεγάλον ιερό πόλεμο». Με βάση αυτήν την διαπίστωση, ο μεγάλος ιερός πόλεμος ανήκει στην πνευματική τάξη. Ο μικρός ιερός πόλεμος αντιθέτως, είναι ο φυσικός πόλεμος, ο υλικός αγών, ο διενεργούμενος στον εξωτερικόν κόσμο. Ο μεγάλος ιερός πόλεμος είναι ο αγών του ανθρώπου εναντίον των εχθρών που αυτός φέρει εντός του. Ακριβέστερον, είναι ο αγών του θεοπνεύστου και υπερφυσικού στοιχείου του ανθρώπου εναντίον οποιουδήποτε στοιχείου το οποίον θεωρείται ενστικτώδες, συνδέεται με πάθη, είναι χαώδες και υπόδουλον των δυνάμεων της φύσεως.
Συνεπώς, στο πλαίσιον μιας ηρωικής παραδόσεως ο «μικρός ιερός πόλεμος» -δηλαδή ο πόλεμος νοούμενος ως εξωτερικός αγών- χρησιμεύει μόνον ως δρόμος, μέσω του οποίου πραγματοποιείται αυτός ακριβώς ο «μεγάλος ιερός πόλεμος». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον οι όροι «ιερός πόλεμος» -«τζιχάντ») και «δρόμος του Θεού» συχνάκις συναντώνται στα κείμενα ως συνώνυμοι. Στο Κοράνιον διαβάζουμε : «Μάχονται στον δρόμον του Θεού (δηλαδή στον ιερόν πόλεμον) εκείνοι που θυσιάζουν την επίγειον ζωήν προς χάρη της μελλοντικής. Εμείς θα απονείμουμε μεγάλο βραβείον σε εκείνον που πολεμά και πεθαίνει στον δρόμον του Θεού ή σε εκείνον που νικά». Και παρακάτω: «Αυτός δεν θα οδηγήσει ποτέ στην καταστροφή τα έργα όσων σκοτώνονται στον δρόμον του Θεού. Αυτός θα τους οδηγήσει και θα χαρίσει στις καρδίες τους ειρήνη. Θα τους οδηγήσει προς τον παράδεισον, τον οποίον θα τους φανερώσει». Εδώ υπονοείται ο φυσικός θάνατος κατά την διάρκειαν της μάχης, ο παλαιότερον καλούμενος «θριαμβικός θάνατος» (mors triumphalis).
A.Kωνσταντίνου