Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΚΟΣΜΩΝ : Η Εξέγερση των «Πυγμάχων» Στην ρίζα του ανταγωνισμού Κίνας και Δύσεως – μ1

Ανατρέχοντες στις δέλτους της παγκοσμίου  ιστορίας,  ανακαλύπτουμε ότι ολίγα κράτη είχαν τόσες επαφές με ξένα έθνη όσον η Κίνα. Η χώρα διετήρει σταθεράν επικοινωνία όχι μόνον με τις περιοχές οι οποίες ανήκον στην σφαίραν επιρροής της, όπως η Ιαπωνία και η Κορέα, αλλά και με μακρινούς εμπορικούς σταθμούς όπως η Ινδία και η Αραβία. Οι αρχικές σχέσεις της Κίνας με την Δύση ήσαν θετικές. Άλλωστε κατέστη περίφημος η περίπτωση του Βενετού εξερευνητή Μάρκο Πόλο, ο οποίος την επεσκέφθη κατά τον 13ον  αιώνα και ο οποίος μάλιστα έλαβεν κρατικόν έπαινον εκ μέρους του τότε αυτοκράτορος Κουμπλάϊ Χαν (Σιζού ή Σετσέν) της μογγολικής δυναστείας Γιουάν. Ωστόσον, από τον 17ον αιώνα, οι Μαντσουριανοί Τσινγκ εδραίωσαν μία νέα δυναστεία η οποία  εφήρμοσεν πλέον ξενοφοβική πολιτική απ’ ό,τι οι προκάτοχοί τους. Αντιστοίχως, οι Ευρωπαίοι είδον σταδιακώς το κύρος τους να γίνεται ολοέν και σπουδαιότερον, λόγω των αποικιακών τους κατακτήσεων οπότε η υπεροψία και ως εκ τούτης η δίψα τους για νέες παραχωρήσεις ολοέν και εμεγάλωνε.

Αυτό το ολοέν διευρυνόμενον χάσμα ωδήγησεν εν τέλει στην φρικώδη αιματοχυσία, κατά τους δύο «Πολέμους του οπίου» (1839-1842 και 1856-1860), όταν το αγγλικό ναυτικό συνέτριψεν τις απηρχαιωμένες κινεζικές ναυτικές δυνάμεις οι οποίες  συνετάχθησαν για να το αντιμετωπίσουν. Ο δεύτερος πόλεμος του οπίου ήταν σύγκρουση της δυναστείας των Τσινγκ με την Αγγλία και την Γαλλία. Σε κάθε σύγκρουση, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έκαναν χρήση συγχρόνου και πλέον εξελιγμένης στρατιωτικής τεχνολογίας από εκείνης των δυνάμεων των Τσινγκ.

Ως συνέπεια της ήττης, οι ηττημένοι ηναγκάσθησαν να επιβάλλουν ευνοϊκοτέρους δασμούς για τους Ευρωπαίους στα εισαγόμενα στην Κίνα προϊόντα, να πραγματοποιήσουν εμπορικές παραχωρήσεις, αλλά και εδαφικές παραχωρήσεις κομβικής εμπορικής σημασίας υπέρ των νικητών. Οι πόλεμοι αυτοί και οι μετέπειτα επιβληθείσες Συνθήκες εξησθένισαν την δυναστείαν των Τσινγκ και τις κινεζικές κυβερνήσεις και ηνάγκασαν την Κίνα να «ανοίξει» σημαντικούς λιμένες στους Ευρωπαίους (ειδικότερον την Σαγκάη και την Κουανγκτσόου / Καντώνα) που ήσαν κέντρα του διαμετακομιστικού εμπορίου ολοκλήρου της σινικής αυτοκρατορίας. Επιπροσθέτως, η παραχώρηση του Χονγκ Κονγκ μετά τους πολέμους έθεσεν σε κίνδυνο την εδαφικήν κυριαρχίαν της Κίνας.

Μία νέα εποχή εγκαινιάσθη για την αυτοκρατορία, κατά την οποίαν τα συμφέροντα των αποικιοκρατικών ιμπεριαλιστικών Δυνάμεων θα έφεραν την χώρα στο χείλος της καταρρεύσεως. Επρόκειτο για μίαν περίοδον η οποία αποτυπούται στην κινεζικήν ιστοριογραφίαν αλλά και στην λαϊκή συνείδηση ως «η εκατονταετία της εθνικής ταπεινώσεως»

Η εξέγερση των Πυγμάχων εξεκίνησεν ως ένα τοπικόν ζήτημα της επαρχίας Σαν-Ντονγκ, στην βόρειο πεδιάδα της Κίνας, κατά το έτος 1898. Οι τοπικοί ιεραπόστολοι κατώρθωσαν μόνον μερικώς να προσηλυτίσουν τους Κινέζους (κατά βάση Βουδιστές). Ο Χριστιανισμός ήταν πλήρως ασύμβατος με την προγονολατρία, η οποία απετέλει ένα από τα πυρηνικά συστατικά στοιχεία του κινεζικού πολιτισμού. Πολλοί Κινέζοι πατριώτες εθεώρουν πως η ιδέα ότι οι ιεραπόστολοι είχαν φθάσει στην Κίνα για να ….. τους διδάξουν, ήταν απολύτως απαράδεκτος. Παραδοσιακώς, η Κίνα ήταν εκείνη η οποία εδίδασκεν τον πολιτισμόν στους ξένους λαούς και όχι βεβαίως το αντίθετον. Επίσης, πολλοί εκχριστιανισθέντες Κινέζοι εχρησιμοποίουν την επιρροήν που εξήσκουν στις αρχές της χώρας οι Δυτικοί ομόθρησκοί τους, ώστε να επωφελούνται νομικώς έναντι των συμπατριωτών τους.

Στα ανωτέρω ζητήματα προσετέθησαν και οι επεκτατικές κινήσεις της ενιαίας, από το 1871, νέας Γερμανίας του Β΄ Ράϊχ. Αυτή ήταν τότε ένα νέο ακόμη κράτος, το οποίον εν αντιθέσει προς την Αγγλία και την Γαλλία, εστερείτο μίας μεγάλης αποικιακής – αποικιοκρατικής αυτοκρατορίας. Ο φόνος δύο Γερμανών Καθολικών ιερέων το 1897 εδημιούργησεν το πρόσχημα για την αρπαγή νέων εδαφικών παραχωρήσεων προς όφελος της ανερχομένης γερμανικής Δυνάμεως. Οι παραχωρήσεις αυτές συνωδεύθησαν με νέα νομικά δικαιώματα υπέρ των Χριστιανών ιερέων και του ποιμνίου τους, τα οποία εχρησιμοποιούντο συχνότατα ενάντια στο τμήμα του πληθυσμού που ηρνείτο να δεχθεί την χριστιανικήν πίστη.

Ευρισκόμεθα στην άνοιξη του 1898 και στην σχεδόν άπορον επαρχία του Σαν-Ντόνγκ μετά από ποικίλες αιματηρές συγκρούσεις, ξηρασίες και καταστροφές, η πενία έχει εκτοξευθεί στην μείζονα περιοχή σε δυσθεώρητα ύψη, με αποτέλεσμα πολλοί άεργοι νέοι άνδρες να έχουν στραφεί στην ληστεία, καταστρέφοντες έτι περαιτέρω την φθισικήν οικονομία. Στο χωρίο Λι Γιουάν Τουν, οι νεαροί εξαθλιωμένοι χωρικοί  κοιτάζουν με  περιφρόνηση τους Κινέζους χριστιανούς προσηλύτους, πολλοί από τους οποίους είναι …. ληστές οι οποίοι προσηλυτίσθησαν για να αποφύγουν τον νόμο, καθώς οι ξένοι είχαν επιβάλλει επισήμως την προστασία της χριστιανικής πίστεώς τους από τις αυτοκρατορικές αρχές. Επιπλέον η χριστιανική κοινότης είχεν καταλάβει τον αρχαίον ναόν του Γιού Χουάνγκ, του «Αυτοκράτορος του νεφρίτη» ή «Αχατίνου Σεπτού», ανωτάτης θείας αρχής της κινεζικής παραδοσιακής θρησκείας – μυθολογίας και τον κατέστησε χριστιανικήν εκκλησία.

Νεαροί εντόπιοι Κινέζοι, πένητες, εξαθλιωμένοι και χωρίς μέλλον ησθάνοντο τον πολιτισμόν τους «μολυσμένο» από τους δυτικοδούλους προδότες και αηδιάζουν με την αδυναμίαν της Μαντσουριανής δυναστείας Τσίνγκ. Ως επί το πλείστον πολυάριθμοι εξ αυτών των νεαρών ανδρών, πιστοί στην μυστικιστική πνευματικότητα και ασκούμενοι στις πολεμικές τέχνες σχηματίζουν ομάδες σε ολόκληρο την περιοχή, ενώ ένας τοπικός ηγέτης ο Τσάο Σαντουό οργανώνει μια μαζική συγκέντρωσή τους και τους καλεί να συμμετάσχουν στην προσπάθειαν αντιστάσεως κατά των ξένων. Περισσότεροι  από δέκα χιλιάδες αγανακτισμένοι άνδρες απαντούν στο κάλεσμά του  πανέτοιμοι να εκκινήσουν μιαν εξέγερση και να διεκδικήσουν πάλιν τον πολιτισμόν τους με την βία. Παίρνουν το όνομα Ι-Χο-Τσιέν οι «Πυγμές της αρμονίας και της δικαιοσύνης» («Δίκαιες και αρμονικές πυγμές»). Λίαν συντόμως  θα ονομάζοντο από τους ομοεθνείς τους και από τους ξένους «Πυγμάχοι» – Boxers.

Οι Πυγμάχοι εγεννήθησαν ως Κίνημα στα τέλη του 1898, όταν η κατάσταση στην Κίνα ήταν ήδη τεταμένη μετά την δολοφονία δύο Γερμανών ιεραποστόλων από εντοπίους στο Γιουέ. Έναν χρόνον ενωρίτερον η γερμανική αυτοκρατορία κατέλαβε τον στρατηγικόν κόλπο του Γιάο-ζού στην επαρχία Σαντόνγκ. Αυτό το γεγονός επυροδότησεν έναν αγώνα για παραχωρήσεις από το κινεζικό κράτος, καθώς και οι άλλες δυτικές δυνάμεις έσπευσαν επίσης να αποκτήσουν επιρροή και προνόμια στο «αυτοκρατορικό  έθνος». Η Βρετανία προέβη σε  επέκταση της αποικίας της στο Χονγκ Κονγκ, σε μιαν περιοχή που ονομάζετο «Νέα εδάφη», επιπλέον δε εκέρδισε και  την πόλη Βέι Χα Βέι. Η Γαλλία κατέλαβεν την ναυτική βάση Γκουάνγκ Ζου Γουάν (Γκουανγκζού) ενώ απέκτησεν ισχυράν επιρροή στην επαρχία Γιουνάν. Η ρωσική αυτοκρατορία, που ήλεγχεν ήδη τον προσφάτως κατασκευασθέντα κινεζικό ανατολικό σιδηρόδρομο στην Μαντζουρία απέκτησεν την πόλη Νταλιάν και η Ιαπωνία που είχεν προσαρτήσει την Ταϊβάν τρία έτη ενωρίτερον, εκέρδισεν αρκετές παραχωρήσεις σε διάφορες πόλεις, ειδικότερον στο Τιαντζίν

Αυτή η πόλη  στην αυτοκρατορική επικράτεια εφιλοξένει ήδη αρκετούς ξένους οικισμούς («Παραχωρήσεις της Τιαντζίν») οι οποίοι θα ήσαν πρωταρχικής σημασίας στα συντόμως επερχόμενα γεγονότα. Καθώς η επιρροή των ξένων δύναμεων ηυξάνετο διαρκώς περισσότερον  οι άνεργοι και αδρανείς νέοι της υπαίθρου εξαθλιούντο ολοέν και περισσότερον και συνέρρεαν προς τις συντροφίες των Πυγμάχων, οπλισμένοι με λόγχες, σπάθες  και ολίγα κυνηγητικά τυφέκια, με σκοπόν την αποκατάσταση της κινεζικής  κυριαρχίας και του κινεζικού πολιτισμού. Επιπλέον, η λαϊκή υποστήριξη για τους Πυγμάχους ανεπτύχθη εκθετικώς ειδικότερον στις επαρχίες Σαντόνγκ και Ζιλί (νυν Χεμπέϊ). Με τις μυστικιστικές τελετουργίες τους, επίστευαν ότι ήσαν άτρωτοι στα πυροβόλα όπλα, ως εκ τούτου η προθυμία τους να πολεμήσουν εξετοξεύθη στα ύψη. Στόχος τους ήταν κατά πρώτον και κύριον οι αλλοδαποί Χριστιανοί και κατά δεύτερον οι προσηλυτισμένοι Κινέζοι, τους οποίους εθεώρουν προδότες.

Αρχικώς η στάση τους απέναντι στις αυτοκρατορικές αρχές ήταν διφορουμένη καθώς οι Πυγμάχοι ήσαν μια πολύ ετερογενής ομάς : Κάποιοι υπεστήριζαν τους Τσινγκ ενώ άλλοι εστόχευαν να τους ανατρέψουν εξ ολοκλήρου. Από την πλευρά τους οι αρχές ήσαν εξ ίσου  συγχυτικές  σχετικώς με τον χειρισμόν αυτού του αιφνιδίως διογκωθέντος λαϊκού κινήματος.

Η αυτοκρατορική αυλή ευρίσκετο επισήμως υπό τον έλεγχον της Aυτοκρατείρας Ντόβανγκερ Τσισί θείας του Αυτοκράτορος Γκουανγκσού τον οποίον ετοποθέτησεν στον θρόνο και τον εχειραγώγει, έχουσα τον έλεγχον του έθνους. Ήταν επικεφαλής της συντηρητικής φατρίας της αυλής που γενικώς επίστευεν ότι οι Πυγμάχοι ημπορούσαν  να χρησιμοποιηθούν ως μέσον για την καταπολέμηση των ξένων δυνάμεων και την επιστροφή στην παράδοση. Άλλες φατρίες επίστευαν ότι το κίνημα των Πυγμάχων έπρεπε να κατασταλεί ταχέως.

Καθώς βία κατά των ξένων και των χριστιανών ανεπτύσσετο όλο και περισσότερον, στην συνέχεια αντέδρασαν οι ξένες δυνάμεις (και  ειδικότερον οι Γάλλοι οι οποίοι επαρουσιάσθησαν ως θεματοφύλακες του καθολικισμού στην Κίνα), που επίεσαν τις  αυτοκρατορικές αρχές για να υπερασπισθούν τις χριστιανικές κοινότητες.

Η αυτοκρατορική αυλή συνεμορφώθη προς τις υποδείξεις των Γάλλων, πράγμα το οποίον μόνον ενίσχυσεν την δυσαρέσκεια και τις αντιδράσεις των Πυγμάχων. Το θέρος του 1899, τα προβλήματα εκλόνισαν το Πινγκ Γιουάνγκ της επαρχίας Σαν Ντόνγκ, όπου επανειλημμένες επιθέσεις εναντίον χριστιανών οδήγησαν τους τοπικούς άρχοντες να ζητήσουν στρατιώτες και να καταστείλουν την αναταραχή. Ωστόσον κάθε κυβερνητική πράξη  και  καταστολή μόνον ενίσχυσεν τα κίνητρα των Πυγμάχων και στις 18 Οκτωβρίου 1899 συνεκεντρώθησαν περισσότεροι από χίλιοι ένοπλοι Πυγμάχοι. Ο τοπικός δικαστής εβάδισεν εναντίον τους με 500 αυτοκρατορικούς στρατιώτες  για να πλήξει τον  μικρό στρατό των εξεγερμένων που είχε εγκατασταθεί δίπλα στον κινέζικο ναό του Σενλουό. Αρχικώς οι δυνάμεις των Τσινγκ ηττήθησαν και  υπεχώρησαν, γεγονός που ενίσχυσεν πολύ το αίσθημα υπέρ των Πυγμάχων εντός του πληθυσμού.

Όμως οι δυνάμεις των Τσινγκ συνεσπειρώθησαν, επανήλθαν  και τελικώς συνέτριψαν τους εντοπίους Πυγμάχους, εκτελούσες επί τόπου πολλούς από τους ηγέτες τους και τα πλέον φανατικά πρόσωπα. Η μάχη του ναού Σενλουό εσήμανε ένα σημείον καμπής : Οι Πυγμάχοι και οι τοπικές αρχές περιφρονούσαν σφόδρα την Δύση οπότε συνεφώνησαν ότι θα ημπορούσαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να συνεργασθούν για να εκδιώξουν την ξένην επιρροή, με αποτέλεσμα οι οπισθοδρομικές «δίκαιες και αρμονικές πυγμές» Ι-Χο-Τσιέν, μετωνομάσθησαν πλέον σε Ι-Χο-Τουάν «δικαία και αρμονική πολιτοφυλακή», συνεργαζόμενοι πλήρως με την δικαιοσύνη, διαχωρίζοντες τους εαυτούς τους από τους ληστές και παρανόμους και εμφανιζόμενοι ως νόμιμη κρατική κινεζική δύναμη. Επίσης ένα νέο σύνθημα ενεφανίσθη στα λάβαρά τους : «Yποστηρίξατε τους Τσινγκ – Καταστρέψατε τους ξένους !» Στις επόμενες εβδομάδες το κίνημα των Πυγμάχων συνέχισε να αναπτύσσεται στην βόρειο Κίνα και ήρχισε να διαδίδει ξενοφοβική και αντιχριστιανική προπαγάνδα στον τοπικό πληθυσμό.

Σε αυτό το σημείον θα ήταν εύλογον να αναφερθεί ότι το κίνημα των Πυγμάχων εύρισκεν υποστηρικτές και στα υψηλότερα κλιμάκια της ηγεσίας των Τσινγκ, όπως βεβαίως είχε και εχθρικούς επικριτές. Η πραγματικότης ήταν ότι οι βαθέως συντηρητικοί Μαντσουριανοί είχαν πολλά να επωφεληθούν από τη ξενοφοβίαν των Πυγμάχων. Οι Δυτικοί ηπείλουν την υπάρχουσα κοινωνικήν τάξη, ως εκ τούτου ήσαν μία ζωτική απειλή κατά της παραμονής των Τσινγκ στην εξουσίαν.

Ο κυβερνήτης της επαρχίας Σαν – Ντονγκ, ονόματι Γιου-Σιάν  προσεπάθησε να περιορίσει τις επιθέσεις κατά των Χριστιανών, διατηρών την τακτικήν της φυλακίσεως των αρχηγών του κινήματος των Πυγμάχων, η οποία ωστόσον δεν απέδωσε μακροπρόθεσμα αποτελέσματα.

Ο Γιου-Σιάν  καθηρέθη και στην θέση του ετοποθετήθη ο Γιουάν-Σι-Κάϊ, ένας αξιωματούχος ανήκων στην φυλήν των Χαν, ο οποίος επίσης απεδείχθη όλως απρόθυμος να πατάξει το κίνημα. Στην πραγματικότητα το λαϊκόν συναίσθημα ήταν πλέον περισσότερον θετικόν απέναντι στους Πυγμάχους παρά απέναντι στα κυβερνητικά στρατεύματα τα οποία εκαλούντο να τους διαλύσουν. Η χλιαρότης της κυβερνητικής αντιδράσεως κατά των Πυγμάχων είχεν ερμηνευθεί από πολλούς ως επίσημος υποστήριξη, κάτι το οποίον παρείχεν έτι μεγαλυτέραν ηθικήν υποστήριξη προς το κίνημα.

Ένα γεγονός που επηρέασεν βαθύτατα την ροήν των πραγμάτων ήταν η απόκτηση ουσιαστικής κυβερνητικής αναγνωρίσεως από την πλευράν των Πυγμάχων. Τον Ιανουάριον του 1900 η αυτοκρατορική αυλή εξέδωκεν ένα διάταγμα, το οποίον επροστάτευεν πλέον το δικαίωμα συγκεντρώσεων για τα μέλη της οργανώσεως. Το σκεπτικόν ήταν πως οι Πυγμάχοι θα ελειτούργουν ως αντίβαρον προς τους εκχριστιανισμένους Κινέζους, οι οποίοι εθεωρούντο από τους Τσινγκ προδότες.

Σαφές δηλωτικόν της καταστάσεως είναι το ακόλουθον υπόμνημα  που κατετέθη από κυβερνητικόν αξιωματούχο: «Εάν υπήρχεν ένα περιστατικόν οι χριστιανοί θα αντεστέκοντο στον εχθρόν υπέρ ημών ή θα συνωμότουν υπέρ του; Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ευφυής για να απαντήσει σε αυτό.»  

Η φήμη των Πυγμάχων εμεγάλωνε και εντός του έτους το κίνημα είχεν διαδοθεί πέραν των ορίων της αρχικής του κοιτίδος, επινεμόμενο και γειτονικές επαρχίες. Ομάδες Πυγμάχων εξεκίνησαν να συρρέουν προς το Πεκίνο, την αυτοκρατορική πρωτεύουσα, σε ανησυχητικώς μεγάλους αριθμούς. Τον Μάιον του 1900, ο κυβερνήτης της επαρχίας Ζιλί στην οποίαν υπήγετο τότε το Πεκίνο, παρέδωσεν την εξής αναφορά σχετικώς με τους Πυγμάχους:

«Οι Πυγμάχοι είχαν την αφετηρία τους στο Σαν-Ντονγκ. Αυτοί οι οποίοι διέδωσαν τις πολεμικές τους τέχνες είναι άστεγοι περιπλανώμενοι. Υπεστήριζαν ότι φέροντες φυλακτά και απαγγέλοντες ψαλμούς, οι σπάθες δεν τους διαπερνούν, και οι σφαίρες δεν τους πληγώνουν. Εταξίδευαν και παρεπλάνων απλούς χωρικούς, ιδρύοντες γυμναστήρια και βωμούς όπου συνεκεντρούντο για να εξασκηθούν. Οι θεοί τους οποίους λατρεύουν προέρχονται κυρίως από ιστορικά μυθιστορήματα».

Παραλλήλως οι Πυγμάχοι εγένοντο ολοέν και τολμηρότεροι στις επιθέσεις τους κατά των Χριστιανών. Η θέση τους ενισχύθη από την ξηρασίαν η οποία εξεδηλώθη εκείνο το έτος, ξηρασίαν η οποία εγέμισε τους επαρχιακούς δρόμους με πεινασμένους, νεαρούς αγρότες. Όταν οι ικεσίες τους προς τους θεούς δεν εισηκούσθησαν, οι Πυγμάχοι ήσαν εκεί για να τους εξηγήσουν τον λόγο των βασάνων τους: «Οι Χριστιανοί έχουν προσβάλλει τους Θεούς !»

Το σκηνικόν είχε πλέον τεθεί για τα αιματηρά επεισόδια που θα έσειαν ολόκληρον τον κόσμον. Οι Τσινγκ δεν εφαίνετο να το γνωρίζουν, αλλά η αυτοκρατορία τους ευρίσκετο στο όριον της καταρρεύσεως. Μόλις 10 έτη αργότερον, η δυναστεία θα έπιπτε υπό το βάρος της αδηρίτου ανάγκης αναμορφώσεως. Όμως, η Κίνα έμελε να υποστεί μίαν ακόμη ταπείνωση: Την πολιορκία και καταλεηλάτηση της θρυλικής πρωτευούσης της.

Γιάννης Ηλιού

Please follow and like us:

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *