Βραχύσωμοι, με κιτρινωπό δέρμα, «σχιστούς» οφθαλμούς και προέχοντα μήλα των παρειών, ανθεκτικοί και απανθρώπως σκληροί, υπερνικούντες κάθε φυσικήν δοκιμασία, οι διαβόητοι Ούννοι (οι Χιουνγκ Νου ήτοι «Άγριοι Δούλοι» των Κινέζων) ενεφανίσθησαν ως δυσοίωνο μετέωρον στην Ιστορία. Διέσχισαν την τρομεράν έρημο Γκόμπι νοτίως της Μογγολίας και βορειοανατολικώς του Θιβέτ, αντιμετωπίζοντες απαγορευτικές θερμοκρασίες ανερχόμενες υπέρ των 40 βαθμών την ημέρα και κατερχόμενες έως τους -20 κατά την νύκτα. Περί το 250 μ.Χ. έφθασαν στα βόρεια σύνορα της Κίνας και εγκατεστάθησαν έξω από το Μέγα Σινικόν Τείχος. Στα 311 ο Ούννος φύλαρχος Λιέου Τσονγκ διέβη τον Κίτρινο ποταμόν, ηχμαλώτισε τον Κινέζο αυτοκράτορα αυτοαναγορευθείς αυτοκράτωρ και καθήμαξε τις πλούσιες κινεζικές επαρχίες. Ο θάνατός του στα 318 διήνοιξε τον ασκόν του Αιόλου Μογγολικές, Θιβετιανές και τουρκικές φυλές εξεχύθησαν από τα όρη καταλαμβάνουσες τα ερημοποιηθέντα εδάφη.
Οι Ούννοι εξεδιώχθησαν εκείθεν, εστράφησαν προς δυσμάς και περί τα τέλη του Δ’ αιώνος έφθασαν στην Συρία και στην Μικρασία. Πολυχασμένοι σε μεγάλες ομάδες και διαρκείς επιδρομές στις αρχές του 5ου αιώνος διέβησαν την Κασπία θάλασσα, φθάνοντες στις βόρειες παρυφές του Ευξείνου Πόντου, όπου ευρίσκετο το καλώς οργανωμένο Οστρογοτθικόν κράτος υπό τον βασιλέα Ερμινάριχο. Σαρώνοντες τα πάντα στο διάβα τους οι αιμοσταγείς Ούννοι διέβησαν τον Καύκασον, υπέταξαν τους ιρανικής προελεύσεως Αλανούς και επέπεσαν στο Οστρογοτθικόν κράτος. Ο Ερμινάριχος ητήθη και ηυτοκτόνησε (375), ενώ ο λαός του, μη δυνάμενος να αντισταθεί στους βαρβάρους εισβολείς, εκινήθη νοτιοδυτικώς προς τα Καρπάθια όρη.
Οι Ούννοι εξήπλωσαν την κυριαρχία τους από του Ρήνου έως τον Καύκασον και από της βορείου Γερμανίας έως τον Δούναβη, φθάνοντες στα βόρεια σύνορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Με το αποτελεσματικότατον ιππικό τους επέδραμον στα Βαλκάνια, ελεηλάτουν, αντεμετωπίζοντο ή απέσπων χρήματα και έφευγαν.
Ο αρχηγός των Ούννων Ρουγίλας οργάνωσεν ισχυρόν κράτος και ήρχισεν τις επιδρομές και τις επιθέσεις εναντίον του βυζαντινού κράτους. Από το 434 οι ανεψιοί του, αδελφοί Αττίλας και Μπλέντα (ελληνικά: Βλήδας) συνεκυβέρνων τους Ούννους και ήσαν εξ ίσου φιλόδοξοι με τον θείον τους Ρουγίλα. Το 435 υπεχρέωσαν την Βυζαντινήν Αυτοκρατορία να υπογράψει την Συνθήκη της Μάργου (σημερινόν Ποζάρεβατς), προσφέρουσα στους Ούννους εμπορικά δικαιώματα και καταβάλλουσα ετήσιον φόρον. Οι Βυζαντινοί συνεφώνησαν επίσης να παραδώσουν Ούννους πρόσφυγες (άτομα τα οποία ημπορεί να είχαν απειλήσει την άνοδον των αδελφών στην εξουσία) για εκτέλεση. Με τα νότια σύνορά τους προστατευμένα από τους όρους της συνθήκης οι Ούννοι μπόρεσαν να στραφούν αποκλειστικά στην περαιτέρω υποταγή φυλών στα δυτικά.
Οι Ούννοι παρεβίασαν την συνθήκη το 440, όταν οι Αττίλας και Μπλέντα επετέθησαν στην «Κάστρα Κωνστάντια», ένα Ρωμαϊκό φρούριο και εμπορικόν σταθμό στις όχθες του Δουνάβεως. Οι Βυζαντινοί διέκοψαν την πληρωμήν του συμπεφωνημένου φόρου και παρεβίασαν και άλλους όρους της Συνθήκης της Μάργου, έτσι οι Ούννοι βασιλείς έστρεψαν πάλιν τη προσοχή τους προς την Ανατολή. Αναφορές ότι ο Επίσκοπος της Μάργου είχε περάσει σε εδάφη των Ούννων και εβεβήλωσε βασιλικούς τους τάφους, τους εξαγρίωσαν έτι περαιτέρω. Εξέσπασεν πόλεμος μεταξύ των δύο κρατών και οι Ούννοι εξουδετέρωσαν έναν αδύναμο βυζαντινό στρατό και ισοπέδωσαν την Μάργο (το σημερινό Ποζάρεβατς), την Σιγγιδώνα (Βελιγράδι) και το Βιμινάκιον (12 χλμ. από την σύγχρονον πόλη Kόστολατς στην ανατολικήν Σερβία). Αν και υπεγράφη ανακωχή το 441, δύο έτη αργότερον η Κωνσταντινούπολη δεν ημπόρεσε να καταβάλλει τον φόρον και ο πόλεμος επανελήφθη. Στην εκστρατείαν που ηκολούθησεν οι στρατιές των Ούννων έφθασαν ανησυχητικώς εγγύς της Κωνσταντινουπόλεως, λεηλατούσες στην πορείαν τους την Σερδική (νυν Σόφια της Βουλγαρίας), την Αρκαδιούπολη (το σημερινό τουρκικό Λουλέ Μπουργκάζ) και την Φιλιππούπολη. Αφού υπέστη συντριπτική ήττα στη Μάχη της Χερσονήσου, ο Βυζαντινός αυτοκράτωρ Θεοδόσιος ο Β´ ο Μικρός ενέδωσεν στις απαιτήσεις των Ούννων και το φθινόπωρο του 443 υπέγραψε με τους δύο Ούννους βασιλείς την Συνθήκη του Ανατολίου. Οι Ούννοι επέστρεψαν στην χώρα τους με μίαν τεραστία σειράν αμαγών καταφόρτων από λάφυρα.
Ο τότε Αυτοκράτωρ Θεοδόσιος Β’ ο Μικρός υπεχρεώθη να υπογράψει νέαν ταπεινωτικήν ειρήνη με τους κιτρίνους βαρβάρους (448). Αυτή προέβλεπε την παραχώρηση γαιών στους Ούννους από το νυν Βελιγράδι έως το νυν βουλγαρικό Σύστοβο, και από την διωθείσα γενέτειρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου Ναϊσό έως τον Δούναβη. Επιπλέον η αυτοκρατορία υπεχρεώθει να του καταβάλει μίαν «εφάπαξ εισφορά» και έναν «ετήσιον φόρον». Το 449 επληρώθει. Το 450 όχι. Είχεν πλέον αποθάνει ο Θεοδόσιος ο Μικρός, μαζί του δε έληξεν η περίοδος της Ιβηρικής δυναστείας του Μεγάλου Θεοδοσίου.
Στον θρόνον ανήλθε ο Μαρκιανός ο οποίος κατήγγειλε την ειρηνευτική σύμβαση. Αυτός κατήγετο από την Θράκη, ήταν επ’ αδελφή γαμβρός του αυτοκράτορος, απέκτησεν δε ως εντόπιος την απόλυτον εύνοια της ιπποδρομιακής φατρίας των Βένετων της Κωνσταντινουπόλεως και εφαίνετο λίαν καλώς πληροφορημένος. Ο Αττίλας δεν αντέδρασε στην Βυζαντική πρόκληση, καθόσον ήτο απησχολημένος με άλλα. Οι βυζαντινοί τόποι είχαν ρημαχθεί, ενώ η δυτική Ευρώπη τον προεκάλει ως νέον θήραμα. Έτσι, έφυγεν οριστικώς με τους Ούννους του. Εστράφη στην δύσμοιρο Δύση και προέβη σε τρομερές αφανιστικές επιδρομές έως την Γαλατία, επαληθεύων το προσωνύμιόν του «μάστιξ του Θεού». Στην Ρώμη από το 426 αυτοκράτωρ ήταν ο Ουαλεντιανός ο Γ’ με ύπατον στρατηγόν του τον Φλάβιον Αέτιον (γεννηθέντα το 390). Εκείνη την περίοδον ένας χρησμός επροφήτευεν πως μόνον ένας βασιλεύς των ζώων ημπορούσε να σταματήσει τον Αττίλα. Ο αετός είναι ο βασιλεύς των πτηνών, οπότε οι Ρωμαίοι εθεώρησαν πως ο Αέτιος ήταν εκείνος τον οποίον υπενόει ο χρησμός και τον έστειλαν για να αντιμετωπίσει τον βάρβαρο.
Ο Αέτιος εφρόντισε μεθοδικώς να εξεγείρει κατά του Αττίλα και τους παρά τον Ρήνο γερμανικούς λαούς, μεταξύ των οποίων ήσαν και οι αρειμάνιοι Βησιγότθοι με τον βασιλέα τους Θεοδόριχον τον Α’. Οι δύο στρατοί, εκφραστές των δύο εντελώς διαφορετικών κόσμων, συνηντήθησαν στο Κάμπους Μαριάκους (στα Καταλαυνικά Πεδία). Η σφοδρά μάχη διήρκησε καθ’ όλην την ημέρα, και όταν ενύκτωσεν, εκώπασεν. Στο πεδίον έκειντο 160.000 νεκροί μεταξύ δε αυτών και ο ηρωικός Θεοδόριχος. Αλλά ο Αττίλας είχεν ηττηθεί. Εν γνώσει και αυτός του χρησμού περί «βασιλέως των ζώωων» απέφυγε να δώσει μάχην εκ νέου. Έστησε μία σειράν από άμαξες ώστε να ομοιάζουν με στρατόπεδο και διέφυγε ταχέως εντός της νυκτός. Όταν την επομένη πρωία ο Αέτιος εξεκίνησε νέαν επίθεση, εκυρίευσεν εν τέλει έναν κενό καταυλισμό.
Όσα περιληπτικώς παρετέθησαν ανωτέρω καταδεικνύουν σαφώς ότι περί τα μέσα του 5ου μ.Χ. αιώνος απετέλουν όντως το σημαντικότερον πρόβλημα εξωτερικής πολιτικής τόσον του Ανατολικού όσον και του δυτικού Ρωμαϊκού κράτους, όταν ηγεμών των μογγολοειδών Ούννων ήταν ο Αττίλας, μία εκ των μεγαλυτέρων αλλά αρνητικών προσωπικοτήτων της παγκοσμίου ιστορίας. Η καθοριστική για την πορεία της Ευρώπης και του πολιτισμού σύγκρουση των Καταλαυνικών Πεδίων έλαβε χώραν μεταξύ δύο πανισχύρων συνασπισμών, τελούντων υπό την καθοδήγηση πράγματι σπουδαίων ηγετών όπως ο Ρωμαίος στρατηγός Πατρίκιος Αέτιος και ο Ούννος βασιλεύς των βαρβάρων νομάδων της στέπας. Ο Ρωμαίος, παρά τις πελώριες ανακατατάξεις τις οποίες επέφερε η «Μετανάστευση των Λαών», κατόρθωσεν όντως να περισώσει το γόητρον της άλλοτε κοσμοκρατείρας Ρώμης, ενώ χρησιμοποιών αριστοτεχνικώς την ισχύν των όπλων αλλά και την διπλωματία έθεσεν στην υπηρεσίαν του γερμανικούς λαούς όπως οι Βησιγότθοι και οι Φράγκοι. Ο αντίπαλός του Αττίλας ευρισκόμενος στο απόγειον της δυνάμεως και της δόξης του είχεν επίσης υποτάξει ικανόν αριθμό λευκών βαρβαρικών λαών (Οστρογότθοι, Γέπηδες και λοιποί). Όπως προανεφέρθη έχων εξασφαλίσει υψηλόν ετήσιον φόρον από την Βασιλεύουσα εκινήθη το 451 κατά του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους και εισέβαλε στην Γαλατία. Όμως η έκβαση της τιτανίου συγκρούσεως στα Καταλαυνικά πεδία απέδειξεν βεβαίως ότι ο Αττίλας δεν ήταν ανίκητος, ενώ ο λαμπρός Αέτιος εσημείωσεν εκεί την μεγαλυτέραν επιτυχία της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας.
Ο θάνατος του Ούννου ηγεμόνος το 453 υπήρξεν η αρχή του τέλους για το Ουννικόν βασίλειον στην κεντρικήν Ευρώπη,. διότι η εξοντωτική διχόνοια μεταξύ των διαδόχων του έδωσε σε διάφορα υποτελή γερμανικά φύλα την εκπληκτικήν ευκαιρία να απαλλαγούν της Ουνικής κυριαρχίας, δημιουργούντα νέες ισορροπίες δυνάμεων στην μείζονα περιοχή. Μετά τον θάνατο του Αττίλα ο κυριαρχήσας υιός του Έλλακ ενίκησεν τους αδελφούς του Δεγγιζίχ και Ηρνάχ, και εγένετο βασιλεύς των Ούννων. Όμως πρώην υπήκοοί τους συνηνώθησαν ταχέως υπό τον Αρδάριχον, ηγέτη των Γεπίδων, εναντίον των Ούννων στην Μάχην του Νεντάο στην Παννονία το 454. Η ήττα αυτή και ο θάνατος του Έλλακ ετερμάτισεν την ευρωπαϊκήν κυριαρχίαν των Ούννων, που ολίγον αργότερον εξαφανίζονται από τις ιστορικές πηγές της εποχής. Η πεδιάς της Παννονίας κατελήφθη από τους Γέπιδες, ενώ διάφορες ομάδες Γότθων παρέμειναν επίσης στα Βαλκάνια. Όμως, και το Δυτικόν Ρωμαϊκόν κράτος, παρά την πρόσκαιρο παράταση ζωής που του εξησφάλισεν ο Αέτιος, θα υπέκυπτεν συντόμως και αυτό στους θριαμβευτές Γερμανικούς λαούς.
Η μάχη στα Καταλαυνικά Πεδία με τις εξόχως μακροπρόθεσμες συνέπειές της, εκτός από προσωπική αναμέτρηση μεταξύ Αετίου και Αττίλα, πρωτίστως υπήρξεν σύγκρουση μεταξύ δύο κόσμων και δύο πολιτισμών. Ο νέος και ιδιόμορφος Ρωμαιογερμανικός ευρωπαϊκός κόσμος ευρέθη αντιμέτωπος με τον Ασιατικόν τρόπον ζωής των μογγολεοιδών βαρβάρων Ούνννων και εκλήθη για πρώτην φορά μετά τους Μηδικούς Πολέμους να υπερασπισθεί την φυσιογνωμίαν της Ευρωπαϊκής ηπείρου, την οποίαν είχεν αρχίσει να αναδιαμορφώνει η Μεγάλη Μετανάστευση των Γερμανικών λαών.
Γιάννης Ηλιού