Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΚΟΣΜΩΝ : Η Εξέγερση των «Πυγμάχων» Ο αιματηρός δρόμος της βίας – μ2

Ο στρατηγός Γιουάν Σουκάι που ήλεγχεν τον πλέον εκσυγχρονισμένο στρατό στην Κίνα, διωρίσθη κυβερνήτης  του Σαντόνγκ στα τέλη του 1899. Αν και πιστός στην συντηρητική Αυτοκράτειρα Ντόβαγκερ Τσουσί ο Γιουάν Σουκάι ηυνόει τις δυτικές μεθόδους και περιεφρόνει τους Πυγμάχους, ενώ ήταν εξ αρχής εχθρικός απέναντί ​​τους. Αυτή του η στάση, εξώθησε  τους Πυγμάχους πολιτοφύλακες να κινηθούν προς βορράν.

Ο Λη Χονγκ Τζόνγκ,  εξέχων Κινέζος αξιωματούχος και θαυμαστής του εκσυγχρονισμού ωρίσθη ως  αντιβασιλεύς του Λιανγκουάνγκ. Όπως ο Σουκάι, δεν είχεν τίποτα παρά μόνον περιφρόνηση για τους Πυγμάχους και τις μυστικιστικές τελετουργίες τους. Μακράν από το πρόβλημα, παρηκολούθει επισταμένως τα γεγονότα στον βορρά. Το θέμα των Πυγμάχων είχε γίνει πλειστάκις αντικείμενον συζητήσεων στην αυτοκρατορικήν αυλή, όπου ο πρίγκηψ Ντουάν Ζάι Γι, ένας από τους πλέον συντηρητικούς αξιωματούχους ήταν ο κύριος σύμβουλος της Αυτοκράτειρας και συμπαθών τους Πυγμάχους. Η Τσουσί έδειξεν επισήμως την υποστήριξή της στους Πυγμάχους τον Ιανουάριον του 1900, οπότε αυτό το γεγονός ετροφοδότησεν περαιτέρω την δυναμικήν των Πυγμάχων και δεκάδες χιλιάδες πολιτοφυλακές ήρχισαν να κινούνται προς την πόλη σύμβολο της ξένης επιρροής, την Τιαντζίν και  προς το Πεκίνο, την αυτοκρατορικήν πρωτεύουσα της «Ουρανίου αυτοκρατορίας».

Στην πορείαν τους, εδολοφόνησαν Κινέζους χριστιανούς και ατύχους ξένους, ενώ επυρπόλησαν ή εκρήμνισαν κτίρια των Δυτικών και εκκλησίες.  Η πρωτεύουσα με περίπου ένα εκατομμύριον κατοίκους, εφιλοξένει επίσης την συνοικία των διεθνών αντιπροσωπειών, όπου πολλές ξένες δυνάμεις είχαν πρεσβείες για διπλωματικές υποθέσεις με την Κίνα. Αυτή η περιοχή ιδρύθη μετά τον δεύτερον «Πόλεμον του οπίου» το 1860 και έκτοτε είχεν επεκταθεί και ενισχυθεί σημαντικώς. Το 1900, είχεν έκταση μεγαλυτέραν από πέντε τετραγωνικά χιλιόμετρα, με 500 ξένους πολίτες εκτός από τους διπλωμάτες των ξένων δύναμεων. Η ατμόσφαιρα στις διεθνείς  αντιπροσωπείες εγένετο ολοέν και καταθλιπτικοτέρα, καθώς οι κάτοικοι είχαν πληροφορηθεί την ανηλεή σφαγήν των χριστιανών από τους Πυγμάχους και συνειδητοποίησαν ότι οι πολιτοφυλακές των εγκληματιών επήγαιναν τώρα στο Πεκίνο.

Ο Έντουιν Κόνγκερ, ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Κίνα, επεκοινώνησε με τις Ηνωμένες Πολιτείες λέγων ότι η κατάσταση καθίσταται εξόχως σοβαρά, ότι ολόκληρος η χώρα βρίθει από πεινασμένους, δυσαρεστημένους, οργίλους και απελπισμένους αδρανείς Κινέζους νέους που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλειαν των κατοίκων της αντιπροσωπείας και προέτεινε ότι στρατιωτικές δυνάμεις θα πρέπει να είναι έτοιμες να επέμβουν. Ο Βρετανός πρεσβευτής στην Κίνα, σερ Κλωντ Μάξγουελ Μακντόναλντ, ολοέν περίφροντις και εκνευρισμένος, υπέβαλεν αναφορά στην αυτοκρατορικήναυλή  προς χορήγηση αδείας σε μίαν φρουρά Ευρωπαίων στρατιωτών εντός της συνοικίας των αντιπροσωπειών. Μετά από την εξέταση και αποδοχήν του αιτήματός του και συνεπεία τούτου, στράτευμα περισσοτέρων από 400 άνδρες διαφορετικών εθνών απεβιβάσθησαν από τα πολλά ξένα πολεμικά πλοία που εστάθμευαν στα ανοικτά των συνόρων. Τα στρατεύματα χρησιμοποιούντα το προσφάτως κατασκευασθέν σιδηροδρομικόν σύστημα, μετεφέρθησαν με τρένο από την Τιαντζίν στο Πεκίνο και  εφρούρουν εκεί την συνοικίαν των ξένων αποστολών.  

Στις επόμενες ημέρες εκρίθη ότι οι πολιτοφυλακές των Πυγμάχων επλησίαζαν όλο και περισσότερον την πρωτεύουσα προετοιμάζουσες μιαν επίθεση, οπότε οι στρατιώτες στην συνοικία των διεθνών αποστολών συνεγερθέντες  έστησαν τάχιστα ισχυρά οδοφράγματα και συνεκρότησαν αμυντικές περιμέτρους, ώστε να προστατεύσουν την περιοχήν τους. Τρείς ένοπλες ομάδες ευρίσκοντο τώρα στην περιοχή: Οι Πυγμάχοι, οργανωμένοι σε συντάγματα πολιτοφυλακής και οπλισμένοι κυρίως με σπάθες και ξίφη – Η καλώς εκπαιδευμένη και πειθαρχημένη  ξένη φρουρά περίπου 400 ανδρών εντός της συνοικίας των αντιπροσωπειών του Πεκίνου, έτοιμη να υπερασπισθεί των χώρον ευθύνης της από  μιαν εχθρικήν  επίθεση –  Και η πλέον σημαντική ομάς, οι αυτοκρατορικές δυνάμεις της δυναστείας Τσινγκ, συνιστάμενες από μεγάλον αριθμόν αυτοκρατορικών στρατευμάτων που συνεκεντρώθησαν στην μητροπολιτικήν περιοχήν. Η παλαιοτέρα μεραρχία τους ήταν η «Εκστρατευτική Δύναμη Πεδίου του Πεκίνου», ιδρυθείσα το 1862, η οποία ελειτούργει κυρίως ως αστυνομική δύναμη, οπλισμένη με ευρωπαϊκά τυφέκια και ολίγα πυροβόλα και διοικουμένη  από τον μετριοπαθή Γι Κουάνγκ πρίγκηπα Τσίνγκ. Επίσης υπήρχεν η μεραρχία μουσουλμάνων «Γενναίοι του Γκανσού», με επικεφαλής τον στρατηγό Ντονγκ Φουσιάνγκ. Αυτή ήταν η κυρία δύναμη που είχεν κινητοποιηθεί στο Πεκίνο υπέρ της αυτοκρατείρας Ντόβαγκερ Τσουσί για να ανατρέψει τον Αυτοκράτορα Γκουάνγκ Σι. Ήταν οπλισμένη με γερμανικά τυφέκια Μάουζερ και σύγχρονο πυροβολικό. Οι «Γενναίοι του Γκανσού» ήταν τμήμα  του γνωστού Σώματος Βου-Βέϊ, γνωστού και ως «Ο στρατός των θεών» υπό τη γενικήν διοίκηση του στρατηγού Ρονγκ Λου, ο προασπιστή και φημολογουμένου εραστή της Αυτοκράτειρας. Τελικώς ο πρίγκηψ Ζαγί Ντουάν, ένθερμος υποστηρικτής των Πυγμάχων, είχεν συγκροτήσει το ιδικόν του στρατιωτικό τμήμα δυνάμεως δέκα χιλιάδων ανδρών, το πανίσχυρον Βου Σανγκ Γιού ή «Πνεύμα τίγρεως». Έως στιγμής τα αυτοκρατορικά στρατεύματα ήσαν  παρ΄ όλα αυτά ουδέτερα στην εξελισσομένη σύγκρουση, ωστόσον με αυτές τις τρεις ένοπλες δυνάμεις στην περιοχή οι εντάσεις ήσαν υψηλές και οι ξένοι κάτοικοι της συνοικίας ανέμεναν αγχώδεις την επομένην εκδήλωση του δρωμένου.

Στις 5 Ιουνίου του  1900 οι Πυγμάχοι κατέστρεψαν την σιδηροδρομικήν γραμμή που συνέδεε την Τιαντζίν με το Πεκίνο, με αποτέλεσμα οι αποστολές να αποκοπούν και να απομονωθούν σε ένα όλο και εχθρικότερον περιβάλλον. Τέσσαρες ημέρες αργότερον, ο Βρετανός Πρεβευτής στην Κίνα, σερ Κλωντ Μάξγουελ Μακντόναλντ, αισθανόμενος την παγίδα να κλείνει ασφυκτικώς, εζήτησεν περαιτέρω στρατιωτικήν βοήθειαν, απευθυνόμενος απ΄ευθείας στον Αντιναύαρχον Έντουαρντ Σέϊμουρ, αρχιστράτηγο του Κινεζικού ναυστάθμου του βρετανικού βασιλικού ναυτικού.  Ακολούθως ο Αντιναύαρχος Σέιμουρ συνηννοήθη με άλλα ξένα στρατεύματα και κατάφερε να συγκεντρώσει μέσα σε μιαν ημέρα μια δύναμη Δυτικών και Ιαπώνων ναυτών και πεζοναυτών με σκοπό να υπερασπισθεί τις αντιπροσωπείες. Εκτός από τους ιδικούς του 916 Βρετανούς ναύτες, ο Σέϊμουρ εστρατολόγησεν 455 Γερμανούς, 326  Ρώσους, 158 Γάλλους, 112 Αμερικανούς, 54 Ιάπωνες 41 Ιταλούς και 26 Αυστροούγγρους πεζοναύτες και ναύτες σε ένα ισχυρό μεικτόν σύνταγμα δυνάμεως άνω των 2.000 ανδρών. Η «Συμμαχία των οκτώ εθνών» είχε γεννηθεί.  Αυτή η δύναμη υπό την διοίκησή του, γνωστή ως  «Αποστολή Σέϊμουρ» έφυγε από τους ξένους οικισμούς της Τιαντζίν στις 10 του  Ιουνίου. Χωρίς να γνωρίζει ότι ο σιδηρόδρομος είχε διακοπεί, ανεχώρησε με το τρένο. Καθ΄οδόν συνήντησαν τους ξενόφοβους αλλ΄ακόμη εχθρούς των Πυγμάχων χιλιάδες αυτοκρατορικούς στρατιώτες του στρατηγού Νιέ Σι Τσενγκ, που ήσαν επίσης μέρος του Σώματος Βου Βέϊ του στρατηγού Ρονγκ Λου. 

Λόγω της τεραστίας συγχύσεως των γεγονότων κοντά στο Σιουτζιάνγκ, ο Νιέ Σι Τσενγκ άφησε την αποστολή του Σέϊμουρ να περάσει, αντ’ αυτής εστίασεν τα στρατεύματά του στην καταστολή ομάδων Πυγμάχων που περιεφέροντο στην περιοχήν. Η αποστολή του Σέϊμουρ έφθασεν συντόμως στο Λανφάνγκ όπου ο σιδηρόδρομος είχε καταστραφεί σε τόσον μεγάλον βαθμόν ώστε κατ΄αναγκαστικήν επιλογήν οι μηχανικοί της αποστολής ήρχισαν να επισκευάζουν τις ράγες, μια εργασία η οποία εχρειάζετο αρκετές ημέρες. Βεβαίως η ξένη δύναμη σωτηρίας δεν εγνώριζεν ότι η κατάσταση στο Πεκίνο επρόκειτο να κλιμακωθεί ραγδαίως.

Στις 11 Ιουνίου, ο Ιάπων πρεσβευτής Ακίρα Σουγκιγιάμα εδολοφονήθη εν μέση οδώ από μιαν ομάδα ξενοφοβικών φανατικών του στρατηγού Ντον Φουσιάνγκ  Την επομένην ημέρα Γερμανοί στρατιώτες υπό τις διαταγές του Γερμανού πρέσβεως Κλέμεντ φον Κέτλερ συνέλαβαν έναν απομονωμένον ύποπτο νεαρό Πυγμάχο και τον εξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου ως αντίποινο. Αυτό το μοναδικόν γεγονός θα επυροδότει απίστευτον βία στους επομένους μήνες. Εξοργισμένοι για αυτήν την δολοφονία χιλιάδες Πυγμάχοι  εξεχύθηκαν καντά παντός αντιπάλου, λεηλατούντες και πυρπολούντες εκκλησίες, δολοφονούντες Κινέζους χριστιανούς και ξένους ιερείς. Οι «Γενναίοι» μουσουλμάνοι του στρατηγού Ντον Φουσιάνγκ  συμμετείχαν προθύμως στην σφαγήν, ενώ περίπου 3.000 Κινέζοι χριστιανοί κατέφυγαν στην συνοικίαν   των αντιπροσωπειών.

Λόγω των γεγονότων του Πεκίνου,  πολλά πλοία των οκτώ εθνών που εστάθμευαν  στον κόλπον της Μπόργια απεφάσισαν να ενεργήσουν υπό την ηγεσίαν του αυτοκρατορικού  ρωσικού ναυτικού. Συνεπώς ελήφθη απόφαση να καταληφθούν τα οχυρά Ντακού που  εφρούρουν τις παρυφές της αυτοκρατορικής επικρατείας, έως ότου διευθετηθεί το ζήτημα των Πυγμάχων με συναίνεση ή με την βία. Προς τούτο απέστειλαν τελεσίγραφον για παράδοση της φρουράς των οχυρών με λήξη στις 2 π.μ. της 17ης  Ιουνίου και ανέπτυξαν τα 10 πολεμικά πλοία τους επηνδρωμένα από συνολικώς 900 άνδρες εμπρός από τα οχυρά. Η απάντηση της φρουράς των οχυρών ήλθεν ταχέως : Περισσότερον από μιαν ώρα προ της λήξεως του τελεσιγράφου κάθε πυροβόλο των οχυρών Ντακού ήνοιξεν πυρ εναντίον των συμμαχικών πλοίων. Η τετάρτη μάχη των Ντακού είχεν εκκινήσει. Εκτός από το πυροβολικό τους οι Τσινγκ διέθεταν τέσσερα σύγχρονα καταδρομικά, ωστόσον αυτά ηχμαλωτίσθησαν σχεδόν αμέσως από δύο βρετανικά αντιτορπιλικά. Κατά την διάρκειαν ολοκλήρου της νυκτός τα συμμαχικοί πλοία και τα οχυρά αντήλλασαν πυρά. Σταδιακώς οι σύμμαχοι συνετόνισαν τις επιθέσεις τους κατά τον οχυρών κατακτώντες το εν κατόπιν του άλλου εξ εφόδου διά της λόγχης εν μέσω καταιγιστικού πυρός έως τις 6.30 π.μ. Η επιτυχής επίθεση των Ευρωπαίων είχε μείζονα σημασία για τα γεγονότα που ηκολούθησαν. Όταν η αυτοκρατορική αυλή των Τσινγκ έμαθε για τη μάχη του Ντακού, εθεώρησεν την επίθεση ως πράξη πολέμου και επείσθη επισήμως να συμπαραταχθεί με τους Πυγμάχους κατά της ξένης βίας. Ο πρώτος κοινός στόχος τους θα ήταν η «Αποστολή του Σέϊμουρ». 

Η εν λόγω συμμαχική δύναμη ήταν ακόμη καθηλωμένη στο Λανφάνγκ διότι οι μηχανικοί της δεν είχαν τελειώσει την επισκευήν του σιδηροδρόμου. Η Αποστολή είχεν δεχθεί επίθεση δύο φορές από συντάγματα πολιτοφυλακής των Πυγμάχων, αλλά τα είχεν απωθήσει επιτυχώς, έχουσα μικρές απώλειες. Η αυτοκρατορική αυλή ήθελε να εκδιώξει ή να καταστρέψει αυτήν την ξένη δύναμη με την βοήθεια  των Πυγμάχων, ωστόσον ο τοπικός στρατηγός Νι Τζιάνκγ τις τελευταίες εβδομάδες προέβη σε βιαία καταστολή των Πυγμάχων και ήταν σαφές ότι η δύναμή του δεν θα συνειργάζετο μαζί τους. Στην συνέχειαν του ωρίσθη  να επιτεθεί στους ξένους οικισμούς στην Τιαντζίν, όπου και αντεκαταστάθη από τον στρατηγόν Ντον Φουσιάνγκ.  Οι «Γενναίοι» του Ντον Φουσιάνγκ ήσαν περίπου 3.000 έμπειροι, καλώς εξοπλισμένοι στρατιώτες και έτοιμοι να πολεμήσουν.

Οι δυνάμεις της ανωτέρω μουσουλμανικής ομάδος με την βοήθειαν περισσότερων από 2.000 Πυγμάχων πολιτοφυλάκων συνετόνισαν την επίθεση τους «τύπου λαβίδος» κατά της  αποστολής του Σέϊμουρ. Αιφνιδιασθέντες, συντετριμμένοι από το σφοδρόν πλήγμα και με ελλιπέστατον ανεφοδιασμόν, ο Αντιναύαρχος Σέϊμουρ και οι σύμμαχοι αξιωματικοί απεφάσισαν να αποσυρθούν στην  Τιαντζίν μετά από μια σύντομο μάχη, συνειδητοποιούντες ότι δεν ημπορούσαν πλέον να προχωρήσουν στο Πεκίνο.

Την επόμενην ημέρα η Αυτοκράτειρα Ντόβαγκερ Σουτσί διέταξεν όλους τους ξένους στην συνοικία των πρεσβειών του Πεκίνου να εγκαταλείψουν την πόλη εντός της ημέρας και να επιστρέψουν στην Τιαντζίν. Αφού συνεζήτησαν εκτενώς το θέμα μεταξύ τους,  οι διπλωμάτες συνειδητοποίησαν ότι το να ταξιδεύσουν για περισσότερα από 27 χιλιόμετρα με την συνοδείαν 400 μόνον στρατιωτών σε ένα τόσον εχθρικόν περιβάλλον θα εσήμαινε βέβαιον θάνατο.Έτσι απεφάσισαν να αμφισβητήσουν την αυτοκρατορικήν απόφαση και να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις με την αυλή. Την πρωίαν της 20ης Ιουνίου, ο Γερμανός πρεσβευτής στην Κίνα Κλέμεντ φον Κέτλερ εξήλθεν από τον χώρο των πρεσβειών με προορισμόν το  Υπουργείον Εξωτερικών της δυναστείας των Τσινγκ, ώστε να συναντηθεί με τον Κινέζον Υπουργόν Τσουνγκ Λι Γιαμάν. Ωστόσον στην πορεία εδέχθη επίθεση από τα στρατεύματα του τμήματος «Πνεύμα τίγρεως» και εδολοφονήθη. Το μήνυμα ήταν σαφές : Οι ξένοι δεν θα ημπορούσαν να διαφύγουν από την  κατάσταση πολιορκίας. Χωρίς να γνωρίζουν ότι η αποστολή του Σέϊμουρ είχεν απωθηθεί, οι αντιπροσωπείες ανέμεναν ότι η δύναμη ανακουφίσεως και σωτηρίας θα έφθανε συντόμως, εν τω μεταξύ δε ωργανούντο για την επικειμένη πολιορκία

Έχων υπηρετήσει επί μακρόν στον βρετανικόν στρατόν, ο σερ Κλοντ Μάξγουελ Μακντόναλντ ανέλαβεν την διοίκηση της αμύνης των πρεσβειών. Με εντολήν του κατεγράφησαν οι υφιστάμενες ποσότητες τροφής και νερού, ενώ διέθεσε περίπου εκατό εθελοντές πολίτες για να υπερασπισθούν ως συνεπίκουροι των ενστόλων την περιοχήν ενισχύων τους 400 στρατιώτες της πολυεθνικής δυνάμεως. Οι διεθνείς αποστολές δεν εγνώριζαν ότι επρόκειτο να εισέλθουν σε 55 ημέρες χάους, αίματος και τρόμου. 

Γιάννης Ηλιού

Please follow and like us: