Πριν από έναν περίπου αιώνα οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αναπτυσσόμενη τότε αποικιακή δύναμη, ξεκίνησε έναν σφοδρότατο και πολυαίμακτο πόλεμο εναντίον ενός από τους πιο άγριους και αδάμαστους εχθρούς στην ιστορία της, τον «Πόλεμο των Mόρος» των νοτίων Φιλιππίνων. Τα στρατεύματα των ΗΠΑ δεν έπαψαν να μάχονται κατά των συγκεκριμένων ακατάβλητων μουσουλμάνων ιθαγενών, από το 1902 έως το 1913.
Τελικά επικράτησε μια «αναιμική» ειρήνη, ωστόσο οι παθιασμένοι Mόρος δεν υποτάχθηκαν ποτέ μόνιμα ή ουσιαστικά.
Παρά το γεγονός ότι περισσότερο από το ένα πέμπτο του Στρατού των ΗΠΑ καθηλώθηκε στις Φιλιππίνες επί μια δεκαετία στις αρχές του 20ού αιώνα, ο πόλεμος των Μόρος είναι η λιγότερο γνωστή σύγκρουση στην αμερικανική στρατιωτική ιστορία. Με την εκδήλωση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εξαφανίστηκε «ως διά μαγείας» από την εθνική συλλογική μνήμη των Αμερικανών και μεταπολεμικά, με τη φρενήρη ανάπτυξη της αμερικανοκεντρικής «πολιτικής ορθότητας», έχει εξοβελιστεί ως δείγμα κακής επιλογής των ΗΠΑ. Πιθανή αιτία αυτής της στάσης των Αμερικανών ιστορικών είναι η «αντιρατσιστική» εμμονή τους (διότι σήμερα «δεν μπορεί να είναι κακοί οι έγχρωμοι μειγάδες»), μάλιστα δε παρά την επί μια εικοσαετία κλιμακούμενη ισλαμοφοβία των Δυτικών απέναντι σε στρατευμένους φαντικούς Μουσουλμάνους !
Ακόμη περισσότερο εκπληκτική ήταν και είναι η απροθυμία του Αμερικανικού Στρατού να τιμήσει και να προβάλει τον εκεί ηρωικό ρόλο του. Κατά τη διάρκεια του πολέμου των Μόρος απονεμήθηκαν 16 Μετάλλια της Τιμής και εκατοντάδες Αμερικανών πέθαναν μαχόμενοι, υπηρετώντας στο αφιλόξενο περιβάλλον των Φιλιππινών. Όμως, για λόγους συμπόρευσης με την «υψηλή πολιτική» και τους διαμορφωτές της, μερικοί άρχοντες στο μεταπολεμικό στρατιωτικό κατεστημένο των ΗΠΑ αισθάνθηκαν ότι αυτοί οι μαχητές πρέπει «να παραμείνουν ξεχασμένοι».
Βέβαια «οι Μόρος ήταν ένας αληθινά ρομαντικός αντίπαλος της Αμερικής, ισοδύναμος των άγριων Παθάν των βορειοδυτικών συνόρων της βρετανικής Ινδίας», όπως έγραψε ο Αμερικανός στρατιωτικός ιστορικός Μπράιαν Μακάλιστερ Λιν στο βιβλίο του «Φύλακες της αυτοκρατορίας». «Αληθινά, στους Αμερικανούς της προοδευτικής εποχής, που ακόμα προσπαθούσαν να αποδεχθούν το τέλος της Αγριας Δύσης τους, η χώρα των Μόρος αντηχούσε με την αφθονία, το μυστήριο και τον κίνδυνο των χαμένων ηπειρωτικών συνόρων και της ακόμα ανεξερεύνητης νέας Αγριας Δύσης του Ειρηνικού»
Εκεί, στις νότιες Φιλιππίνες, στις αρχές του 20ού αιώνα κηρύχθηκε ένας ανθρωποβόρος «τζιχάντ» (ιερός πόλεμος) εναντίον του Αμερικανικού Στρατού από 34.000 πολεμιστές, οι οποίοι προσπάθησαν λυσσαλέα να εξοντώσουν ή να σκλαβώσουν όλους τους ελεεινούς «μπαμπούι», τους «χοιροφάγους», με άλλα λόγια τους χριστιανούς λευκούς Αμερικανούς αντιπάλους τους.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΣΤΙΣ ΦΙΛΙΠΠΙΝΕΣ (1898-1916)
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν επέμβει στρατιωτικά στα φιλιππινέζικα νησιά από το 1898, διεξάγοντας επίσημα μια ακόμη αμερικανική «σταυροφορία» για τη δικαιοσύνη ή προβαίνοντας σε μια πολύ εσφαλμένη επιλογή, ανάλογα με την αντίληψη του κάθε μελετητή. Η ισπανική αποικιακή αυτοκρατορία με μια δήθεν «προδοτική», απρόκλητη και αναίτια επίθεση, είχε δολοφονήσει Αμερικανούς ναύτες, βυθίζοντας το θωρηκτό των ΗΠΑ «Maine» στο λιμάνι της Αβάνας. Εκείνη η «ισπανική προδοσία» (σύμφωνα με μια αγαπημένη φράση της εποχής) δεν θα μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. Επακολούθησε πόλεμος μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ισπανίας. Οι πολιτικοί στο αμερικανικό Κογκρέσο υποσχέθηκαν να «ελευθερώσουν την Κούβα από την ισπανική τυραννία».
Οι ΗΠΑ δεσμεύθηκαν δημόσια ότι δεν είχαν καμία αποικιακή φιλοδοξία στην Καραϊβική θάλασσα, ωστόσο δεν προέβησαν σε καμία τέτοια υπόσχεση σχετικά με τις προθέσεις τους για την ισπανική αποικία των Φιλιππινών! Έτσι την 1η Μαϊου 1898, όταν ο στολίσκος του ναυάρχου Ντιούη κατέστρεψε τον απαρχαιωμένο ισπανικό «Στόλο του Ειρηνικού» στον κόλπο της Μανίλα, το προφανές αποικιακό πεπρωμένο των ΗΠΑ είχε διασχίσει αμετάκλητα τον Ειρηνικό Ωκεανό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προέβαλαν πλέον την αξίωσή τους για μια αποικιακή αυτοκρατορία. Η εν λόγω ναυτική επιχείρηση ξεκίνησε τον πρώτο από τους τρεις «Φιλιππινέζικους Πολέμους» μεταξύ των ετών 1898 και 1916.
Οι παραπάνω πόλεμοι στο σύνολό τους δεν ήταν συνοπτικές και δευτερεύουσες αψιμαχίες, εναντίον ενός αποσυντεθειμένου αποικιακού λειψάνου, ούτε μια εύκολη καταστολή κάποιας ατελέσφορης εξέγερσης μερικών μουσουλμάνων φανατικών με παράξενα αιχμηρά μαχαίρια, όπως συχνά υπονοήθηκε από κατοπινούς αναλυτές. Οι πολιτισμοί και οι κοινωνίες των Ηνωμένων Πολιτειών και των Φιλιππινών συγκλονίστηκαν από αυτές τις συγκρούσεις που ήταν αιματηρές, φανατικές και βάναυσες από όλες τις πλευρές. Επιπλέον, η αναταραχή του παρατεινόμενου πολέμου εξαπέλυσε κι άλλες, δευτερογενείς αλλά εξίσου καταστρεπτικές δυνάμεις: εκείνες της ασθένειας και της ένδειας, που ταλάνισαν επί δεκαετίες την τροπική χώρα.
Για εκείνη την περίοδο δεν υπάρχουν πλήρεις απογραφές απωλειών για τους μαχητές που ενεπλάκησαν (ούτε για τις Ηνωμένες Πολιτείες), αλλά απλώς μερικές αξιοπρεπώς σοβαρές στατιστικές. Μεταξύ 1898 και 1902, όταν είχε διακηρυχθεί η «ειρήνη», δύο σημαντικές επιδημίες χολέρας εξόντωσαν περισσότερους από 100.000 Φιλιππινέζους, αμάχους πολίτες και στρατιώτες, ενώ η δυσεντερία εφόνευσε αμερικανικά στρατεύματα σε ποσοστό 50 φορές μεγαλύτερο από εκείνο του πιο μολυσμένου αμερικανικού θεάτρου επιχειρήσεων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Για τους περίπου 70.000 Αμερικανούς που υπηρέτησαν στις Φιλιππίνες, κατά τα χρόνια της αναταραχής μετά το 1900, οι απώλειες μάχης ήταν ένας νεκρός ανά δύο τραυματίες! Η οξύτατη κόψη από τις τρομερές σπαθομάχαιρες «μπόλο» και «κρις» ήταν προορισμένη για να σκοτώνει.
Ο πρώτος αυτών των τριών «Φιλιππινέζικων Πολέμων» ήταν το σκέλος του ισπανοαμερικανικού πολέμου που διεξήχθη στον Ειρηνικό. Τελείωσε με την ήττα της Ισπανίας και την παράδοση των φιλιππινέζικων νησιών «υπό την προστασία των Ηνωμένων Πολιτειών» (10 Δεκεμβρίου 1898). Έτσι οι ΗΠΑ αντικατέστησαν την Ισπανία ως αποικιακός επικυρίαρχος του φιλιππινέζικου αρχιπελάγους.
Αυτή η μεταφορά ισχύος έσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες στον δεύτερο των φιλιππινέζικων πολέμων τους, αυτή τη φορά εναντίον των Φιλιππινέζων στασιαστών υπό τον Εμίλιο Αγκινάλδο. Θεωρώντας ότι πρέπει να είναι ανεξάρτητοι από οποιονδήποτε ξένο έλεγχο (μάλιστα εμπνεόμενοι από τη φιλοσοφία και τα γεγονότα της αμερικανικής επανάστασης!), οι Φιλιππινέζοι «ινσουρέκτος» μάχονταν τους Αμερικανούς, όπως είχαν πράξει και με τους Ισπανούς.
Ηρωική, ανεπαρκώς εξοπλισμένη και με κακή ηγεσία, η εξέγερση βαθμιαία κατέρρευσε.
Στις 4 Ιουλίου 1902 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Θεόδωρος Ρούζβελτ (με κυρίαρχο σύνθημα της εξωτερικής του πολιτικής το «Φοβερίστε!»), δήλωσε ότι οι εχθροπραξίες στις Φιλιππίνες έλαβαν τέλος. «Η ειρήνη και η ευημερία», με τον αμερικανικό βέβαια τρόπο, θα μπορούσαν πλέον να …. ακμάσουν στη νέα αυτοκρατορία.
Οταν ο πρόεδρος κήρυξε επίσημα τετελεσμένο τον πόλεμο των Φιλιππινών, το δεύτερο εδάφιο της διακήρυξης περιείχε μια προειδοποίηση. «Ο πόλεμος τελείωσε», δήλωνε, «εκτός από τις περιοχές της χώρας που κατοικούνται από τις φυλές Μόρος».
Εντός έξι μηνών από την παραπάνω διακήρυξη, η πρώτη εφαρμογή των αμερικανικών τρόπων αφορούσε στην επίσημη δήλωση των ΗΠΑ περί κατάργησης της δουλείας στις Φιλιππίνες. Αυτή η δήλωση πυροδότησε τον «Τρίτο Φιλιππινέζικο Πόλεμο» των ΗΠΑ, αυτή τη φορά εναντίον των τρομερών «Μόρος». Επρόκειτο να είναι η πλέον μακροχρόνια και αγριότερη σύγκρουση από τις τρεις.
ΟΙ ΜΟΡΟΣ ΠΕΡΙ ΤΟ 1900
Οι Μόρος ήταν και είναι οι κάτοικοι των νότιων φιλιππινέζικων νησιών. Μια μουσουλμανική ελίτ πολεμιστών, μαλαϊκής κυρίως καταγωγής, αριθμούσαν περί το 1900 περί τις 300.000 και ήλεγχαν το Μιντανάο, το δεύτερο μεγαλύτερο φιλιππινέζικο νησί, καθώς και μια πλειάδα μικρότερων νησιών, διεσπαρμένων στον νότο και δυτικά του Μιντανάο, γνωστών ως αρχιπέλαγος Σούλου.
Η πολυγαμία και η δουλοκτησία αποτελούσαν τα πλέον σημαντικά χαρακτηριστικά του πολιτισμού των Μόρος. Αυτό που επιθυμούσε ο κάθε Μόρο ήταν να αφεθεί να ληστεύει,
να λεηλατεί και να μάχεται. Τα δικαιώματα για τα οποία αγωνίζονταν οι Μόρος ήταν αρκετά απλά, όπως οι ίδιοι αυτοκαθόριζαν ξεκάθαρα: «Ο παλαιός κανόνας των προγόνων μας: Πρέπει να παίρνει μόνον αυτός που έχει τη δύναμη και να κρατά ό,τι απέκτησε μόνον όποιος μπορεί!».
Αυτοί οι πολεμιστές ήταν, λοιπόν, μέλη μιας φανατικής ισλαμικής κοινωνίας, που εξασκούσε «βάσει αρχών» πολυγαμία, δουλεμπόριο και βίαιη εγκληματική δράση ως τρόπο ζωής.
Ο τότε λοχαγός και μετέπειτα διάσημος στρατηγός του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, Τζων Πέρσινγκ, έγραψε χαρακτηριστικά για τους Μόρος:
«Η μόνη αρχή για την οποία αγωνίστηκαν ήταν το δικαίωμα του καθενός τους να λεηλατεί και να δολοφονεί χωρίς καμία παρενόχληση από την εκάστοτε κυβέρνηση».
Εκείνοι που δυνητικά τους απαγόρευαν αυτά τα δικαιώματα ήταν βέβαια εχθροί τους,
οι δε Μόρος γνώριζαν μόνον έναν τρόπο για να αντιμετωπίσουν έναν εχθρό.
Εάν οι Αμερικανοί ήθελαν να καταργήσουν τη δουλοκτησία τους, έπρεπε να μεταβούν εκεί και να προσπαθήσουν να το επιβάλουν.
Οι τραχείς Μόρος ήταν πανέτοιμοι να αντιμετωπίσουν και αυτούς τους νέους εισβολείς, όπως έπρατταν με τους Ισπανούς σχεδόν 400 χρόνια πριν. Το 1913 ο Πέρσινγκ έγραψε:
«Ο οποιοσδήποτε Μόρο δεν είναι καθόλου τρομαγμένος ή εντυπωσιασμένος από την οποιαδήποτε συντριπτική εχθρική δύναμη. Εάν αποφασίσει να πολεμήσει, η απόφασή του είναι ανεξάρτητη από τον αριθμό των ανδρών που σκέπτεται ότι θα παρουσιαστούν εναντίον του. Δεν μπορείτε να τον εξαπατήσετε διότι όταν μάχεται είναι ολότελα αδιάφορος για όλες τις περιστάσεις!».
Οι Ισπανοί έμαθαν αυτή την ωμή αλήθεια με σκληρό και πολύ αιματηρό τρόπο.
Στην πραγματικότητα ήταν οι Ισπανοί εκείνοι που τους ονόμασαν Μόρος, με την ισπανική λέξη που χαρακτήριζε τους Μαυριτανούς, λόγω της έντονης ισλαμικής πίστης τους.
Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, εθνολογικά οι Μόρος ήταν κυρίως Μαλαίοι, αναμεμιγμένοι με νέγρους σκλάβους, Φιλιππινέζους των ορεινών φυλών, Κινέζους και πειρατές Νταγιάκ.
Το εν λόγω «κράμα» είχε ως βιολογικό και ιστορικό αποτέλεσμα αυτούς τους μοναδικούς, παθιασμένους και βιαιότατα ανεξάρτητους ανθρώπους.
Η μόνη πραγματική υποταγή ενός Μόρο, εκτός από τη θρησκεία του, αφορούσε τον φύλαρχό του ή «Ντάτου». Οι «Ντάτους» κυβερνούσαν ως ένα είδος φεουδαρχικών πριγκήπων-πειρατών, από τα πολυάριθμα οχυρωμένα χωριά «κόττας», διασκορπισμένα σε όλες τις περιοχές των νησιών τους. Αυτοί με τη σειρά τους αναγνώριζαν τη γενική συμβουλευτική εξουσία του σουλτάνου του Σούλου.
Τα «κόττας» ήταν ισχυρά οχυρωμένα, μερικές φορές πετρόκτιστα και εξοπλισμένα
με παλαιά ισπανικά πυροβόλα και ορειχάλκινα, επιμήκη χυτά πυροβόλα τοπικής κατασκευής, γνωστά ως «λαντάκας». Ενα χαρακτηριστικό χωριό κόττα ήταν σχεδόν απρόσιτο, περιτοιχισμένο με ξύλινους πασσάλους, με ανοικτές καλύβες και συνήθως μια κεντρική περίκλειστη αποθήκη. Μια από τις καλύβες εχρησιμοποιείτο ως μουσουλμανικό τέμενος. Συχνά τα χωριά περιβάλλονταν επίσης από προχώματα ή/και χαρακώματα. Από αυτό το οχυρό του, συνήθως σε λοφώδη θέση στη ζούγκλα, ένας Ντάτου οδηγούσε τους πολεμιστές του σε επιδρομές εναντίον των γειτόνων του (που του επιτίθεντο στη συνέχεια με τη σειρά τους) ή οποιωνδήποτε απρόσεκτων ταξιδιωτών ή «ανόητων ξένων» παρείσακτων.
Η εχθροπραξία ήταν ένα γεγονός της καθημερινής ζωής για τους Μόρος. Ο Μόρο μαχητής ήταν υπερήφανος, ματαιόδοξος και άφοβος. Ο πόλεμος υπήρξε στην ιδιόμορφη αυτή κοινωνία κάτι πολύ περισσότερο από μία επιβιωτική διαδικασία απόκτησης αγαθών και μόνον. Είχε πάντοτε και ένα έντονο θρησκευτικό εποικοδόμημα. Οι Μόρος θεωρούσαν ότι όποιος παίρνει τη ζωή ενός απίστου, αυξάνει την ανταμοιβή του στον ισλαμικό παράδεισο. Περισσότεροι άπιστοι νεκροί, μεγαλύτερες οι ανταμοιβές στον παράδεισο.
Ο μαχητής ο οποίος ήταν αρκετά τυχερός να σκοτωθεί θανατώνοντας τους εχθρούς των πιστών, είχε εγγυημένη την άμεση μεταφορά του στον ισλαμικό έβδομο ουρανό «Αλ Βασιλά».
Όλοι οι άρρενες από 16 ετών και άνω ήταν οπλισμένοι συνεχώς, εκτός αν υπήρχε συγκεκριμένη απαγόρευση κατά προσώπων από τις αποικιακές αρχές.
Οι Μόρος κατασκεύαζαν μόνοι τους τα συχνά υπέροχα όπλα τους από χάλυβα, πάντα αξιοθαύμαστα προσαρμοσμένα στον σκοπό για τον οποίο προορίζονταν. Στον αγώνα εκ του συστάδην εμπιστεύονταν συνήθως ένα μπαρόνγκ, ένα όπλο που έμοιαζε με μπαλτά κρεοπώλη, είχε ιδιαίτερα λεπτή κόψη, μήκος το πολύ 45 εκατοστά και ήταν σε θέση να προκαλέσει τρομερούς τραυματισμούς. Η αποκοπή μιας κεφαλής, ενός βραχίονα ή ενός ποδιού ήταν πανεύκολη με ένα μπαρόνγκ. Κάθε επιδέξιος πολεμιστής υπερηφανευόταν πως είναι σε θέση να «διχοτομήσει» έναν αντίπαλο με ένα μόνο κτύπημα. Τα ευθέα κρις ήταν στενά, αμφίστομα, λογχοειδή ξίφη που χρησιμοποιήθηκαν για κατακοπή και ώθηση του αντιπάλου. Τα οφιόμορφα κρις με την κυματιστή δίκοπη λεπίδα τους, χρησιμοποιήθηκαν για ώθηση και την πρόκληση κάποιας συνήθως φρικτής πληγής.
Ηταν το κλασικό όπλο της Μαλαισίας. Οι Μόρος χρησιμοποιούσαν, όχι ιδιαίτερα σπάνια,
και ένα ευθύ, υπερακονισμένο, αμφίχειρο ξίφος γνωστό ως καμπιλάν. Η λεπίδα αυτού του όπλου ήταν ευρεία στην άκρη και στένευε σταθερά προς τη λαβή. Χρησιμοποιήθηκε, με εξαιρετική αποτελεσματικότητα, για κατακοπή και θλάση του αντιπάλου.
Ενίοτε κάποιος Μόρο που επιθυμούσε ταχύτερο και βραχύτερο δρόμο προς τη δόξα, λουζόταν σε έναν ιερό ποταμίσκο ή σε μια πηγή, ξύριζε τα φρύδια του και μετά ντυνόταν ολόλευκα και έδινε έναν ιερό όρκο ενώπιον του ιερέα του χωριού ότι θα εξόντωνε τους απίστους. Ενας τέτοιος «χουραμεντάδο» (juramentado – από την ισπανική λέξη για τον «ορκισμένο») έκρυβε έπειτα το κρις ή το μπαρόνγκ του κάτω από τα ενδύματά του και έσπευδε στην πλησιέστερη πόλη. Εκεί άρπαζε το κρυμμένο όπλο του και σε κατάσταση «αμόκ» προέβαινε στη θανάτωση κάθε έμβιου όντος στην πορεία του, έως ότου σκοτωθεί και ο ίδιος. Εφόσον ανέπνεε, συνέχιζε να διαπερνά και να κομματιάζει όποιον τον πλησίαζε. Οπότε ένας «χουραμεντάδο» πέθαινε θανατώνοντας τους εχθρούς της πίστης, οι φίλοι και συγγενείς του γιόρταζαν ξέφρενα, βλέποντας οραματικά τον αναχωρητή-νεκρό ήρωα να καλπάζει πάνω σε ένα λευκό άλογο, υποζύγιο άξιο μόνο για τους ευλογημένους σφαγείς της πίστης.
Το ακατανίκητο των «χουραμεντάδος» κατέστη θρυλικό. Σε μια περίπτωση ένας τέτοιος υπέστη 14 τραύματα σε πέντε λεπτά, τρία από τα οποία διαπέρασαν τον εγκέφαλό του, και συνέχισε να μάχεται. Τα όπλα και ο σωματότυπος των Μόρος ταίριαζαν ιδιαίτερα σε αυτό το είδος αγώνα εκ του συστάδην, διαπέρασης και κατακοπής του αντιπάλου.
Οι άνδρες Μόρος ήταν μέσου ύψους, συχνά με θαυμάσια φυσική διάπλαση.
Φορούσαν σφιχτά εσώρουχα και περισκελίδες, φανέλα, γιλέκο, ζώνη ή ζώνες έμφορτες με όπλα, μικρό σφιχτό τουρμπάνι και αλυσιδωτούς θώρακες και κράνη, ειδικά οι Ντάτους.
Οι λιγότερο εύποροι μαχητές Μόρος έφεραν καλαμωτούς θώρακες και πηλήκια, μια κληρονομιά των φυλών Νταγιάκ. Τα ενδύματά τους ήταν φανταχτερά χρωματισμένα και, συχνά, περίτεχνα κεντημένα ή διακοσμημένα με χρυσά ή έντονα χρώματα: ρόδινα, πορφυρά, βαθυκύανα, πράσινα, συνήθως σε διαπλεκόμενες λωρίδες. Ηταν επίσης κοινή πρακτική για τους πολεμιστές να φορούν μαύρη περισκελίδα για τη μάχη.
Ενας Ευρωπαίος περιηγητής της εποχής υπογράμμισε ένα εμφανές στοιχείο για τον ρουχισμό και την υγιεινή των Μόρος: «…όσο περισσότερο ντυμένος είναι ένας Μόρο, τόσο πιο ακάθαρτος είναι».
Οταν προχωρούσαν για σοβαρό αγώνα, ήταν πιθανό να φέρουν μια μεγάλη, λαμπρά χρωματισμένη, ελαφριά ξύλινη κυκλική ασπίδα και μια ευθεία λόγχη ευρείας αιχμής.
Οι Μόρος είχαν πάθος με τα καινούργια πυροβόλα όπλα, αλλά σπάνια κατόρθωναν να τα αποκτήσουν. Τα πυροβόλα όπλα τους κυμαίνονταν από τα παλαιό εμπροσθογεμή αρκεβούζια με φυτίλι και τα μουσκέτα, έως λάφυρα Remington, Mauser, Springfield και Krag. Οι αποικιακές αρχές περιόρισαν πολύ τον ανεφοδιασμό και την ιδιοκτησία των πυροβόλων όπλων από οποιονδήποτε Φιλιππινέζο. Η οπλοκατοχή και η οπλοχρησία πυροβόλων όπλων ήταν βαρύτατες παραβάσεις, τιμωρούμενες με πολυετή κάθειρξη.
Σε κάθε περίπτωση, οι Μόρος δεν ήταν καλοί σκοπευτές και συχνά δεν διέθεταν πυρομαχικά για τα καταληφθέντα σύγχρονα τυφέκια. Η τακτική τους ήταν απλή: ενέδρες και ταχύτητα.
Οταν ένας Μόρο βρισκόταν αρκετά κοντά για να χρησιμοποιήσει τα όπλα του, ήταν σχεδόν ασταμάτητος εάν δεν φονευόταν άμεσα. Αυτή η μακρινή γωνιά της Ασίας περιγράφηκε με μια ακριβή μεταφορά ως «ένα εύθυμο καρναβάλι ανθρωποθυσίας».
Ωστόσο για τους Μόρος το έδαφος τους ήταν περιοχή του Ισλάμ και ήταν καθήκον τους να προβαίνουν σε «σαμπίλ», [«Φι σαμπίλ Αλλά» είναι ο αραβικός όρος που κυριολεκτικά σημαίνει «Για τον σκοπό του Αλλάχ», όμως το ισλαμικό – θρησκευτικό νόημά του είναι «Να πορεύεσαι στον δρόμο του Αλλάχ». Αν και εμπεριέχει πολλούς συμβολισμούς ηθικοθρησκευτικού και φιλοσοφικού χαρακτήρα, είναι κυρίως συνδεδεμένος με την έννοια του ενόπλου – στρατιωτικού «τζιχάντ»], να «πολεμούν στον δρόμο του Αλλάχ» εναντίον των Αμερικανών «καπίλ» (απίστων).
του Γιάννη Ηλιού