Ο Αττίλας υπήρξεν ένας εκ των πλέον βιαίων και διασήμων κατακτητών της παγκοσμίου Ιστορίας. Στο απόγειον της δυνάμεώς του ήνωσεν όλες τις βαρβαρικές φυλές της Ευρώπης αμφισβητών την κυριαρχίαν της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Δυτικής και Ανατολικής -Βυζαντινής). Οι Γερμανικές φυλές οι οποίες τον εγνώρισαν τον απεκάλουν συλλήβδην «Ένας βάρβαρος ο οποίος εδείπνα με την σάρκαν των θυμάτων του».
Οι Ρωμαίοι εθεώρουν τους μογγολοειδείς Ούννους υπανθρώπους, διότι έζων και εκοιμούντο ομού με τους ίππους τους, δεν είχαν γραπτόν λόγο, δεν έκτιζαν οικείες ή άλλες εγκαταστάσεις και έτρωγον το κρέας ωμό. Ειδικότερον οι Βυζαντινοί εθεώρουν τον Αττίλα ως τιμωρία αποσταλείσα εκ Θεού για τις αμαρτίες τους. Πραγματικώς, ο Αττίλας υπήρξεν ένας ιδιαιτέρως προικισμένος ηγέτης, διπλωμάτης και συγχρόνως ισχυρός πολέμαρχος, ο οποίος ελατρεύετο αφοσιωτικώς από τον λαόν του. Οι Ούννοι, ο προερχόμενος από τις στέπες της κεντρικής Ασίας νομαδικός λαός, μεταναστεύων σταδιακώς προς την Ευρώπη, ήρχισαν να συμπιέζουν τα ποικίλα βαρβαρικά φύλα ωθώντες τα προς τα σύνορα της ευρυτέρας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Οι γερμανικές φυλές οι οποίες είχαν την ατυχία να ζουν κατά μήκος της διαδρομής των Ούννων, διέδιδαν τρομακτικές ιστορίες σχετικώς με τις μαχητικές ικανότητες και την κτηνώδη σκληρότητα αυτών των πολεμοχαρών εφίππων νομάδων. Αποτέλεσμα τούτου ήταν πως οι εκχριστιανισθέντες Ρωμαίοι εθεώρουν τους Ούννους ως «ενσάρκους δαίμονες» και συνάμα «υπηρέτες του Αντίχριστου». Ο Ούννος πολέμαρχος εγεννήθη το 400 μ.Χ. κατά την εποχήν οπότε οι Ούννοι έχοντες εξουδετερώσει τις δυνάμεις των Οστρογότθων και Βησιγότθων, ίδρυσαν το νομαδικόν τους βασίλειον στις εκτενέστατες και εύφορες πεδιάδες της σημερινής Ουγγαρίας.
Ο βασιλεύς των Ούννων Ρουγίλας (Rua), διατηρών την παραδοσιακή πολιτικήν του εκβιασμού απήττησεν από την Βυζαντινήν αυτοκρατορίαν, ετήσιον φόρον 300 κιλών χρυσού ώστε να μην διενεργεί επιθέσεις κατά των επαρχιών της. Επιπλέον, επέτρεπεν στους πολεμιστές του να υπηρετούν στον Ρωμαϊκόν στρατό μαχόμενοι εναντίον των βαρβάρων στις ρωμαϊκές επαρχίες της Ισπανίας, της Γαλατίας και της Αφρικής. Σε ηλικίαν 15 ετών ο Αττίλας προσεφέρθη από τον πατέρα του ως «όμηρος» στην αυτοκρατορικήν αυλή της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ώστε να εδραιωθεί έτσι αρρήκτως η συνθήκη ειρήνης μεταξύ Ρωμαίων και Ούννων. κατά την διάρκειαν της ομηρείας έμαθε την λατινικήν γλώσσα, καθώς και τις ρωμαϊκές στρατιωτικές μεθόδους και τεχνικές, ενώ ταυτοχρόνως υπήρξεν αυτόπτης μάρτυς του εξαιρετικού πλούτου αλλά και της σηπτικής διαφθοράς που εχαρακτήριζεν τον ρωμαϊκόν τρόπον ζωής. Μετά από πέντε έτη αιχμαλωσίας, το 420 μ.Χ. ο Αττίλας επέστρεψεν στον λαόν του έχων μάθει τα πλείστα για τον εχθρό και ορκιζόμενος ότι στο μέλος θα επέστρεφε στην Ιταλία όχι πλέον ως όμηρος, αλλά ως κατακτητής.
Κατά την διάρκειαν της επιστροφής ο Αττίλας εγνωρίσθη με τον νεαρόν πατρίκιο Φλάβιον Αέτιον, ο οποίος είχεν προσφερθεί αντιστοίχως εκ μέρους ων συμπατριωτών του ως «όμηρος» για την προαναφερθείσα επισφράγιση της συμφωνίας ειρήνης. Οι δύο νεαροί κατέστησαν τάχιστα αχώριστοι φίλοι, ενώ ο Αέτιος έμαθε πλήρως τον τρόπον ζωής των Ούννων καθώς και τις στρατιωτικές τους τακτικές. Η σφυρηλατηθείσα μεταξύ των δύο ανδρών φιλία, θα είχε στο μέλλον τεράστιες επιπτώσεις στην ζωήν τους, κατά τρόπον τον οποίον ουδείς εξ αυτών ηδύνατο να φανταστεί.
Όπως προανεφέρθη, ο βασιλεύς Ρουγίλας απέθανε το 434 μ.Χ. και τον διεδέχθησαν οι υιοί του αδελφού του Μουνδιούχου (Mundzuk), ο Αττίλας και ο αδελφός του Μπλέντα. Αυτοί για τα επόμενα επτά έτη συνεκυβέρνησαν ειρηνικώς, έως το 441 όταν ο βυζαντινός αυτοκράτωρ Θεοδόσιος Β’ ο Μικρός διέκοψεν την πληρωμή του φόρου χρυσού στους Ούννους. Εκείνην την χρονικήν περίοδον ο Αττίλας εφόνευσε τον αδελφό του προκειμένου μετά την αδελφοκτονία να ακολουθήσει την άκρως επιθετικήν πολιτικήν την οποίαν επεθύμη, ώστε να υλοποιήσει τα σχέδιά του περί επεκτάσεως του ουννικού βασιλείου.
Οι Ούννοι διέσχισαν τον Δούναβη και εισέβαλαν στις βαλκανικές επαρχίες του Βυζαντίου. Καθ’ οδόν προς την Βασιλεύουσα ελεηλάτησαν και κατέστρεψαν όλες τις πόλεις από τις οποίες διήλθαν. Στην χερσόνησον της Καλλιπόλεως συνέτριψαν τον βυζαντινόν στρατόν ο οποίος εστάλη να τους αναχαιτίσει, αλλά τους ανέκοψαν τα ήδη ανακαινισθέντα ισχυρά, διπλά (θαλάσσια και χερσαία) τείχη.
Ο Θεοδόσιος αντιμετωπίζων το ενδεχόμενον πολιορκίας δεν είχεν άλλην επιλογή από την συνθηκολόγηση με τον Αττίλα, καταβάλλων προς επίτευξή της βαρύτατο αντίτιμον. Οι όροι της συνθήκης προέβλεπαν όπως προανεεφέρθη μιαν εφάπαξ καταβολή δύο χιλιάδων κιλών χρυσού και ετησίαν καταβολήν επτακοσίων κιλών χρυσού ως φόρον, καταβολήν λύτρων για κάθε αιχμάλωτο βυζαντινό πολίτη που εκράτουν οι Ούννοι, αλλά και την άμεσον άνευ όρων επιστροφήν των Ούννων αιχμαλώτων κρατουμένων των Βυζαντινών. Ως επιπρόσθετοι όροι ετέθησαν επίσης η μη υπογραφή συμφωνίας εκ μέρους του Βυζαντίου με εχθρικώς διακείμενα προς τους Ούννους κράτη, καθώς και η αποκλειστικότης των βαρβάρων στην εμπορικήν εκμετάλλευση των παραδουναβίων περιοχών.
Ο Θεοδόσιος υπέγραψεν την συμφωνίαν γνωρίζων καλώς ότι είναι προτιμοτέρα μία ταπεινωτική και πανάκριβος ειρήνη από έναν πόλεμον τον οποίον δεν ηδύνατο να κερδίσει. Βεβαίως, κάθε κιλό χρυσού το οποίον διέσχιζεν τον Δούναβη, κινούμενο προς τους Ούννους, καθιστούσε τον ηγεμόνα τους ισχυρότερο και απειλητικότερο, ενώ η καταβληθείσα Βυζαντινή αυτοκρατορία καθίστατο πλέον αδύναμος και ταπεινή.
Ο ουσιώδης λόγος για τον οποίον η Δυτική ρωμαϊκή αυτοκρατορία ουδεμίαν προσέφερε βοήθειαν στην συγγενικήν της Ανατολικήν, υπήρξε το γεγονός ότι ο εφηβικός φίλος του Αττίλα Φλάβιος Αέτιος είχεν προαχθεί σε Αρχιστράτηγο των Δυτικών Ρωμαϊκών δυνάμεων του αυτοκράτορος Βαλεντινιανού. αυτή ακριβώς η έκπαλαι φιλία εξησφάλιζε την ειρήνη στην Δυτική ρωμαϊκή αυτοκρατορία εις βάρος του Βυζαντίου.
Το 447 μ.Χ. αφού ο Θεοδόσιος συνεκρότησεν νέον στρατό και ενίσχυσεν επαρκώς τα σύνορά του, ηρνήθη εκ νέου να καταβάλει τον ετήσιον φόρον στους Ούννους. Αμέσως ο Αττίλας με τον στρατό του διέσχισα για μίαν εισέτι φοράν τον Δούναβη, εισβάλλοντες στις Βυζαντινές επαρχίες. Ο βάρβαρος πολέμαρχος βασιλεύς είχε δώσει συγκεκριμένη εντολή να καταστραφούν τα πάντα στο πέρασμα των πολεμιστών του, προκειμένου οι Βυζαντινοί να πληρώσουν βαρύτατα για την προσβολή τους. Στην μάχη της Μαρκιανουπόλεως ο Βυζαντινός στρατός κατεστράφη ολοσχερώς. Δίχως καμίαν αντίσταση πλέον οι Ούννοι κατευθύνθησαν προς νότον και ήρχισαν να λεηλατούν την Ελλάδα.
Έχοντες κατακτήσει το μεγαλύτερον τμήμα της περιοχής των Βαλκανίων εστράφησαν Βορειοδυτικώς προς την Βασιλεύουσα. Εστρατοπέδευσαν έξω από τις πύλες της, οπότε οι κάτοικοί της ετρομοκρατήθησαν σφόδρα και ο Αυτοκράτωρ Θεοδόσιος δεν είχεν άλλην επιλογή από το να ζητήσει και πάλιν συνθηκολόγηση. Οι όροι οι οποίοι του περοσεφέρθησαν ήσαν πολύ σκληροί. Ο Αττίλας απήτησε την άμεσο καταβολή 7000 κιλών χρυσού αλλά και την καταβολή χιλίων κιλών ετησίως. Προκειμένου να εξασφαλίσει αμέσως τους επτά τόνους χρυσού ο Θεοδόσιος εκκένωσε το αυτοκρατορικόν θησυαροφυλάκιον, αφήρεσε κάθε άγαλμα και οιοδήποτε μνημείον εμπεριέχον χρυσό, αλλά και κατέσχεσεν τον χρυσόν από τους ευπόρους πολίτες του κράτους του. Με τις άμαξες του Αττίλα να εκχειλίζουν κυριολεκτικώς από πλούτη, οι Ούννοι επέρασαν πάλιν τον Δούναβη και επέστρεψαν στα εδάφη τους.
Αφού κατέστη βασιλεύς το 434 μ.Χ. ο Αττίλας επέτυχεν να ενώσει τα παλαιότερον αντιμαχόμενα φύλα των Ούννων σχηματίζων μιαν ακατανίκητον πολεμικήν μηχανή. Το βασίλειόν του τώρα εξετείνετο κατά μήκος των συνόρων της ανατολικής και της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας συμπεριλαμβάνον όλες τις βαρβαρικές φυλές της τεραστίας επικρατείας του. Μία και μόνον λέξη του ήταν ικανή να προξενεί φρικώδη τρόμο σε αυτοκράτορες και βασιλείς, είχεν δε καταστεί πλέον ο ισχυρότερος άνθρωπος της εποχής του.
Στα 450 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος απέθανε σε ατύχημα, πίπτων από τον ίππον του. Ο διάδοχός του Μαρκιανός, υιοθέτησε μίαν τολμηρά και σκληρά στάση εναντίον των διεκδικήσεων του Αττίλα και ηρνήθη να καταβάλει τον ετήσιον φόρν. Τώρα όμως, ο Αττίλας ηγνόησε περιφρονητικώς τις ενέργειες του Μαρκιανού καθότι είχε στρέψει την προσοχή του στην Δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Η Πατρικία Γιούστα Γκράτα Ονωρία, αδελφή του Ρωμαίου αυτοκράτορος Βαλεντινιανού του Γ’ αντετάχθη στην επιλογήν του αδελφού της να νυμφευθεί έναν συγκλητικό, έστειλε δε κρυφίως επιστολή στον Αττίλα εσωκλείουσα σε αυτήν ένα χρυσό δακτύλιο. Ο Αττίλας εξέλαβε την ενέργειαν αυτή ως πρόταση γάμου, απεδέχθη το αποσταλέν δώρο και απήττησε την Δυτική Ρωμαϊκή επαρχία της Γαλατίας ως προίκα. Η επακόλουθος άρνηση του Βαλεντινιανού προεκάλεσε την εισβολή των Ούννων στην Δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Γιάννης Ηλιού