Παρά τις απογοητευτικές συνθήκες στις 5 Αυγούστου εξησφαλίσθη η Μπεϊτάνγκ, την επομένην ημέρα κατελήφθη και η Τιαντζίν. Η «Συμμαχία των οκτώ εθνών» είχεν τώρα πλήρως τον έλεγχο της μείζονος περιοχής της Τιαντζίν, καθώς όλες οι διατηρούμενες δυνάμεις των Τσινγκ είχαν υποχωρήσει σε μεγάλον βαθμό στο Πεκίνο, έχουσες υποστεί μικρές μόνον απώλειες. Οι θηριωδίες που διεπράχθησαν κατά την διάρκειαν αυτής της περιόδου, τόσον από τους άνδρες των Τσινγκ, όσον και από εκείνους των συμμάχων, υπήρξαν πολυάριθμες και δεν έχουν καταγραφεί λεπτομερώς. Κατά την διάρκειαν των επομένων ημερών, η συμμαχική δύναμη εκινήθη βορειοδυτικώς μη συναντώσα αντίσταση, αν και ορισμένοι στρατιώτες κατέρρευσαν λόγω της εξαντλήσεως και εξ αιτίας της θερμοπληξίας.
Μέχρι τις 14 Αυγούστου η «Αποστολή Γκάσλη» είχεν συγκεντρωθεί στο Τονγκ Ζου και ήταν έτοιμη για την επίθεση στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Για να αποφευχθεί η σύγχυση, στις δυνάμεις των τεσσάρων διαφορετικών εθνών της συμμαχίας ανετέθησαν ως στόχοι οι κύριες ανατολικές πύλες του Πεκίνου: οι Ιάπωνες θα επετίθοντο στην Τσάο Γιάνγκ Μεν, οι Ρώσοι στην Ντονγκ Ζιγκ Μεν, οι Αμερικανοί στην Ντονγκ Μπιάνγκ Μεν και οι Βρετανοί στην Γκουάνγκ Κου Μεν.
Στην συνέχειαν, διεξήχθη ένας σιωπηρός αγών για να αναδειχθεί ποίον έθνος θα ήταν ο πρώτος διασώστης των πρεσβειών. Οι Ιάπωνες απεκρούσθησαν καθώς αντιμετώπισαν ισχυροτάτην αντίσταση στην Τσάο Γιανγκ Μέν και δεν ημπορούσαν να προχωρήσουν. Οι Ρώσοι κατάφεραν να παραβιάσουν την ανατεθείσα πύλη τους, αλλά ηπωθήθησαν από σφοδρά πυρά του εχθρού. Οι Αμερικανοί εφοδεύοντες ανερριχήθησαν με επιτυχία στα τείχη του Πεκίνου και ύψωσαν εκεί την σημαία τους. Μέχρι τις 11 π.μ. οι Βρετανοί ημπόρεσαν τελικώς να εισέλθουν στην πόλη και χρησιμοποιούντες τα κανάλια του Πεκίνου έφθασαν πρώτοι στις πρεσβείες. Περίπου στις 2.30 μ.μ. οι εισερχόμενοι στρατιώτες επευφημήθησαν θερμώς από τις ανακουφισθείσες πρεσβείες, οι οποίες απηλλάγησαν από την πολιορκίαν των 55 ημερών. Τα αμερικανικά στρατεύματα ηκολούθησαν περίπου δύο ώρες αργότερον και το βράδυ έφθασαν επίσης οι Ιάπωνες, οι Ρώσοι και οι Γάλλοι.
Σταδιακώς η κινεζική αντίσταση κατέρρευσεν παντού. Όπως και κατά την διάρκειαν του δευτέρου πολέμου του οπίου, η αυτοκρατορική αυλή έφυγεν από το Πεκίνο κατά την διάρκεια της νυκτός και μετεγκατεστάθη στην πόλη Σι’αν, αυτοκρατορικήν πρωτεύουσα των Αρχαίων Δυναστειών. Η αυτοκρατορική πομπή συνωδεύθη από τα περισσότερα από τα στρατεύματα του Σώματος Χουαβέϊ. Μόνον οι πολιτοφυλακές των Πυγμάχων, ο στρατηγός Ρονγκ Λου και αρκετοί μουσουλμάνοι αξιωματικοί των Γενναίων του Γκανσού παρέμειναν στο Πεκίνο. Θα αποδειχθούν ανίκανοι να κρατήσουν την πρωτεύουσα εναντίον του ξένου στρατού. Μέσω των επιμόνων αστικών μαχών οι συμμαχικές δυνάμεις κατέλαβαν σταδιακώς το Πεκίνο από τους Κινέζους υπερασπιστές των Τσινγκ. Συγκλονισμένος ο Ρονγκ Λου διέταξεν τα στρατεύματα να υποχωρήσουν στο Μπαοντίν, όπου και παρέμειναν για το υπόλοιπον του πολέμου, καταλείπων μόνον στρατεύματα Πυγμάχων να αντιταχθούν στην «Συμμαχία των οκτώ εθνών». Στις 16 Αυγούστου, ο καθεδρικός ναός του Μπεϊτάν, η άλλη πολιορκημένη περιοχή, ανεκουφίσθη, αφού όμως εκατοντάδες χριστιανοί πρόσφυγες είχαν αποθάνει κυρίως λόγω λιμοκτονίας και ο Γάλλος Διοικητής είχεν πέσει μαχόμενος, παραλλήλως με πολλούς στρατιώτες του.
Καθώς οι συμμαχικές δυνάμεις εξησφάλισαν τον έλεγχον της πόλεως, η μάχη του Πεκίνου ετελείωσεν ολίγες ημέρες αργότερον. Οι χιλιάδες συμμαχικές ενισχύσεις του στρατάρχη Άλφρεντ φον Βαλντερζέε από την Ευρώπη έφθασαν ενώ έπαυσαν οι μάχες. Οι ξένες δυνάμεις απεφάσισαν να παρελάσουν στην Απηγορευμένη Πόλη, συγκλονίζοντες τους παρακολουθούντες Κινέζους αξιωματούχους. Οι δυνάμεις μέχρι να υπογραφεί συμφωνία, ήσαν αποφασισμένες να παραμείνουν στο Πεκίνο. Τις πρώτες ημέρες τα κτίρια ελεηλατήθησαν για φαγητό και νερό από τους πεινασμένους πρόσφυγες. Ωστόσον, τα ξένα στρατεύματα συντόμως ήρχισαν να λεηλατούν και για τα κέρδη, επώλουν δε σε δημοπρασίες τα κλεμμένα αντικείμενα. Διηνηργούντο τιμωρητικές αποστολές στα περίχωρα της αυτοκρατορικής πρωτευούσης για να συλλάβουν ή και να εκτελέσουν Πυγμάχους, πιθανότατα δε εδολοφονήθη εν ψυχρώ και μεγάλος αριθμός αμάχων, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων γυναικών και παιδιών. Οι δυτικοί παρατηρητές ανέφεραν δείγματα τέτοιας ιδιαιτέρως λυπηράς συμπεριφοράς από τα ρωσικά, γερμανικά και ιαπωνικά στρατεύματα. Όλες οι δυνάμεις συμμετείχαν στην βιαία κατοχήν της πόλεως ενώ εξέσπασεν μαζική διαταραχή, καθώς ουδείς ήταν πραγματικώς βέβαιος ποιος ήταν υπεύθυνος για την μείζονα περιοχήν του Πεκίνου. Ο στρατηγός Γιουάν Σοκάϊ εξεμεταλλεύθη την ευκαιρίαν ώστε να ενισχύσει την επιρροήν του, οπότε εξεκίνησεν ιδικήν του αποστολή για να καταστείλει τις υπόλοιπες ζώνες των Πυγμάχων στην περιοχή. Μερικές τελικές μάχες επραγματοποιήθησαν στην Μαντζουρία κατά την διάρκειαν του Νοεμβρίου, επιτρέπουσες στην Ρωσία να καταλάβει εν τέλει ολόκληρον την περιοχήν.
Παραλλήλως, η «Συμμαχία των οκτώ Εθνών» έστειλε τα αιτήματά της για μιαν ειρηνευτική συνθήκη στην Αυτοκράτειρα Ντοβάγκερ Τσουσί που επανεγκατεστάθη στο Σι΄άν με την αυτοκρατορικήν αυλήν. Οι συντηρητικοί αξιωματούχοι την παρώτρυνον να συνεχίσει τον πόλεμον εναντίον των αλλοδαπών και εθεώρουν ότι η Τιαντζίν και το Πεκίνο έπεσαν μόνον λόγω της απιστίας των τοπικών στρατευμάτων. Η κατάσταση ήταν λίαν κρίσιμος, αλλά ένας εξέχων αξιωματούχος προέβη σε μια σωτήριον παρέμβαση : Ο αντιβασιλεύς Λι Χονγκ Ζανγκ έστειλεν ένα υπόμνημα στο Σι΄άν εξηγών πώς θα ημπορούσε να επεξεργαστεί την συγχυτικήν κατάσταση. Απελπισμένη και απογοητευμένη από τους συμβούλους της, η Ντοβάγκερ Τσουσί τον ώρισεν γενικόν πολυδύναμον συντονιστήν με απόλυτον ελευθερία δράσεως για την επίλυση της συγκρούσεως. Ο Λι Χονγκ Ζανγκ εξεκίνησε και έφθασεν στο Πεκίνο στις 11 Οκτωβρίου.
Οι ξένες δυνάμεις απήτησαν την άμεσον τιμωρία και εκτέλεση 11 υψηλών κυβερνητικών αξιωματούχων που υπεστήριξαν τους Πυγμάχους και ενεθάρρυναν τον πόλεμο. Μέχρι τούδε δύο από αυτούς είχαν ήδη αυτοκτονήσει. Μετά από μακρές διαβουλέυσεις, η αυτοκρατορική αυλή απεδέχθη τελικώς να εκτελέσει μερικούς και να εξευτελίσει κάποιους άλλους. Ο πρίγκηψ Ζάϊ Γι Ντουάν απεγυμνώθη από όλους τους τίτλους του και εστάλη εξόριστος μακράν της πρωτευούσης. Ο Ντον Φου Σιάνγκ εστάλη οπίσω στην επαρχία Γκουανσού, στα μουσουλμανικά στρατεύματά του
Κατά τους επομένους μήνες οι λεπτομερείς διαπραγματεύσεις διηυθέτησαν βραδέως τους όρους μιας ειρηνευτικής συνθήκης, καθώς οι συμμαχικές δυνάμεις εσυνέχιζαν να κατέχουν το Πεκίνο. Μόνον στις 7 Σεπτεμβρίου 1901 ωλοκληρώθη το «Πρωτόκολλον των Πυγμάχων». Εκείνην την ημέρα οι υπογράφοντες συνεκεντρώθησαν σε ένα μεγάλο δώμα ακροάσεων. Μέσα σε μιαν όλως επίσημον ατμόσφαιρα, ο Λι Χονγκ Ζανγκ απεδέχθη τους όρους εκ μέρους της δυναστείας Τσινγκ. Από από την άλλη πλευρά παρίσταντο διπλωμάτες από έντεκα ξένες δυνάμεις, οκτώ από την «Συμμαχία των οκτώ Εθνών» καθώς και από την Ολλανδία, την Ισπανία και το Βέλγιο, που συνυπέγραψαν το «Πρωτόκολλο των Πυγμάχων».
Οι όροι αυτής της συνθήκης ήσαν καταστροφικοί για τη δυναστεία Τσινγκ. Η Κίνα έπρεπε να πληρώσει 450 εκατομμύρια ράβδους αργύρου για πολεμικές αποζημιώσεις, κυρίως στην Ρωσία, στην Γερμανία και στην Γαλλία. Η εισαγωγή σύγχρονων όπλων στη χώρα απηγορεύθη πλήρως επί μερικά χρόνια, τα οχυρά Ντακού απεσυναρμολογήθησαν. Επίσης εζητήθη επισήμως συγγνώμη στην Γερμανία και στην Ιαπωνία για την δολοφονίαν των διπλωματών τους. Τέλος, οι ξένες δυνάμεις θα είχαν τη δυνατότητα να εγκαταστήσουν φρουρές με στρατεύματά τους σε διάφορες πόλεις της Κίνας για να προστατεύουν τους πολίτες τους και τα συμφέροντά τους. Όταν υπεγράφη το «Πρωτόκολλον των Πυγμάχων» οι ξένοι στρατοί απεσύρθησαν τελικώς από το Πεκίνο.
Η κατοχή του Πεκίνου ηκολουθήθη από την φρενήρη καταλεηλάτησή του και την σφαγήν αμετρήτων Κινέζων. Οι περισσότεροι ουδεμίαν σχέση είχαν με τους Πυγμάχους και το κίνημά τους. Ένας Αμερικανός διοικητής του εκστρατευτικού σώματος καταθέτει:
«Είναι εύκολον να ειπούμε πως για κάθε έναν Μπόξερ που εσκοτώσαμε, αφ΄ότου κατελήφθη το Πεκίνο, έχουν σφαγιασθεί 50 άκακοι χειρώνακτες ή αγρότες, μαζί με ουκ ολίγες γυναίκες και παιδιά,».
Οι Κινέζοι άρχοντες ήσαν υποχρεωμένοι να διατηρούν την ειρήνη και να συλλέγουν τα χρήματα που έπρεπε να αποπληρωθούν στην ιμπεριαλιστική συμμαχία. Θα εχρειάζετο πλέον της μίας επαναστάσεως ώστε η Κίνα να ανακτήσει την θέση της ως ανταξία του πολιτισμένου κόσμου.
Μετά από την ξένη κατοχή του ενός έτους, ο Λι Χονγκ Ζανγκ, μετά από την τελική του πράξη πίστεως στην δυναστεία Τσινγκ, απέθανε στην κατοικία του εξηντλημένος από τα γεγονότα. Στην Μαντζουρία η Ρωσία εκέρδισε το στρατηγικόν «στοίχημά» της και εξουσιοδοτήθη να διατηρήσει ένα τεράστιον αριθμόν στρατευμάτων ως φρουρά στον κινεζικό ανατολικό σιδηρόδρομο. Αυτό το γεγονός, δύο έτη αργότερον, ωδήγησεν στον Ρωσο – Ιαπωνικό Πόλεμο. Η εξέγερση των Πυγμάχων εσηματοδότησεν ένα σημείον καμπής για την αυτοκρατορική Κίνα. Διελύθη η συντηρητική σπείρα της αυλής και η Αυτοκράτειρα Ντοβάγκερ Σουτσί εδέχθη να εφαρμόσει πολλές μεταρρυθμίσεις εκσυγχρονισμού, όπως είχαν συμβουλεύσει εδώ και δεκαετίες ορισμένοι αξιωματούχοι.
Παρ΄όλον που οι Πυγμάχοι σταδιακώς εξηλέιφθησαν εξ ολοκλήρου, τα γεγονότα της εξεγέρσεως ανεζωπυρώθησαν από τον θυμόν του κινεζικού πληθυσμού των Χαν ενάντια στη δυναστεία. Το επαναστατικόν πνεύμα ήρχισε να αναπτύσσεται παντού. Η Αυτοκρατορική αυλή επανεγκατεστάθη στο Πεκίνο στις αρχές του 1902, η δε αυτοκράτειρα Ντοβάγκερ Σουτσί εκράτησεν τον έλεγχο του έθνους μέχρι τον θάνατόν της έξι χρόνια αργότερον, μιαν ημέρα μετά την δολοφονία του ακλήρου Αυτοκράτορος – ανδρεικέλου Γκουανσί. Ο νέος μονάρχης που επελέγη για να ανέλθει στον «θρόνο του Δράκοντος» της καταρρεούσης δυναστείας ήταν ο Που – Γι ένας … τριετής πρίγκηψ της αυτοκρατορικής φατρίας, ο τελευταίος Αυτοκράτωρ της Κίνας.
Γιάννης Ηλιού