των NTANΙΕΛ ΣΑΦΕΡ(πρώην Ακόλουθος Άμυνας στην Ταϊλάνδη, το Βιετνάμ και την Κίνα), καιΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΗΣ Ταξίαρχος Π.Α. ε.α., μέλος του Joint Armed Forces Reflection Center (CRI).
Η προετοιμασία για την είσοδο του ΝΑΤΟ στον Ινδο-Ειρηνικό, η οποία αποτελεί αντικείμενο μεγάλης πίεσης σήμερα για να συμβεί αυτό, ξεκίνησε σχεδόν πριν από είκοσι χρόνια με συναντήσεις και ανταλλαγές με τέσσερις χώρες: την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία. Σε επιχειρησιακό επίπεδο, οι τέσσερις συμμετείχαν, σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ, στις αποτυχημένες προσπάθειες στο Αφγανιστάν.
Αυτό οδήγησε στην εξοικείωση των σχέσεων μεταξύ του Οργανισμού και αυτών των τεσσάρων κρατών, τα οποία έχουν γίνει οι τέσσερις εταίροι (εταίροι της Ασίας 4 / AP4). Από εκεί, έγινε ευκολότερο να προταθεί η ενίσχυση αυτών των σχέσεων μέσω της υιοθέτησης διμερών συμφωνιών εταιρικής σχέσης, όπως αυτές που προτείνει το ΝΑΤΟ, το οποίο, για το σκοπό αυτό, αναπτύσσει ένα ευρύ φάσμα προγραμμάτων διαφορετικού βαθμού, είτε αντιπαρατιθέμενα, είτε αλληλένδετα, είτε προερχόμενα το ένα από το άλλο και εμπλουτίζοντας συνεχώς το ένα το άλλο. Αυτά είναι τα εργαλεία συνεργασίας.
Το ΝΑΤΟ έχει ήδη μια βάση στον Ινδο-Ειρηνικό. Έτσι, από το 2012, οι σχέσεις NATO-PA4 ενισχύθηκαν με καθένα από τα τέσσερα κράτη, διμερώς, μέσω των «Ατομικών Προγραμμάτων Συνεργασίας (IPCP) που βρίσκονται σε διαδικασία εξέλιξης στη νέα τους μορφή των πιο ακριβών «Ατομικών Προσαρμοσμένων Προγραμμάτων Συνεργασίας / ITPP.
Μεταξύ των τριών εργαλείων εταιρικής σχέσης που παρουσιάζονται, το IPCP έρχεται πρώτο. Είναι το λιγότερο απαιτητικό όσον αφορά τη συνεργασία, ακόμη κι αν, κατά την υπογραφή μιας συμφωνίας, οι δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί είναι σαφώς καθορισμένες. Ωστόσο, αυτά δεν επιβάλλονται από το ΝΑΤΟ αφού οι ίδιοι οι εταίροι κάνουν τις επιλογές τους υποδεικνύοντας τους συγκεκριμένους τομείς στους οποίους θέλουν να συνεργαστούν, επιλογές που έγιναν από ένα μενού 1.400 εκπαιδευτικών προτάσεων. Αλλά γενικά, όπως υποδεικνύεται από τον ιστότοπο πληροφοριών του Οργανισμού, οι ανοιχτές πρωτοβουλίες επιτρέπουν στους εταίρους «να συνεργάζονται με το ΝΑΤΟ, κυρίως στους τομείς της διαλειτουργικότητας, της ανάπτυξης ικανοτήτων και των μεταρρυθμίσεων στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας». Πέρα από κάθε άλλη σκέψη όπως ανταλλαγές, διάλογοι, επισκέψεις, συμμετοχή σε συναντήσεις, η ουσία του ζητήματος παραμένει η προετοιμασία των εταίρων για την επιχειρησιακή συμβολή τους σε στρατιωτικές ενέργειες όποιες κι αν είναι αυτές: ανθρωπιστική βοήθεια, ασφάλεια στη θάλασσα, διαχείριση κρίσεων, ασκήσεις, ένοπλες επεμβάσεις κ.λπ.
Δεσμεύσεις Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας
Σε αυτό το πλαίσιο, το πιο εμπλεκόμενο AP4 είναι προς το παρόν η Νέα Ζηλανδία, η οποία εισήλθε στην πρώτη IPCP της στις 4 Ιουνίου 2012 και η Αυστραλία που υπέγραψε τη δική της στις 21 Φεβρουαρίου 2013 και την ανανέωσε στις 19 Αυγούστου 2019. Επιπλέον, η επιχειρησιακή της ιστορία με τη Συμμαχία στο Αφγανιστάν της χάρισε, το 2014, με την ευκαιρία της Συνόδου Κορυφής της Γλασκώβης, να επιλεγεί ως «εταίρος ενισχυμένων ευκαιριών» (EOP), ένα καθεστώς που αποκτήθηκε στο πλαίσιο μιας συνιστώσας συνεργασίας παράλληλης με εκείνη των IPCPs, την πρωτοβουλία Partnership Interoperability, με επιχειρησιακό στρατιωτικό στόχο το να μην επιτραπεί η απώλεια της τεχνογνωσίας που αποκτήθηκε προηγουμένως κατά τη διάρκεια κοινών επιχειρήσεων και, σε τέτοιες βάσεις, να ανοίξει στους εταίρους η δυνατότητα να συνεισφέρουν στη διαχείριση μελλοντικών κρίσεων, ιδίως στο πλαίσιο επιχειρήσεων υπό την ηγεσία του ΝΑΤΟ και, εάν είναι απαραίτητο, στη Δύναμη Αντίδρασης του ΝΑΤΟ.
Πριν από αυτό, ωστόσο, μια τέτοια επιχειρησιακή δέσμευση είχε ήδη καταγραφεί όταν η Καμπέρα εντάχθηκε στο IPCP το 2013, καθώς στο σημείο 1.3.5 των επιλεγμένων τομέων συνεργασίας, η συμφωνία αφορά «αυξημένη διαλειτουργικότητα και συμμετοχή σε ασκήσεις και επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ». Από την πλευρά της Νέας Ζηλανδίας, η επιχειρησιακή φύση της εγκριθείσας IPCP περιορίζεται στη διαλειτουργικότητα στις λειτουργίες logistics. Στο εγγύς μέλλον, ωστόσο, η δέσμευση των δύο κρατών θα τονιστεί όταν τα IPCP τους θα μεταλλαχθούν σε ITPP, μέσω των οποίων θα «εξεταστούν εγκάρσια ζητήματα ασφάλειας παγκόσμιου ενδιαφέροντος (συμπεριλαμβανομένης της θαλάσσιας ασφάλειας, των νέων τεχνολογιών, του κυβερνοχώρου, του αντίκτυπου της κλιματικής αλλαγής στην ασφάλεια και την ανθεκτικότητα) μέσω προσαρμοσμένων πολιτικών και στρατιωτικών πλαισίων συνεργασίας και διαβουλεύσεων».
Δεσμεύσεις της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας
Όσο για τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία, των οποίων οι πρώτες IPCP μέχρι σήμερα υπογράφηκαν στις 20 Σεπτεμβρίου 2012 και στις 6 Μαΐου 2014 αντίστοιχα, δεν είναι τόσο προηγμένες στις συνεργασίες τους όσο οι δύο γείτονές τους στον Ειρηνικό. Αυτή της Ιαπωνίας, που ανανεώθηκε στις 31 Μαΐου 2018, περιορίζεται σε γενικά ζητήματα ασφάλειας όπως η κυβερνοάμυνα, η θαλάσσια ασφάλεια, η ανθρωπιστική βοήθεια, ο διάλογος και οι ανταλλαγές. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για το πότε θα μεταγραφεί σε ITPP, αλλά οι συζητήσεις σχετικά με αυτό συνεχίζονται. Για τη Νότια Κορέα, η θέση είναι περίπου η ίδια και η εξέλιξη, που ανακοινώθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2023, προς ένα ITPP θα επικεντρωθεί στην ενίσχυση της άμυνας στον κυβερνοχώρο, στις νέες τεχνολογίες, στην κλιματική αλλαγή και στην αμυντική βιομηχανία. Ως εκ τούτου, είναι πολύ προσεκτικοί, ακόμη κι αν η Ιαπωνία διακηρύσσει επίσης δυνατά και ξεκάθαρα ότι χρειάζεται την ομπρέλα του ΝΑΤΟ, στο ρυθμό του “arm up and go” κατά κάποιο τρόπο!
Η σχέση NATO-PA4 που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο των IPCP θα εδραιωθεί στη συνέχεια στο πρόγραμμα ΝΑΤΟ 2030, το οποίο εγκρίθηκε επίσημα τον Ιούνιο του 2021 στη σύνοδο κορυφής των Βρυξελλών.
NATO 2030: η επίδειξη αυξημένης πρόθεσης προς τον Ινδο-Ειρηνικό
Γράφεται ότι «το ΝΑΤΟ θα πρέπει να εμβαθύνει τις διαβουλεύσεις και τη συνεργασία» με αυτές τις τέσσερις πρωτεύουσες στο πλαίσιο «της υπάρχουσας διαμόρφωσης ΝΑΤΟ+4 ή του Συμβουλίου Συνεργασίας ΝΑΤΟ-Ειρηνικού». Έτσι, ενισχύοντας τους δεσμούς τους με το ΝΑΤΟ, οι τέσσερις θα γίνουν τα σημεία αγκύρωσης για μια πραγματική είσοδο του Οργανισμού στον Ινδο-Ειρηνικό με πρωταρχικό στόχο την αντιμετώπιση στην περιοχή της πιθανής κινεζικής απειλής που καταγγέλλεται στο έγγραφο.
Αλλά δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μέρος της αποστολής του ΝΑΤΟ να σχηματίσει έναν συνασπισμό κατά της Κίνας στον Ινδο-Ειρηνικό, ακόμη και σε περίπτωση στρατιωτικής επίθεσης του Πεκίνου κατά της Ταϊπέι.
Οι κίνδυνοι απόκλισης από το άρθρο 5
Σε μια ακραία περίπτωση, τα κοινά πρότυπα που εγκρίθηκαν στη Συνθήκη της Ουάσιγκτον δεν επιτρέπουν την εφαρμογή της στον Ινδο-Ειρηνικό.
Αυτή δεν είναι η περιοχή κάλυψής του.
Επειδή, ας μην ξεγελιόμαστε, πίσω από τα «πλεονεκτήματα» της προστασίας της Ταϊβάν, στόχος της Ουάσιγκτον είναι, ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, να διατηρήσει την φθίνουσα υπεροχή της απέναντι σε μια προοδευόμενη Κίνα. Εάν τα άλλα μέλη του ΝΑΤΟ, δικαιολογημένα, μπορούν να ανησυχούν για το μέλλον της Ταϊβάν, δεν είναι δείχνοντας αλληλεγγύη στην αμερικανική δυσπιστία προς τη Λαϊκή Δημοκρατία που θα διαφυλάξουν την ειρήνη του νησιού, ακόμη κι αν το Πεκίνο είναι επίσης λεκτικά επιθετικό απέναντί της. Για 74 χρόνια, οι Ταϊβανέζοι ζουν με τη δαμόκλειο σπάθη να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους, τα πηγαίνουν καλά, έστω και αν δεν είναι άνετα, και καταφέρνουν να διατηρήσουν σχέσεις, σίγουρα κουτσαίνοντας πολιτικά, αλλά ενδιαφέρουσες στο επιχειρηματικό σχέδιο με τους κομμουνιστές συναδέλφους τους.
Επομένως, δεν είναι απαραίτητο, με το πρόσχημα ότι θέλουμε να διαφυλάξουμε την οιονεί ανεξαρτησία της Ταϊβάν, να προκαλέσουμε την εκδίκηση του Πεκίνου αυξάνοντας τις επίσημες επισκέψεις μεταξύ Αμερικανών και Ταϊβανέζων πολιτικών, συναντήσεις που φαίνονται να είναι τόσες πολλές και πραγματικές προκλήσεις που τροφοδοτούν μόνο τις απειλές του Πεκίνου. Απόδειξη αυτού είναι οι πολλαπλές, σχεδόν μόνιμες κινεζικές αεροπορικές και ναυτικές επιδείξεις εκφοβισμού κοντά στο νησί και τις στενές εξαρτήσεις του για τουλάχιστον μια δεκαετία, ελιγμοί των οποίων το αποκορύφωμα ήταν η εκτεταμένη άσκηση περικύκλωσης, με την εκτόξευση 11 πυραύλων για υποστήριξη, που πραγματοποιήθηκε στις αρχές Αυγούστου 2022, μετά την επίσκεψη της Αμερικανίδας Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι.
Ενώ διατηρούνται σε εγρήγορση, οι Ηνωμένες Πολιτείες καλό θα ήταν να κατευνάσουν την κατάσταση αποφεύγοντας να προκαλέσουν την οργή του Πεκίνου. Αυτό που φαίνονται διατεθειμένοι να κάνουν πρόσφατα με την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Μπλίνκεν στην Κίνα στις 18 και 19 Ιουνίου, ακόμα κι αν οι Κινέζοι συνεχίσουν από την πλευρά τους να αρνούνται την επανέναρξη του στρατιωτικού διαλόγου.
Η επίσκεψη αυτή μπορεί να έφερε προσωρινά μια ανάπαυλα μεταξύ των δύο κρατών, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι περιορίζεται η επιστροφή στην όξυνση των εντάσεων.