Μόσχα – «τρίτη Ρώμη» ή μήπως … «Νέα Ιερουσαλήμ»; 

Η πρώτη ρητή αναφορά στην Ρώμη χρονολογείται από την στέψη του Ιβάν του Δ’ ως πρώτου Τσάρου (1547). Αργότερον, ο Μέγας Πέτρος υπήρξεν ο πρώτος ο οποίος ανέλαβε το ρόλον του Αυτοκράτορος, προβαίνων ούτως σε άμεσον αναφορά στην ρωμαϊκή παράδοση και απορρίπτων τους προ αυτού ρωσικούς τίτλους. Επιπλέον, πολλά κείμενα του 16ου αιώνος ανέφεραν μια σύνδεση μεταξύ της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της γης της Ρωσίας. Επί παραδείγματι στην «Επιστολή του Σπυρίδωνος Σάββα» (Послание Спиридона-Саввы) και στο έργον «Η ιστορία των πριγκήπων του Βλαντιμήρ» («Сказание о князьях Владимирских»), οι συγγραφείς συνδέουν τον Ρούρικ 2 με την καταβολήν του από τον θρυλικόν Πρους, αδελφόν του Αυγούστου. Ο Ρούρικ (Rurik ή και Rjurik) έζησεν τον 9ον αιώνα και είναι ο προπάτωρ της Ρωσικής Βασιλικής Δυναστείας των απογόνων του Ρουρικιδών.

Η ιδέα ότι η Μόσχα είναι η τρίτη Ρώμη υπενόει διπλούν νόημα, όπως συνέβαινε ενωρίτερον με την ιδέαν ότι η Κωνσταντινούπολη είναι η δευτέρα Ρώμη. Αφ’ ενός, αντεκατόπτριζε την πνευματικήν συνέχεια μέσω του Βυζαντίου, αφ΄ετέρου την αυτοκρατορική και πολιτική συνέχεια της τότε εκλιπούσης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μετά την πτώση του Βυζαντίου, η Μόσχα κατέστη ταυτοχρόνως πνευματικός κληρονόμος της Ιερουσαλήμ, όπως και αυτοκρατορικός κληρονόμος της Ρώμης. Επομένως, η Μόσχα είχε διπλούν δεσμόν και διπλούν ρόλον, όπως η Ρώμη και το Βυζάντιο είχαν τον ιδικόν τους : Μεταφυσικό και φυσικό, πνευματικό και πολιτικό.

Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, η Αγία Σοφία έπαυσεν να είναι ο σημαντικότερος ναός για τους Ρώσους, καθώς αντεκατεστάθη από τον Ναόν της Αναστάσεως (Εκκλησία του Παναγίου Τάφου) της Ιερουσαλήμ. Δεν είναι τυχαίον ότι ο Πατριάρχης Νίκων το 1656 έκτισεν μίαν μονήν, εγγύς της Μόσχας, με το όνομα «Νέα Ιερουσαλήμ», γνωστήν και ως «Μονή της Αναστάσεως», η οποία καθρέπτιζεν αυτήν της Ιερουσαλήμ. Η βεβήλωση της Ιερουσαλήμ από τους Σαρακηνούς, η οριστική νίκη επί των Τατάρων στην ρωσικήν επικράτεια (1480), αλλά και η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453), όλα πιθανώς συνέβαλαν στην ενρίζωση αυτής της ιδέας στην ρωσική σκέψη, δηλαδή της μεταφυσικής και συμβολικής «μεταφράσεως» της Μόσχας ως νέας Ιερουσαλήμ.

Ως εκ τούτου, ημπορεί να γίνει κατανοητόν ότι η Μόσχα ημπορεί να ενοηθεί σε δύο διαφορετικά επίπεδα πραγματικότητος : Αφ΄ενός, ως πνευματικό κέντρο και, αφ΄ετέρου, ως πολιτικό κέντρο. Επιστρέφοντες στη σημερινήν εποχή, φαίνεται σαφές ότι η κατεύθυνση την οποίαν ακολουθεί η Μόσχα στην πολιτικήν, οδεύει προς έναν πολυπολικό κόσμον. Αυτή ακριβώς η τάση αποκλείει κάθε «ηγεμονική» βούληση ως ιδρυτική ιδέα της ρωσικής πολιτικής σκέψης. Μάλλον, αυτό που μεταδίδει την εντύπωση μιας τέτοιας δήθεν ηγεμονικής θελήσεως είναι η πολιτική στάση των ΗΠΑ, αυτής της συγχρόνου υπερποντίας παρωδίας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. (Ας μη λησμονούμε το απόφθεγμα του σπουδαίου Αλαίν ντε Μπενουά : «Η Αμερική είναι η νεα Καρχηδών και όχι η νέα Ρώμη. Αλλιώς δεν θα μας επείραζε να είμεθα οι μισθοφόροι της !»).

Αντιθέτως, λαμβάνοντες υπ’ όψη το σφρίγος και την ζωτικότητα της μετασοβιετικής ρωσικής ορθοδοξίας και την τεκμηριωμένη θρησκευτική ανοχή στην αχανή και πολυεθνική επικράτεια της Ομοσπονδίας, εκτιμάται ότι η Μόσχα πρέπει να θεωρείται ως ένα μελλοντικό πνευματικό και θρησκευτικόν κέντρον παγκοσμίου επιρροής. Υπό αυτήν την έννοιαν, η Μόσχα θα ημπορούσε να είναι μια «Νέα Ιερουσαλήμ» ή να είναι η «τρίτη Ρώμη», συμφώνως προς ένα παγκόσμιο μεταφυσικόν όραμα που παραπέμπει στην αυγουστανή «Pax Romana». Ένα όραμα το οποίον είχαν ήδη παρουσιάσει, ουσιαστικώς αλλά και φιλοσοφικώς, αρκετοί Ρώσοι διανοούμενοι στο δεύτερον ήμισυ του 19ου αιώνος.

Όταν αναφερόμεθα στην Μόσχα ως δυνητική «Νέαν Ιερουσαλήμ», συμπεριλαμβάνουμε σιωπηρώς την Ρώμη, αλλα αναγνωρίζουμε την Μόσχα και ως διάδοχον του «Ισραήλ», ως παγκόσμιον κέντρον πνευματικής επιρροής. Όμως, με αυτόν τον τρόπον αναφερόμεθα αποκλειστικώς σε μια μετάφραση του τόπου, ειδικότερον του τόπου πνευματικής επιρροής, με τους ιδικούς του ιδιορρύθμους ιδιοφυείς δευτερεύοντες επί μέρους «τόπους» και όχι σε μια κεντρικήν έδρα μίας ή περισσοτέρων θρησκειών. Επομένως, κάνουμε αναφορά σε ένα αυστηρώς μεταφυσικό και εσωτερικόν όραμα και όχι σε ένα θρησκευτικό και εξωτερικόν όραμα. Δυστυχώς, η συνάφεια ουσιαστικώς μεταφυσικών ιδεών όπως οι «Fas» και «Ius» και η πνευματική σημασία του «Mos maiorum», στην αρχαία Ρώμη, συχνότατα υποτιμούνται είτε και αγνοούνται από τους συγχρόνους μελετητές. Αυτό ημπορεί να εξηγηθεί από την έλλειψη καταλλήλου κατανοήσεως της παραδοσιακής μεταφυσικής, η οποία υπερβαίνει κατά πολύ κάθε μεμονωμένη θρησκευτικήν εκδήλωση στον χρόνο και στον χώρο.

[Το Fas είναι μια κεντρική έννοια στην ρωμαϊκή θρησκεία. Αν και μεταφράζεται σε ορισμένα συμφραζόμενα ως «θείος νόμος», ακριβέστερον το fas είναι το «θρησκευτικώς νόμιμον» (ή μια πράξη που είναι νόμιμος ενώπιον των θεών). Στην δημοσία θρησκεία, το «fas est» δηλώνεται πριν ανακοινωθεί μια ενέργεια η οποία απαιτείται ή επιτρέπεται από το ρωμαϊκό θρησκευτικόν ήθος και από τον θείο νόμο. Έτσι, το fas διακρίνεται και συνδέεται με το ius (πληθυντικός iura), – «νόμος, νομιμότης, δικαιοσύνη», όπως υποδεικνύεται από την συχνάκις αναφερομένη φράση του Βιργιλίου «fas et iura sinunt» («το επιτρέπουν ο θείος νόμος και η δικαιοσύνη)», την οποίαν ο μέγας φιλόλογος Μαύρος Σέρβιος Ονοράτος ο «Γραμματικός» εξηγεί «Στα σχόλια της Αινειάδος του Βιργιλίου» («In Vergilii Aeneidem commentarii») ως : «Οι θεϊκοί και ανθρώπινοι νόμοι το επιτρέπουν, διότι το fas αφορά τη θρησκεία, τα iura στον άνθρωπο».

Στα ρωμαϊκά ημερολόγια, οι ημέρες που σημειούνται με F είναι «dies fasti» δηλαδή σε αυτές είναι επιτρεπτόν να ασχοληθεί κανείς με τις ανησυχίες της καθημερινής ζωής. Σε μη εξειδικευμένη χρήση, αυτό ημπορεί γενικώς να σημαίνει «είναι επιτρεπτόν, είναι σωστό».

Η ετυμολογία του fas πιστεύεται ότι έχει την προέλευσή της στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα που σημαίνει «εγκαθιστώ». Ο πολύς Γάλλος φιλόλογος, γλωσσολόγος και θρησκειολόγος Ζωρζ Εντμόν Ραούλ Ντυμεζίλ (Georges Edmond Raoul Dumézil) υποστηρίζει ότι το fas προέρχεται από την Ινδο-Ευρωπαϊκή ρίζα *dhē (όπως σημειώνεται και από τον Αλσατόν λατινιστή φιλόλογο Ζαν Λεόν Ρομπέρ Σιλίνγκ (Robert Schilling, «Roman and European Mythologies», σ. 93, σημείωση. 4). Επιπλέον μια αρχαία παράδοση συνέδεε την ετυμολογία του fas και με αυτήν της Θέμιδος («της Θεσάσης τον κοσμικόν νόμον»), ως της κατ΄ουσίαν «καθιερωτρίας» του.

Το Ius ή Jus (πληθυντικός Iura) – «Δίκαιον», στην αρχαία Ρώμη ήταν ένα δικαίωμα το οποίον είχεν ο πολίτης (civis) δυνάμει της ιθαγενείας του (civitas). Τα iura εκαθορίζοντο από νόμους, έτσι το ius μερικές φορές εσήμαινε και νόμος. Όταν κάποιος προσέφευγε στα δικαστήρια για να κάνει αγωγή για τα δικαιώματά του, το ius εσήμαινε επίσης την «Δικαιοσύνη» (Justitia), αλλά και τον τόπον όπου ανεζητείτο, εξητάζετο και απεδίδετο η δικαιοσύνη.

Το mos maiorum; «προγονικόν έθιμον» ή «τρόπος των προγόνων», είναι ο άγραφος κώδιξ από τον οποίον οι αρχαίοι Ρωμαίοι ήντλουν τα κοινωνικά τους πρότυπα. Είναι η βασική έννοια της ρωμαϊκής παραδοσιοκρατίας, η οποία διακρίνεται από το γραπτό δίκαιο αλλά αποτελεί δυναμικόν του συμπλήρωμα. Το mos maiorum ήταν συλλογικώς οι διαχρονικές αρχές, τα πρότυπα συμπεριφοράς και οι κοινωνικές πρακτικές οι οποίες επηρέασαν την ιδιωτική, πολιτική και στρατιωτική ζωή στην αρχαίαν Ρώμη.]

Στον ρωσικό μεσαιωνικόν πολιτισμόν, η Ιερουσαλήμ αντιπροσωπεύει έναν αξονικό καθοριστικόν παράγοντα της ταυτότητος του ατόμου και της κοινότητος. Από τον εκχριστιανισμό της Ρωσίας, οι ιδέες για την Ιερουσαλήμ, οι λειτουργικές πρακτικές, τα λείψανα, οι θαυματουργές εικόνες, τα στοιχεία της οπτικής ταυτότητος κ.ο.κ έφθασαν στην Ρωσία τόσον μέσω της Κωνσταντινουπόλεως όσο και μέσω αμέσου επαφής με τους Αγίους Τόπους. Αναφορές στην Ιερουσαλήμ υπάρχουν στη λειτουργική πρακτική, στην ιδιωτική αφοσίωση καθώς και στον λαϊκό πολιτισμό, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων λειτουργιών της εκκλησίας, του κράτους και των ηγεμόνων, που στοχεύουν στην οικοδόμηση μιας προστατευομένης και επιλεγείσης από τον Θεόν ταυτότητος των ειζόνων ρωσικών πόλεων.


Ιστορικώς, η Μόσχα ως Νέα Ιερουσαλήμ είναι η τελευταία και, ταυτοχρόνως, η πλέον σύνθετος περίπτωση πραγματοποιήσεως του «translatio Hierosolymi» μεταξύ των πρωτευουσών της ορθοδόξου κυριλλικής εγγραμματοσύνης («Slavia Orthodoxa») στον Ύστερον Μεσαίωνα. Οι απαρχές του δόγματος της Μόσχας ως Τρίτης Ρώμης και Νέας Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ιερουσαλήμ, εσχηματοποιήθησαν σταδιακώς και στο πλαίσιον της απελευθερώσεως από τους Μογγόλους, της πτώσεως της Βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως και της ανόδου του Μεγάλου Πριγκιπάτου της Μόσχας έως την τάξη της Αυτοκρατορίας. Ένα τεράστιον οπλοστάσιον εχρησιμοποιήθη επί για αιώνες ώστε να επιτευχθούν όλοι οι τρόποι του «translatio Hierosolymi», γεγονός που καθιστά το τότε πρόγραμμα μετεξελίξεως της Μόσχας σε Νέαν Ιερουσαλήμ το πλέον ολοκληρωμένο και μακροχρόνιο μεταξύ των παραδειγμάτων από τις άλλες πρωτεύουσες της Slavia Orthodoxa στον Ύστερον Μεσαίωνα. Εκτός από την οικειοποίηση των παγκοσμίων αρχών, αυτό συνεπήγετο μια πλήρη παραδοχήν όλων των ταυτοτήτων των προηγουμένων μεσαιωνικών χριστιανικών πρωτευουσών στην Ρωσία —Κίεβο, Βλαντιμίρ, Νοβγκορόντ και ούτω καθεξής. Αντιστοίχως, στην κατασκευήν της ιεροτοπίας και των εννοιών της θεοφυλάκτου και εκλεκτής του Θεού, τόσον τα εθνικά συστατικά των εκάστοτε τοπικών πρωτευουσών (Χερσών, Κίεβο, Βλαντιμήρ, Νοβγκορόντ) όσον και τα πλανητικής εκτάσεως κοσμοθεωρητικά συστατικά της Ιερουσαλήμ και της Κωνσταντινουπόλεως έπαιξαν εξ ίσου βαρύνοντα ρόλο. Πολλά από αυτά ήσαν ήδη αναπόσπαστα μέρη της ρωσικής παραδόσεως ακόμη και πριν από την Μοσχοβίτικη περίοδο. Έτσι η Μόσχα κατέστη το Νέο Κίεβο, το Νέο Βλαντιμίρ, το Νέο Νοβγκορόντ, η Τρίτη Ρώμη, η Νέα Κωνσταντινούπολη και η Νέα Ιερουσαλήμ.


Το πρώτο, βασικόν βήμα σε αυτήν την διαδικασίαν υπήρξεν η μετάθεση της έδρας του μητροπολιτικού καθεδρικού ναού από το Βλαντιμήρ στην Μόσχα. Αυτό έλαβεν χώρα κατά την διάρκεια της βασιλείας του πρίγκιπος της Μόσχας Ιβάν Α’ Ντανιήλοβιτς Καλίτα, εγγονού του Αλεξάνδρου Νιέφσκι, συνεδέθη δε με τις δραστηριότητες του Αγίου Πέτρου Ρατένσκι, μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ρωσίας (1308–26). Στην λογοτεχνία ο μητροπολίτης Πέτρος ορθώς αναφέρεται ως ο αρχιτέκτων της επικυριαρχίας της Μόσχας στην εκκλησιαστικήν ζωή της Ρωσίας. Με τις δραστηριότητές του, συμπεριλαμβανομένης της μεταθέσεως της έδρας από το Βλαντιμήρ στην Μόσχα, ο μητροπολίτης Πέτρος καθιέρωσεν τις εννοιολογικές σχέσεις και την δυναστική κρατικήν διαδοχή κατά μήκος της γραμμής Κίεβον-Βλαντιμήρ-Μόσχα. Το Κίεβον και το Βλαντιμήρ ήσαν ήδη υπό την δικαιοδοσίαν του, επίσης δε εθεώρει την Αγίαν Σοφία στο Κίεβο, τους καθεδρικούς ναούς της Κοιμήσεως στο Βλαντιμήρ και στη Μόσχαν ως καθεδρικούς ναούς του. Ο καθεδρικός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Κρεμλίνο της Μόσχας εσχεδιάσθη όμοιος προς με εκείνους του Βλαντιμήρ και του Κιέβου. Ηγιάσθη στις 14 Σεπτεμβρίου 1327, στην εορτήν της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (ούσα επίσης ημέρα καθαγιασμού των εκκλησιών του Κιέβου, του Βλαντιμήρ και της εκκλησίας του Παναγίου Τάφου). Με την κατασκευήν του ετέθησαν τα θεμέλια για την ιεροτοπίαν της Μόσχας ως Νέο Κίεβον και Νέο Βλαντιμήρ. Στην αρχήν εμμέσως και αργότερον απροκαλύπτως, ήνοιξεν ο δρόμος για την πρόσληψη της Μόσχας ως Νέας Κωνσταντινουπόλεως και, με την επίδραση όλων αυτών των μέσων, ως Νέας Ιερουσαλήμ.


Η τελική απαρτιωτική ενημέρωση της Μόσχας ως χωρικής εικόνος της Νέας Ιερουσαλήμ και η εξέλιξη της ιεράς τοπογραφίας της σε ιεροτοπίαν, επήλθεν με την άνοδον στον θρόνο του Μπόρις Γκουντούνοφ. Το βασικό στοιχείον του προγράμματος μετατροπής της ρωσικής πρωτευούσης σε Ιερουσαλήμ και η υλοποίηση της ιδέας της Αγίας Ρωσίας από τους πρώτους μεταξύ των Ρώσων τσάρων (που εστέφοντο από πατριάρχη και ήσαν ισότιμοι με τον Βυζαντινόν βασιλέα, έκαστος εξ αυτών ως Νέος Κωνσταντίνος και Αυτοκράτωρ όχι μόνον της Μόσχας αλλά όλου του Ορθοδόξου Χριστιανικού κόσμου) ήταν το σχέδιον του Γκουντούνοφ να ανυψώσει τα «Άγια των Αγίων». Ως καθεδρικός ναός που υποτίθεται ότι θα υψούτο ως αναζωογονηθέντα Άγια των Αγίων, όπως η εκκλησία του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ, αυτό το κληροδότημα του Μπόρις Γκουντούνοφ προωρίζετο να καταστεί το νέον ιερόν επίκεντρο της πρωτευούσης, της Μοσχοβίτικης Αυτοκρατορίας και ολοκλήρου του «Σύμπαντος Κόσμου», ώστε με αυτήν την ιδιότητα να αντικαταστήσει τον Καθεδρικόν Ναόν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Επιπλέον, με αυτή την πράξη, ο Ρώσος τσάρος θα αποκτούσε την προσήκουσα ομοιότητα προς τον «αρχιτέκτονα Θεού» Αυτοκράτορα Ιουστινιανό και η εκκλησία του θα εγένετο η νέα Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως.

Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να ειπωθεί ότι ακόμη και σήμερον τα κινήματα που υποστηρίζουν την αναζωπύρωση της «Μοναρχίας» στην νυν ρωσική επικράτεια πολύ απέχουν από το να είναι όντως ανενεργά ! Ένας από τους πλέον εξέχοντες αντιοικουμενιστές εκπροσώπους της ρωσικής ορθοδοξίας μετά τον Πατριάρχη Κύριλλον, ο αείμνηστος Πρωθιερεύς Βσεβολόντ Ανατόλιεβιτς Τσάπλιν (1968-2020) ένας από τους πολυγραφοτάτους και διασήμους κληρικούς στην Μόσχα, ετάχθη υπέρ της αποκαταστάσεως της Μοναρχίας, υποστηρίζων ότι ο Πρόεδρος Πούτιν ή ένας από τους κληρονόμους της βασιλικής οικογενείας των Ρομανώφ «θα ήταν ο καταλληλότερος για να γίνει Τσάρος». Ωστόσον, ο Τσάπλιν παρέμεινε πιστός στην «θεωρία της συμφωνίας» μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας του Ιουστινιανού 3, χωρίς να ανατρέχει στον κωνσταντινικό καισαροπαπισμό, όπως συνέβαινε στην αυτοκρατορική Ρωσία και εξακολουθεί σήμερον, αν και τυπικώς μόνον, στις Ηνωμένο Βασίλειο 4. [Η έννοια του καισαροπαπισμού αναφέρεται στον παραδοσιακόν βασιλέα-ιερέα, η οποία έχει ως παράδειγμα τις μορφές του Μελχισεδέκ στην Ιερουσαλήμ και του Αυτοκράτορος Αυγούστου στην Ρώμη].

Με αυτήν την στρατηγική και πλανητική προοπτική, ημπορούμε επίσης να κατανοήσουμε καλύτερον την προσπάθεια που γίνεται για συμφιλίωση της Ορθοδόξου και της Καθολικής Χριστιανικής Εκκλησίας. Παρά την αναγνώριση της σημασίας της συνοδικότητος καθώς και της τιμητικής πρωτοκαθεδρίας της Ρώμης , οι αποφάσεις των χριστιανικών εκκλησιών αντανακλούν ολοέν και περισσότερον το «πνευματικόν βάρος» της Μόσχας και την επιρροήν της στην πολιτική σκηνή της Ρωσίας. Στο θρησκευτικοδιπλωματικό πεδίο δεν πρέπει να λησμονούμε πως μία παρομοία προσπάθεια συμφιλιώσεως έλαβε χώραν κατά την διάρκειαν της Συνόδου της Φλωρεντίας, το 1438-1439, με την σχετική παπική «βούλα» (απόφαση) του Πάπα Ευγένιου Δ’, «Laetentur Coeli : Bulla Unionis Graecorum» («Χαιρέτωσαν οι Ουρανοί : Απόφασις της μετά των Ελλήνων Ενώσεως»), η οποία ανέφερε την τότε επικειμένη συμφιλίωση μεταξύ της Δυτικής και της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας. [Εκτός από εκείνα τα εκατομμύρια Ουκρανών και Λευκορώσων που προσεχώρησαν στην Καθολικήν Εκκλησία μέσω της Ενώσεως του Μπρεστ-Λιτόφσκ (1596), η προαναφερθείσα Σύνοδος δεν είχε καμία πραγματικήν και ουσιώδη συνέπεια. Ωστόσον, αυτό το γεγονός υπήρξεν ιδιαιτέρως κρίσιμον για την εμφάνιση της Ιταλικής Αναγεννήσεως : Εξ αιτίας εκείνης της Συνόδου του 1438 ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων μετέβη στην Φλωρεντία, ως Σύμβουλος του Βυζαντινού Αυτοκράτορος Ιωάννη Παλαιολόγου του Η’, μαζί με άλλους λογίους όπως ο μετέπειτα διάσημος Καρδινάλιος Βησσαρίων.]

Σημειώσεις
2. Λόγω της Βαραγγίου (Βίκινγκ) καταγωγής του ο Κυβερνήτης των Ρώσων του Κιέβου, ο Ρούρικ, συμφώνως προς τον Άγγλο μελετητή αρχαιοτήτων Χένρυ Σπέλμαν (Henry Spelman, 1562 –1641) και άλλους μετέπειτα υποστηρικτές του «Βορείου Ισραηλιτισμού», ήταν απόγονος της Ισραηλιτικής Φυλής του Δαν. Αυτή η φυλή κατά τους «Ισραηλιτιστές» μετεκόμισε προφανώς στην Ιρλανδία και στην Σκανδιναβία κατά την προχριστιανική περίοδο.
Με τον όρον «Βορειοϊσραηλιτική θεωρία» ή «Βρετανοϊσραηλιτική θεωρία» (που έφθασε να έχει την κοινωνικήν ισχύ Δόγματος !) αναφέρεται εκείνη η θεωρία κατά την οποίαν οι Σκανδιναβοί και οι Άγγλοι (με περίσσεια σκανδιναβικού αίματος) φέρονται ως δήθεν απόγονοι των παλαιών εκείνων Ισραηλιτών οι οποίοι είχαν αιχμαλωτισθεί από τους Ασσυροβαβυλώνιους το 721 π.Χ και οι οποίοι με την πάροδο του χρόνου ανεμίχθησαν με τους Σάκκες και τους Σκύθες, κατόπιν δε ήλθαν και εγκατεστάθησαν μονίμως στην Βόρειον Ευρώπη, θεωρούμενοι έτσι ως πρόγονοι διαφόρων λαών της Δυτικής και Βορείου Ευρώπης, ιδίως δε των Δανών , των λοιπών Σκανδιναβών, των Σαξόνων και άλλων φυλετικών ομάδων της Βορειοδυτικής Ευρώπης.
Αυτοί λοιπόν οι πρόγονοι των Βίκινγκ και των Άγγλων είναι κατά την εν λόγω θεωρία οι ….. γραμμικώς άμεσοι απόγονοι των δέκα χαμένων φυλών των αρχαίων Ισραηλιτών. (Το δόγμα αυτό συχνά περιλαμβάνει και την πεποίθηση πως η βρετανική βασιλική οικογένεια κατάγεται αμέσως από την γραμμήν του βασιλέως Δαβίδ !) Η ανάπτυξη και προώθηση αυτής της θεωρίας οφείλεται αποκλειστικώς στους «Πουριτανούς» Άγγλους, από τον 16oναιώνα, τους ώθησε δε σε αυτήν ο εξαιρετικός τους ζήλος στην παθιασμένη προσήλωση επί των κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης.
3. Η Ιουστινιάνειος «θεωρία της συμφωνίας» μεταξύ imperium και sacerdotium είχε τις ρίζες της στο ρωμαϊκόν ius publicum και είχε ήδη σκιαγραφηθεί από τον Τίτο Λίβιο στο έργον του «Από κτίσεως πόλεως» – «Ab urbe condita», 4.4.4.). «Ποίος ημπορεί να αμφισβητήσει ότι σε μια πόλη που ιδρύθη για την αιωνιότητα και με ανυπολόγιστον ανάπτυξη, πρέπει να δημιουργηθούν νέες εξουσίες, ιερατεία και δικαιώματα οικογενειών και ατόμων;» («Quis dubitat quin in aeternum urbe condita, in immensum crescente noua imperia, sacerdotia, iura gentium hominumque instituantur?»)

Η ιδία θεωρία επανελήφθη από το Συμβούλιον των Ρώσων επισκόπων το 1551, παρ΄ όλον που ήταν ήδη διάσημη και αποδεκτή στην Μοσχοβίτικη περιοχή εκείνη την εποχή. Ήδη, περίπου στο 1500, ο ηγούμενος του Βολοκολάμσκ, Ιωσήφ του Βολότσκ, δημιούργησε ένα μοναστικόν κίνημα το οποίον υπεστήριζεν έναν ισχυρό δεσμό μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους, ένα είδος «πολιτικής θεοκρατίας». Ωστόσον, στην πραγματικότητα εκείνην την εποχή υπήρχε περισσότερον μια κυριαρχία της τσαρικής εξουσίας επί της θρησκευτικής εξουσίας, παρά μια πραγματική συμφωνία μεταξύ τους.

4. Στο Ηνωμένο Βασίλειο από τον 16ον αιώνα, μετά τον χωρισμόν από την Ρωμαιοκαθολικήν Εκκλησία, ο πολιτικός κυρίαρχος είναι επίσης ο θρησκευτικός επικεφαλής. Ο Βασιλεύς Κάρολος ο Β’ είναι ο Αρχηγός του Κράτους του Ηνωμένου Βασιλείου (και άλλων 15 χωρών της Κοινοπολιτείας) και ταυτοχρόνως ο Αρχηγός (Ανώτατος Κυβερνήτης) της Εκκλησίας της Αγγλίας, αν και με περιορισμένες εξουσίες.

Please follow and like us:

You might be interested in …

Παρένθετη μητέρα υποχρεώνεται από το ομοφυλόφιλο ζευγάρι που εξυπηρετεί να κάνει έκτρωση μετά τη διάγνωση του καρκίνου της

ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

(LifeSiteNews) — Μια παρένθετη μητέρα περιέγραψε το πως οι δύο ομοφυλόφιλοι άντρες που την πλήρωσαν για να κυοφορήσει ένα μωρό, απαίτησαν να κάνει έκτρωση το παιδί και την απείλησαν με μήνυση, μόλις η ίδια διαγνώστηκε με καρκίνο του μαστού. Η Brittney Pearson, 37χρονη μητέρα τεσσάρων παιδιών από το Σακραμέντο της Καλιφόρνια, περιέγραψε την εμπειρία της […]

Read More
tourismos-ellada-tourkia

Η ειρηνική διείσδυση της Τουρκίας στα νησιά του Αιγαίου

Από τον Ιανουάριο του 2012 ο καθηγητής Θεόδωρος Κατσανέβας με άρθρο του στο Capital.gr προειδοποιούσε για τον τεράστιο κίνδυνο της ταχύτατης αλλοίωσης της εθνολογικής σύνθεσης με τη μουσουλμανοποίηση της Ελλάδας. Διαπίστωνε, ότι το δόγμα Οζάλ, όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος, που αποδίδεται με τη φράση του τότε Τούρκου Προέδρου Τοργκούτ Οζάλ στις αρχές της δεκαετίας του 1990 «Δεν […]

Read More

Gangster Doctrine !?το σημερινό δόγμα εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ ;

Στις 2 Δεκεμβρίου του 1823 ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζέιμς Μονρόε με την καθοδήγηση του τότε Υπουργού Εξωτερικών Τζον Κουίνσι Άνταμς σχημάτισε το Δόγμα Μονρόε (Monroe Doctrine). Αναλυτικά αυτή η οδηγία πολιτικής γραμμής των ΗΠΑ βασίζονταν δε δύο πυλώνες: α. Ανάσχεση αποικισμού, όπου το Δόγμα Μονρόε συμβούλευε ότι πιθανές προσπάθειες των ευρωπαϊκών εθνών να […]

Read More