Ως μάχη των Γαυγαμήλων ή μάχη στα Άρβηλα εννοείται η τελευταία, μεγαλύτερη και πιο αποφασιστική μάχη του Αλέξανδρου Γ΄ (του Μεγάλου Αλεξάνδρου) κατά του Νταραγιαβούς – Δαρείου Γ΄ του Κοδομανού («του Ανατολίτη») το 331 π.Χ, χάρη στην οποία ο Αλέξανδρος έκαμψε την τελευταία αντίσταση του Μεγάλου Βασιλέα στην πορεία του για την κατάληψη της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Κατέχοντας ο Αλέξανδρος τα παράλια της Ανατολικής Μεσογείου και έχοντας εξουδετερώσει (έτσι) τον περσικό στόλο, ήταν έτοιμος να περάσει στη Μεσοποταμία. Η μάχη έλαβε χώρα περίπου 30 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της σύγχρονης Μοσούλης, στην ημιαυτόνομη περιοχή του Ιρακινού Κουρδιστάν, στην θέση όπου βρισκόταν οι εγκαταστάσεις – σταύλοι των καμηλών που είχε χτίσει ο Δαρείος ο Α΄του Υστάσπη (Γαυγάμηλα σημαίνει «οίκος των καμηλών») .
[Όλοι οι νεότεροι ερευνητές, αφού κατέρριψαν τον ισχυρισμό μερικών παλαιότερων ότι η μάχη έγινε κοντά στα Άρβηλα, συμφωνούν ότι το πεδίο της μάχης πρέπει να τοποθετηθεί στο χώρο ανάμεσα στον Τίγρη ποταμό και σε έναν άλλο ποταμό, τον Βουμώδη, ο οποίος εκβάλλει στο Λύκο, παραπόταμο του Τίγρη. Πρόκειται για ένα οροπέδιο με μέσο υψόμετρο 300 μέτρα, το οποίο από το Βορρά περιβάλλεται από τα όρη των Κούρδων και προς Νότο καταλήγει στον Τίγρη ποταμό, με απότομες όχθες.
Το πεδίο της μάχης, πρέπει να βρισκόταν κοντά στο σημερινό χωριό Κεράμλεη, το οποίο είναι 30 περίπου χιλιόμετρα ανατολικά από τη Μοσούλη, στην Εθνική οδό Μοσούλη – Άρβηλα – Κιρκούκ. Το χωριό αυτό οι περισσότεροι ερευνητές σωστά το ταυτίζουν με τα αρχαία Γαυγάμηλα].
Μετά τη νίκη του επί του Δαρείου στην Ισσό (333 μ.Χ.), ο Αλέξανδρος δεν επεδίωξε να καταδιώξει τον Πέρση βασιλιά. Αντ’ αυτού, πορεύθηκε προς το Νότο, κατά μήκος των παραλίων της Μεσογείου, και στη συνέχεια προς τη Συρία. Τότε έστειλε τον Παρμενίωνα να καταλάβει τη Δαμασκό, όπου εφυλάσσοντο οι θησαυροί της Αυτοκρατορίας. Οι θησαυροί αυτοί ήταν απολύτως αναγκαίοι στους Μακεδόνες, καθώς θα έλυναν τα οικονομικά προβλήματα της εκστρατείας.
Ο Δαρείος έστειλε απεσταλμένους στον Αλέξανδρο, με σκοπό να τον πείσουν να αφήσει ελεύθερη τη βασιλική οικογένεια, η οποία είχε συλληφθεί μετά τη Μάχη της Ισσού και να συναφθεί ειρήνη. Ο Αλέξανδρος τους υπενθύμισε ότι είχε έλθει στην Ασία για να τους τιμωρήσει για τα αδικήματα που είχαν διαπράξει οι πρόγονοί τους κατά των Ελλήνων και τους επισήμανε ότι αν ο Δαρείος ήθελε κάτι, καλά θα έκανε να έλθει αυτοπροσώπως και να το ζητήσει από τον «Βασιλιά της Ασίας», όπως αποκαλούσε τον εαυτό του.
Ο Δαρείος έστειλε νέα πρεσβεία, με σκοπό να του προσφέρει 10.000 τάλαντα για την απελευθέρωση της οικογένειάς του και να του παραχωρήσει την έκταση από τον Ευφράτη ως τα μεσογειακά παράλια. Ο Αλέξανδρος απέρριψε την πρόταση. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι ο στρατηγός του, Παρμενίων, του είπε: «Εγώ θα δεχόμουν, αν ήμουν ο Αλέξανδρος». Και ο Αλέξανδρος του απάντησε: «Και εγώ θα δεχόμουν, αν ήμουν ο Παρμενίων». Στη συνέχεια, ο Αλέξανδρος βάδισε κατά της Αιγύπτου, την οποία κατέλαβε χωρίς μεγάλη αντίσταση και ίδρυσε την Αλεξάνδρεια το 331 π.Χ.
Αφού απέτυχε να εξευμενίσει τον Αλέξανδρο, ο Δαρείος κατάλαβε ότι μόνο με τα όπλα θα μπορούσε να υπερασπίσει τη θνήσκουσα αυτοκρατορία του. Συγκέντρωσε μια τεράστια στρατιωτική δύναμη, αποτελούμενη από 1.000.000 πεζούς και 40.000 ιππείς, αν και οι αριθμοί αυτοί είναι υπερβολικοί… Το σίγουρο είναι ότι ήσαν πολυπληθέστεροι των Μακεδόνων και των συμμάχων τους, που αριθμούσαν 40.000 οπλίτες και 7.000 ιππείς. Στο στρατό του Δαρείου συμμετείχαν και 20.000 έλληνες μισθοφόροι.
Αρχές καλοκαιριού του 331 π.Χ. το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα έφθασε στην πόλη Θάψακο ή Αμφίπολη της Συρίας, κτισμένη στη δυτική όχθη του ποταμού Ευφράτη. Εκεί, τα προπορευόμενα τμήματα του μηχανικού είχαν ήδη αρχίσει τις προσπάθειες γεφύρωσης του ποταμού. Ωστόσο, η κατασκευή των δύο πλωτών γεφυρών δεν ήταν δυνατόν να ολοκληρωθεί, καθώς ο Πέρσης στρατηγός Μαζαίος, κυβερνήτης της Βαβυλώνας, είχε καταλάβει την ανατολική όχθη του ποταμού με απόσπασμα 5.000 ανδρών του περσικού στρατού. Σύντομα, όμως, βλέποντας το στρατό του Αλέξανδρου, ο Μαζαίος υποχώρησε. Η γεφύρωση ολοκληρώθηκε και ο στρατός του Αλέξανδρου διέσχισε τον μεγάλο ποταμό. Ωστόσο, για λόγους επιμελητείας κυρίως αλλά και κλιματικών συνθηκών, ο Αλέξανδρος δεν κινήθηκε νοτιοανατολικά, όπως ίσως θα αναμενόταν αλλά βόρεια, μέσω της Μυγδονίας, (βορειοανατολικό τμήμα της Μεσοποταμίας, στο άκρο του σημερινού Ιράκ) όπως την αποκάλεσαν ύστερα οι Μακεδόνες , με τους δροσερούς λόφους και την άφθονη βοσκή για τα άλογα, τις κατοικημένες περιοχές για την προμήθεια τροφίμων και προφανώς με περισσότερη δροσιά για τους πεζούς.
Όμως λίγο αργότερα αιχμαλωτίσθηκαν Πέρσες ανιχνευτές. Από αυτούς ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε πως ο Δαρείος είχε συγκεντρώσει στρατιά μεγαλύτερη από εκείνη της μάχης της Ισσού και πως είχε στρατοπεδεύσει στη δυτική όχθη του ποταμού, με την απόφαση να μην επιτρέψει τη διάβαση του Τίγρη. Ακούγοντας την είδηση, ο Αλέξανδρος θεώρησε πως δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει το πέρασμα ενός τέτοιου ποταμού βαλόμενος από τα βέλη του αντιπάλου του και τράβηξε βορειανατολικά, όπου πέρασε δύσκολα τον μεγάλο ποταμό και βρέθηκε στην ανατολική όχθη. Εκεί σταμάτησε μια μέρα για να ξεκουράσει το στράτευμα στις ορεινές όχθες.
Το ίδιο βράδυ (στις 20 Σεπτεμβρίου 331 π.Χ.) συνέβη ολική έκλειψη σελήνης και φόβος εξαπλώθηκε στο στρατόπεδο, καθώς γενικά η έκλειψη θεωρείτο κακός οιωνός. Όμως ο μάντης Αρίστανδρος ο Τελμησσεύς θύμισε στο στράτευμα πως σύμφωνα με τους Πέρσες μάγους ο ήλιος είναι το έμβλημα των Ελλήνων και η σελήνη το έμβλημα των Περσών. Κατόπιν ο μάντης θυσίασε στη Σελήνη, στον Ήλιο και στη Γη και εξετάζοντας τα σφάγια βρήκε πως η έκλειψη ήταν ευνοϊκή για τους Έλληνες και ότι μέσα σε ένα μήνα θα γινόταν νικηφόρα μάχη. Με τέτοιον ευνοϊκό χρησμό ο στρατός ξεκίνησε την αυγή αναθαρημένος για να συναντήσει τους Πέρσες. Βάδισαν νότια κατά μήκος του Τίγρη ποταμού επί τέσσερεις ημέρες. Εκεί συνάντησαν ιππείς και ο Αλέξανδρος τους επιτέθηκε με τη βασιλική ίλη, τους πρόδρομους, τους Παίονες και άλλη μία ίλη. Αρκετοί Πέρσες σκοτώθηκαν, άλλοι ξέφυγαν και κάποιοι αιχμαλωτίστηκαν. Σύμφωνα με τις πληροφορίες τους ο Δαρείος βρισκόταν κοντά στον ποταμό Βούμηλο ή Βούμωδο.
Ο Αλέξανδρος σταμάτησε αμέσως την προέλαση του στρατού και στρατοπέδευσε, οχυρώνοντας το στρατόπεδο, για κάθε ενδεχόμενο. Εδώ επί τέσσερις ημέρες ξεκούρασε το στράτευμα. Το βράδυ της τέταρτης ημέρας, 29η προς 30η Σεπτεμβρίου, προέλασε και πάλι, αφήνοντας πίσω του σκεύη, αιχμαλώτους και τους απόμαχους. Αρχικά προχώρησε ανάμεσα σε γήλοφους που τον χώριζαν από τον εχθρό. Ανεβαίνοντας τις πρωινές ώρες στα υψώματα είδε απέναντί του σε απόσταση περίπου τριάντα σταδίων (το στάδιο έχει μήκος που αντιστοιχεί σε 182,18 μέτρα) τις αντίπαλες δυνάμεις. Παρέταξε τη φάλαγγα και συγκέντρωσε τους ανώτερους αξιωματικούς του. Τους συμβουλεύτηκε, αν έπρεπε να προχωρήσει και να αρχίσει αμέσως την επίθεση. Οι περισσότεροι ήταν της άποψης να επιτεθούν αμέσως, αλλά ο Παρμενίων επέμεινε πως θα ήταν ασύνετο να κάνουν κάτι τέτοιο, χωρίς να γνωρίζουν ακριβώς την περιοχή μπροστά τους, τις φυσικές και τεχνητές της δυσκολίες ούτε την παράταξη των εχθρών, επιμένοντας ότι το θα ήταν ορθότερο να παρατηρηθούν όλα αυτά πριν ξεκινήσει η μάχη.
Ο Αλέξανδρος άκουσε τη συμβουλή του Παρμενίωνα και διέταξε να μείνουν εκεί, αλλά παρατεταγμένοι για μάχη. Κατασκεύασε εδώ νέο οχυρωμένο στρατόπεδο, στο οποίο μετέφερε τη σκευή και τους αιχμαλώτους από το προηγούμενο. Ο ίδιος παίρνοντας μαζί του από τους ιππείς τους ψιλούς και τους εταίρους, κατασκόπευσε ανεμπόδιστα τους αντιπάλους και την περιοχή. Ο Παρμενίων, ο Πολυσπέρχων και άλλοι τον συμβούλευσαν, όταν επανήλθε από την ανίχνευση, να επιτεθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας, γνώμη που ο Αλέξανδρος απέρριψε, θεωρώντας πως «δεν είναι τίμιο να κλέψει τη νίκη», και ότι επιθυμεί και μπορεί να νικήσει φανερά και χωρίς σοφίσματα τον Δαρείο. Κατόπιν έπεσε και κοιμήθηκε τόσο βαριά, που φέρεται ότι χρειάστηκε τρεις φορές το πρωί να του μιλήσει ο Παρμενίων για να σηκωθεί.
Ο περσικός στρατός που συγκεντρώθηκε εδώ, έφθανε συνολικά τους 1.000.000 πεζούς και 40.000 ιππείς, όπως παραδίδει ο Αρριανός, αν και η άποψή του θεωρείται λίγο-πολύ προπαγανδιστική και υπερβολική. Στον συγκεκριμένο στρατό που παρέταξε, ο Δαρείος επέφερε και άλλες βελτιώσεις. Προμηθεύθηκε ξίφη και δόρατα πολύ μεγαλύτερα από τα προηγούμενα και κατασκεύασε 200 δρεπανηφόρα άρματα, το καθένα από τα οποία διέθετε ένα είδος μυτερού εμβόλου που εξείχε αρκετά εμπρός από τους ίππους, ενώ εκατέρωθεν του ζυγού πρόβαλλαν τρία μακριά ακόντια. Επίσης και από τις δυο πλευρές των αξόνων των τροχών πρόβαλλαν δρέπανα. Επιπλέον, ο Δαρείος φέρεται πως είχε στα Άρβηλα 15 οπλισμένους πολεμικούς ινδικούς ελέφαντες, που για πρώτη φορά αναφέρονται ότι παρατάχθηκαν σε πεδίο μάχης.
Στα Γαυγάμηλα ο Δαρείος παρέταξε στην άκρα αριστερή πλευρά τους αρειμάνιους Βακτρίους, με τον Βήσσο τον σατράπη της Βακτριανής. Δίπλα σύνταξε τους Δάες και τους Αραχώτους υπό τον Βερσαέντη, τον σατράπη της Αραχωσίας. Κατόπιν παρέταξε τους δικούς του Πέρσες, ιππείς και πεζούς, τους Σούσιους υπό τον Οξάτρη και τους Καδούσιους (αρχαία ιρανική φυλή που ζούσε στα βουνά νοτιοδυτικά της Κασπίας Θάλασσας, στην περιοχή του σύγχρονου Ιρανικού Αζερμπαϊτζάν). Στην άκρα δεξιά πλευρά παρατάχθηκαν και στην ανατολική και τη δυτική πλευρά του Ευφράτη τα συριακά στρατεύματα υπό τον Μαζαίο. Κατόπιν παρατάχθηκαν οι Μήδοι υπό τον Ατροπάτη, οι Παρθυαίοι, οι κατάφρακτοι Σάκες, οι Τάπουροι (μηδικό φύλο στο νότο της Κασπίας) και οι Υρκανοί, όλοι τους ιππείς, υπό τον Φραταφέρνη. Τελευταίοι παρατάχθηκαν οι Αλβανοί του Καυκάσου – Αρανοί και οι Σακεσίνες. Ο ίδιος ο Δαρείος πήρε θέση στο κέντρο, περιβαλόμενος από το καλύτερο τμήμα του στρατεύματος, τους έφιππους Πέρσες σωματοφύλακες, τους αποκαλούμενους συγγενείς του βασιλέα, τους πεζούς Πέρσες σωματοφύλακες, τους αποκαλούμενους μηλοφόρους, καθώς οι λόγχες τους έφεραν χρυσό μήλο, αντί για αιχμηρό ουρίαρχο-σαυρωτήρα. Κατόπιν παρέταξε τους «ανασπάστους Κάρας», δηλαδή απογόνους των Καρών, που μετοίκησαν από την πατρίδα τους στα ενδότερα του κράτους, τους άριστους τοξότες Μάρδους (ορεσίβιους δίπλα στις βόρειες όχθες της Κασπίας) και τέλος τους Έλληνες μισθοφόρους.
Πίσω από αυτούς παρατάχθηκαν ασύνταχτοι οι Ούξιοι (μη ιρανικός ορεσλιβιος νομαδικός λαός που ζούσε στην οροσειρά του Ζάγρου) και οι Βαβυλώνιοι και εκείνοι που κατοικούσαν προς την Ερυθρά θάλασσα και οι Συτακινοί και άλλοι, αγνώστου πλήθους λαοί. Ανάμεσα στο μέτωπο και στη φρουρά στέκονταν τα τρομακτικά δρεπανηφόρα άρματα, μπροστά από τα οποία προπορεύονταν ορισμένα μικρά ιππικά σώματα, στο αριστερό κέρας ήταν Σκύθες και Βακτριανοί με 100 άρματα, και στο δεξιο κέρας Αρμένιοι και Καππαδόκες με 50 άρματα, ενώ τα υπόλοιπα 50 άρματα τοποθετήθηκαν στο μέσο. Αυτή η παράταξη του περσικού στρατού αναφέρεται από τον Αρριανό, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αριστόβουλου, (ο οποίος λέει ότι την αντέγραψε από το επίσημο σχέδιο που βρέθηκε ανάμεσα στα έγγραφα του περσικού επιτελείου, τα οποία έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων αργότερα μαζί με την υπόλοιπη σκευή του Δαρείου).
Την 1η Οκτώβριου του 331 π.Χ. (τελευταία ημέρα του Βοηδρωμιώνα που είχε ορίσει ο χρησμός του Αρίστανδρου), παρέταξε ο Αλέξανδρος σε δύο τάξεις το στρατό του, που συγκροτείτο συνολικά από 40.000 πεζούς και 7.000 ιππείς. Προβλέποντας το σχέδιο του Δαρείου, ο Αλέξανδρος παρέταξε τις δυνάμεις του έτσι ώστε να μην υπάρχει καμία δυνατότητα υπερφαλάγγισής τους. Στο κέντρο παρατάχθηκαν έξι τάξεις της φάλαγγας και δεξιά τους οι υπασπιστές έχοντας στο πλευρό τους τις ίλες των εκλεκτών εταίρων. Αριστερά της φάλαγγας τάχθηκαν 500 πεζοί και 2.000 Θεσσαλοί ιππείς. Πίσω από την πρώτη γραμμή αναπτύχθηκαν οι υπόλοιποι οπλίτες και πελταστές του στρατού σχηματίζοντας αμφίστομη φάλαγγα, ώστε σε οποιαδήποτε προσπάθεια υπερφαλάγγισης και κύκλωσης να μπορούν να σχηματίσουν νέο πλάγιο μέτωπο («επικαμπή») ή αντίθετο του αρχικού.
Στη δεξιά πλευρά ο Αλέξανδρος τοποθέτησε ελαφρούς πεζούς και ιππείς. Μπροστά από τις ίλες των εταίρων παρατάχθηκαν σε πλαγιοφυλακή οι φημισμένοι Αγριάνες ακοντιστές, υποστηριζόμενοι στο δεξιό τους πλευρό από ψιλούς τοξότες και ακοντιστές. Τις μονάδες των ψιλών υποστήριζαν με τη σειρά τους οι πρόδρομοι σαρισσοφόροι υπό τον Αρέτα και οι Παίονες ελαφροί ιππείς. Την πλαγιοφυλακή, που κάλυπτε τον χώρο μεταξύ των δυο κυρίων γραμμών μάχης, κάλυπταν Έλληνες ιππείς και τμήματα Αγριάνων και ψιλών τοξοτών. Την εμπροσθοφυλακή του δεξιού ελληνικού κέρατος αποτελούσαν οι 500 μισθοφόροι ιππείς του Μενίδα. Με τον ίδιο τρόπο παρατάχθηκαν και στην αριστερή πλευρά τμήματα Κρητών τοξοτών και Θρακών ακοντιστών, ως πλαγιοφυλακή υποστηριζόμενα από θρακικά και ελληνικά τμήματα ιππικού. Εμπροσθοφυλακή του αριστερού κέρατος αποτελούσε το τμήμα του μισθοφορικού ιππικού του Ανδρόμαχου. Τέλος, τη φύλαξη του στρατοπέδου ανέλαβαν Θράκες πελταστές.
Η κοσμογονική μάχη (στην απλούστερη και ευνόητη εκδοχή της) ξεκίνησε με τους Πέρσες να επιτίθενται στο δεξιό πλευρό των Ελλήνων. Τότε ο Αλέξανδρος ενίσχυσε τη δεξιά πλευρά με ιππείς. Ο Δαρείος έστειλε με τη σειρά του και άλλες ενισχύσεις στο σημείο αυτό, δημιουργώντας έτσι κενό στο αριστερό του πλευρό. Αντιλαμβανόμενος το κενό ο Αλέξανδρος επιτέθηκε αστραπιαία επικεφαλής των εταίρων. Μέσα από το κενό αυτό προσπάθησε να στραφεί προς το κέντρο του περσικού στρατεύματος, τρέποντας τη φρουρά του Δαρείου ο οποίος πολεμούσε σκληρά από το άρμα του σε φυγή. Ο Δαρείος, εκτεθειμένος μετά την υποχώρηση της προσωπικής φρουράς του αναγκάστηκε να διαφύγει με τη σειρά του. Η φυγή γενικεύτηκε και όταν ο Αλέξανδρος έσπευσε προς ενίσχυση του Παρμενίωνα, η μάχη ουσιαστικά είχε λήξει. Ο Αλέξανδρος κατεδίωξε τους Πέρσες ως τα Άρβηλα, ενώ ο Δαρείος κατόρθωσε να διαφύγει στη Μηδία, με φρουρά μερικών χιλιάδων ιππέων.
Λεπτομερέστερη προσέγγιση της μάχης : Καθώς πλησιάζουν οι δύο στρατοί ο Αλέξανδρος βρίσκεται απέναντι από τον Δαρείο και το αριστερό περσικό κέντρο, δηλαδή τους Πέρσες δορυφόρους τους Ινδούς, τους Αλβανούς και τους Κάρες. Κατανοεί πως υπερφαλαγγίζεται από το αριστερό του εχθρού και δίνει εντολή να προελάσουν δεξιά του, σε λοξή τάξη και κλιμακωτά, ο Κλείτος με την ίλη του, οι ψιλοί δεξιά της και οι υπασπιστές και όλες οι τάξεις της φάλαγγας. Ο Δαρείος αναγκαστικά μετακίνησε πάλι το μέτωπο προς τα αριστερά, για να εμποδίσει τούτη την κίνηση του Αλέξανδρου. Εξαιτίας του όγκου του περσικού στρατεύματος υπερφαλάγγιζε συνεχώς τους Μακεδόνες προς τα αριστερά. Διακρίνοντας ο Δαρείος πως ο Αλέξανδρος σε αυτή την πορεία προς τα δεξιά είχε ξεπεράσει τον χώρο που εξομάλυνε για την επίθεση των αρμάτων, θεώρησε ότι έπρεπε να αναχαιτίσει κάθε είδους κίνηση προς αυτό το σημείο. Για αυτό διέταξε τους θωρακισμένους Σκύθες και χίλιους Βακτρίους ιππείς υπό τον Βήσσο να υπερφαλαγγίσουν το δεξιό πλευρό των Μακεδόνων και να αναχαιτίσουν την προς τα δεξιά κίνησή τους. Εναντίον τους έστειλε ο Αλέξανδρος τους ιππείς με επικεφαλής τον Μενίδα.
Βλέποντας τον Μενίδα να προελαύνει, οι Βάκτριοι και οι Σκύθες σταμάτησαν την κυκλωτική τους κίνηση και του επιτέθηκαν, αναγκάζοντάς τον να οπισθοχωρήσει. Λίγο μετά επιτίθενται οι Παίονες και Έλληνες ιππείς και οι Βάκτριοι μαζί με τους Σκύθες υποχωρούν. Ενώ εξακολουθεί ακόμα η ιππομαχία και το μέτωπο συνεχίζει να προωθείται σταθερά λοξά, οι μακεδονικές ίλες και οι υπασπιστές βρίσκονται πλέον απέναντι από τα δρεπανηφόρα. Ο Δαρείος εξαπολύει τα δρεπανηφόρα και δίνει εντολή να ακολουθήσει η πρώτη παράταξη ολόκληρου του στρατού, ελπίζοντας πως τα άρματα θα επιφέρουν σύγχυση στη φάλαγγα και ότι σε αυτή τη σύγχυση με την επίθεση του υπόλοιπου στρατού, θα υπερνικήσει τη μακεδονική φάλαγγα. Τα άρματα αποδείχθηκαν ωστόσο άχρηστα. Τα άλογα αναχαιτίζονταν εύκολα ή τα τραυμάτιζαν οι Αγριάνες και οι τοξότες, ορισμένοι από τους οποίους άρπαζαν τα χαλινάρια, έριχναν τους ηνιόχους και έσφαζαν τα άλογα. Έτσι, πολλά από αυτά ακινητοποιήθηκαν, άλλα στράφηκαν προς τα πίσω και άλλα, όσα έφθασαν έως τη φάλαγγα, περνούσαν ανάμεσα από τα ανοίγματα που άφηναν οι φαλαγγίτες αραιώνοντας, για να τα παραλάβουν πιο πίσω εκτεθειμένα οι ιπποκόμοι.
Απαλλαγμένος ο Αλέξανδρος, από τα δρεπανηφόρα και βλέποντας να ακολουθεί η κύρια δύναμη των Περσών, έδωσε εντολή να αντεπιτεθούν τα στρατεύματα της πρώτης παράταξης, που έμεναν ως εκείνη τη στιγμή ακίνητα. Παράλληλα, έδωσε εντολή στον Αρέτα να αποκρούσει με τους Παίονές του τους εχθρούς που επιτέθηκαν στη δεξιά πλευρά του, κάτι που εκείνος έπραξε με τον καλύτερο τρόπο, κρίνοντας ουσιαστικά τη μάχη. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος επικεφαλής της ίλης του Κλείτου, σταματώντας τη λοξή κίνηση, όρμησε κατά της περσικής παράταξης και επιτέθηκε με όλους τους εταίρους στο ρήγμα που δημιουργήθηκε από την κίνηση των Βακτρίων.
Έτσι το εχθρικό μέτωπο έσπασε και ο Αλέξανδρος επιτέθηκε κατευθείαν εναντίον του Δαρείου, γύρω από τον οποίο έγινε φοβερή ιππομαχία. Την ίδια στιγμή επιτέθηκε και η μακεδονική φάλαγγα, η οποία συντεταγμένη πυκνά και προτείνοντας τις μακριές σάρισσες πίεσε ακόμα περισσότερο τους αντιπάλους. Η μάχη εδώ μπορούσε να παρατεινόταν περισσότερο, γιατί εδώ βρίσκονταν τα καλύτερα στρατεύματα του Δαρείου : Έλληνες, Κάρες, Πέρσες δορυφόροι, συγγενείς του βασιλέα και άλλοι. Ωστόσο, τράπηκαν σε φυγή αφήνοντας τον μεγάλο βασιλέα εκτεθειμένο. Ο Δαρείος εκτιμώντας τον άμεσο προσωπικό κίνδυνο που διέτρεχε, διέταξε το άρμα του να στραφεί προς τα πίσω, τρεπόμενος και ο ίδιος σε μακρά φυγή.
Όμως, κατά τη διάρκεια της ταχύτατης προέλασης του Αλέξανδρου δημιουργήθηκε ένα κενό μεταξύ της τέταρτης και της πέμπτης τάξης της φάλαγγας. Μέσα από αυτό το κενό πέρασε μεγάλος αριθμός Περσών και Ινδών ιππέων και έφθασε ως το ελληνικό στρατόπεδο σφαγιάζοντας τους υπηρέτες και τους ιπποκόμους, παρά την αρχική αντίσταση των Θρακών που δέχθηκαν επίθεση από πίσω από τους αιχμαλώτους και κατατροπώθηκαν. Άλλοι Ινδοί, Πέρσες και Πάρθοι ιππείς άρχισαν να πλαγιοκοπούν το θεσσαλικό ιππικό, με αποτέλεσμα ο Παρμενίων να ζητήσει βοήθεια από τον Αλέξανδρο.[ Ο Αλέξανδρος, μαθαίνοντας τι συνέβαινε στους άλλους τομείς του μετώπου, έσπευσε να ενισχύσει τα πιεζόμενα τμήματα του χτυπώντας την αδιάσπαστη δεξιά πλευρά των Περσών. Χτύπησε πρώτα τους Ινδούς και τους Πάρθους που έφυγαν κυνηγημένοι από το στρατόπεδό του. Στη σύγκρουση αυτή σκοτώθηκαν 60 Εταίροι και τραυματίστηκαν βαριά ο Ηφαιστίωνας και ο Μενίδας. Κατόπιν, ο Αλέξανδρος συνέχισε την επίθεσή του προς ενίσχυση των ανδρών του Παρμενίωνα, αλλά οι Πέρσες, έχοντας πλέον αντιληφθεί την υποχώρηση του υπόλοιπου στρατεύματος, τράπηκαν σε φυγή, καταδιωκόμενοι από τους ιππείς του Παρμενίωνα. Ακολούθησε γενική καταδίωξη των ηττημένων, έως ότου έπεσε το σκοτάδι.
Περισσότεροι από 30.000 άνδρες του Δαρείου σκοτώθηκαν στη μάχη. Οι συνολικές απώλειες των Ελλήνων υπολογίζονται από 100 έως 500 νεκρούς. Αμέτρητα ήταν και τα λάφυρα που περιήλθαν στην κατοχή των νικητών, ανάμεσά τους τα όπλα και το άρμα του Δαρείου, οι 15 ινδικοί ελέφαντες που δε χρησιμοποιήθηκαν στη μάχη, χιλιάδες υποζύγια, χρήματα, τρόφιμα και εφόδια των Περσών. Με αυτόν τον τρόπο έληξε η μεγαλύτερη μάχη της εκστρατείας του Αλέξανδρου, μια μάχη που πλήγωσε βαθύτατα και ανεπανόρθωτα το γόητρο του περσικού κράτους και του ίδιου του μεγάλου βασιλέα, είτε πολέμησε σκληρά, είτε υπήρξε όντως δειλός στη μάχη.
Ο Αλέξανδρος αναγορεύθηκε μεγάλος βασιλέας τελώντας τις ανάλογες θυσίες, ο δε Δαρείος φυγάδας, έγινε εντέλει θύμα συνωμοσίας εναντίον του με αρχηγό τον Βήσσο, τον σατράπη της Βακτριανής. Από τον διαλυμένο στρατό του περίπου σαράντα χιλιάδες Πέρσες συγκεντρώθηκαν υπό τον σατράπη Αριοβαρζάνη, γιο του Αρτάβαζου και οχυρώθηκαν στις Περσίδες πύλες, (οι οποίες αποτελούσαν και το φυσικό πέρασμα ανάμεσα στην Περσίδα και τη Σουσιανή). το μόνο σημείο που θα μπορούσαν πλέον να αντισταθούν στον Αλέξανδρο και να διασώσουν την περσική επικράτεια. Ο Αλέξανδρος δεν κυνήγησε τον Δαρείο στις ορεινές περιοχές, ούτε πήρε το δρόμο για τα Σούσα, αλλά τράβηξε για τη Βαβυλώνα.