Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΚΟΣΜΩΝ : Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΛΙΓΚΝΙΤΣ μ.2

Μέρος 2

Όταν ήρχισεν η εμπλοκή στο Βάλστατ, οι Ευρωπαίοι ανεστατώθησαν επειδή ο εχθρός εκινήθη χωρίς κραυγές μάχης ή σάλπιγγες. Όλα τα σήματα μετεδόθησαν οπτικά, με σημαιοφόρους και λάβαρα. Περιέργως, παρ΄όλον που η γενική πειθαρχία των Μογγόλων ήταν μεγαλυτέρα από αυτήν των ιπποτών, οι σχηματισμοί τους ήσαν πιο χαλαροί στην εμφάνιση, καθιστώντες δύσκολο για τους Ευρωπαίους να μετρήσουν με ακρίβεια τους αριθμούς τους.

Η πρώτη από τις μεραρχίες του Δουκός Ερρίκου, υπό τον Μπολεσλάβ, επετέθη στις τάξεις των Τατάρων για να εκκινήσει την συνηθισμένη ιπποτική μάχη σώμα με σώμα, αλλά οι ελαφρότερον οπλισμένοι Μογγόλοι με τα ευκίνητά τους πόνυ (άγρια ιππάρια) τους περικύκλωσαν ευχερέστατα και τους κατέκλυσαν με βέλη. Διαπιστώνοντες ότι δεν ημπορούσαν να λάβουν καμίαν υποστήριξη από τους άλλους σχηματισμούς, οι άνδρες του Μπολεσλάβ διέκοψαν την επίθεσή τους και κατέφυγαν οπίσω στην πολωνική γραμμή.

Μια δευτέρα επίθεση από την δευτέρα και τρίτη μοίρα των Ευρωπαίων εξεπελύθη υπό τον Σουλισλάβ και τον Μιέσκο του Οπόλε. Σε αντίθεση με την πρώτη, αυτή η επίθεση εφάνη επιτυχημένη – οι Μογγόλοι διενέργησαν κάτι που εφαίνετο ως μια άτακτος υποχώρηση. Ενθαρρυμένοι, οι ιππότες εξεδήλωσαν την επίθεσή τους, πρόθυμοι να συναντήσουν τους την Τατάρους με την λόγχη και την σπάθη. Οι Ασιάτες αντίπαλοί τους εσυνέχισαν να φεύγουν, προφανώς ανίκανοι να αντιμετωπίσουν την επίθεση των βαρέων ιππέων.

Τότε συνέβη ένα περίεργον πράγμα : Ένας μoναδικός αναβάτης από τις γραμμές των Τατάρων όρμησε προς στις πολωνικές γραμμές κραυγάζων στην πολωνική : «Τρέξτε!» «Τρέξτε!» Το Πολωνικό χρονικό είναι αβέβαιον εάν ο άνδρας ήταν Τάταρος ή κάποιος από τους αιχμαλώτους Ρώσους που εξηναγκάσθησαν στην υπηρεσία τους. Ο Μιέσκο δεν κατενόησεν το τέχνασμα και ήρχισε να αποσύρεται από το πεδίον της μάχης με τους ιππότες του. Βλέπων την υποχώρηση του Μιέσκο, ο Ερρίκος ωδήγησε την τετάρτη ομάδα μάχης του ενάντια στις γραμμές των Μογγόλων και για άλλη μια φορά συμμετείχε σε εκ του σύνεγγυς μάχη. Μετά από άγριον αγώνα, οι Μογγόλοι ήρχισαν και πάλι να φεύγουν. Το λάβαρόν τους από ουρές γιάκ στερεωμένες στις σταυρωτές ωμοπλάτες ενός προβάτου, εφάνη να οπισθοχωρεί καθώς ο λαβαροφόρος του είχεν ενταχθεί στην γενικευμένη μογγολική υποχώρηση, οπότε οι Πολωνοί ιππότες εκάλπασαν προς τα εμπρός.

Ωστόσον, τα πράγματα δεν ήσαν όπως εφάνησαν στους Ευρωπαίους ιππότες. Είχαν πέσει θύματα ενός από τα παλαιότερα τεχνάσματα της μογγολικής πολεμικής τέχνης – την «προσποιητή υποχώρηση». Οι αναβάτες των στεπών, σε αντίθεση με τους ιππότες, είχαν διδαχθεί να υποχωρούν ως τακτική κίνηση, και με αυτόν τον τρόπο, απεμάκρυναν τους ιππότες από το πεζικό τους. Μόλις αυτό επετεύχθη, οι Μογγόλοι παρέσυραν και τις δύο πλευρές των ιπποτών, οι οποίοι είχαν εκφύγει εμπρός και είχαν χάσει το μέτρο της τάξεώς τους και τους κατέκλυσαν με βέλη. Άλλοι Μογγόλοι είχαν σχεδιάσει μιαν ενέδρα, προετοιμασμένοι να συναντήσουν τους ιππότες καθώς αυτοί έπεσαν στην παγίδα. Όποτε οι Μογγόλοι διεπίστωναν ότι η πανοπλία των ιπποτών παρείχεν αποτελεσματική προστασία από τα βέλη τους, απλώς ετόξευαν τα άλογά τους. Οι αφιππεύσαντες ιππότες ήσαν πλέον εύκολη λεία για τους Μογγόλους βαρείς ιππείς, οι οποίοι τους εξόντωναν με την λόγχη ή την σπάθη, με ελάχιστο κίνδυνο για τους εαυτούς τους. Οι Ναΐτες Ιππότες εστάθησαν ακλόνητοι και έπεσαν όλοι.

Οι Μογγόλοι εχρησιμοποίησαν ένα ακόμη τέχνασμα : Εξαπέλυσαν καπνό από φλεγόμενα καλάμια στο πεδίον της μάχης μεταξύ του πεζικού και των ιπποτών που είχαν προπορευτεί, έτσι οι πεζοί και οι ιππείς δεν ημπορούσαν να ιδούν ο ένας τον άλλον, ενώ οι Μογγόλοι επέπεσαν στους ιππότες και ουσιαστικά τους εξολόθρευσαν. Ο Δουξ Ερρίκος μαζί με τρείς φρουρούς του προσεπάθησε να διαφύγει από το πεδίο με καλπασμό, αλλά οι Μογγόλοι τον κατεδίωξαν αμέσως, τον εσκότωσαν, του έκοψαν την κεφαλή του και παρήλασαν γύρω από το Λίγκνιτς με την κεφαλή εμπεπηγμένη σε ένα δόρυ ως τρόπαιο.

Ο Βένσεσλαβ ο Α΄ της Βοημίας, ο οποίος ευρίσκετο σε απόσταση μιας ημέρας μακράν, επέστρεψε για να συλλέξει ενισχύσεις από την Θουριγγία και την Σαξονία έμαθε για την ήττα. Η μογγολική εμπροσθοφυλακή τον έφτασε όμως στο Κλόντζκο (γερμανιστί Γκλατζ). Ωστόσον, η δύναμη του ήταν κατά πολύ μεγαλυτέρα και ισχυροτέρα  από το ασιανό βαρβαρικόν πλήθος που ευρίσκετο στην Λέγκνιτσα, και το απόσπασμα των Μογγόλων κατετροπώθη από το ιππικόν της Βοημίας. Καθώς οι διαταγές του Μπαϊντάρ ενέτειλαν το απόσπασμα να λειτουργήσει ως μέσον αντιπερισπασμού, οι Μογγόλοι παρέμειναν στη θέση τους για να κρατήσουν τις βοημικές δυνάμεις ακινητοποιημένες, αποφεύγουσες την σύγκρουση με έναν μεγαλύτερον στρατόν, ενώ εχωρίσθησαν σε ομάδες οι οποίες ελεηλάτουν μικρές πόλεις και χωρία. Εν τέλει, απεχώρησαν από την Βοημία και την Πολωνία και κατευθύνθησαν νοτίως για να ενωθούν με τις δυνάμεις του Μπατού και του Σουμπουτάϊ, οι οποίοι θα επεκράτουν ευχερώς επικρατήσει των Ούγγρων στην Μάχη του Μόχι.

Συμφώνως προς  ένα μογγολικόν έθιμο που εχρησιμοποιείτο για την καταμέτρηση των νεκρών, έκοβαν ένα ους από κάθε νεκρόν Ευρωπαίο. Μετά την εκλεκτική αυτήν ωτοκοπία οι Τάταροι εγέμισαν στο Λίγκνιτς εννέα σακιά με ώτα. Τα σύγχρονα αρχεία δείχνουν ότι 25.000 από τους άνδρες του Ερρίκου εσκοτώθηκαν. Ο Μέγας Μάγιστρος των Ναϊτών Πονς ντ’Αμπόν έγραψε στον βασιλέα Λουδοβίκο τον Θ’ της Γαλλίας, λέγων περί της μάχης: «Οι Τάρταροι κατέστρεψαν και κατέκτησαν την γη του Δουκός της Πολωνίας Ερρίκου, …με πολλούς βαρόνους, έξι από τους αδελφούς μας, τρεις ιππότες, δύο λοχίες και πέντε εκατοντάδες άντρες μας νεκρούς». Ο βασιλεύς Λουδοβίκος, ετοιμαζόμενος να πάει στην κεντρική Ευρώπη για να πολεμήσει τους Μογγόλους, είπε στην μητέρα του, βασίλισσα Μπλανς, ότι «είτε θα έστελναν τους Ταρτάρους πίσω στα Τάρταρα -στην κόλαση- είτε οι Τάρταροι θα τους έστελναν στον Παράδεισο». Η δήλωσή του ήταν ένα λογοπαίγνιον με τον ελληνολατινικόν όρο για την κόλαση : «Τάρταρος», που έως τότε εχρησιμοποίουν μόνον οι μοναχοί μεταξύ τους και εβοήθησε να καθιερωθεί το παρωνύμιο των Μογγόλων μεταξύ των Ευρωπαίων.

Η επιστολή του Μεγάλου Μαγίστρου προς τον Λουδοβίκο ανέφερεν επίσης ότι κανείς στρατός κάποιας σημασίας δεν ευρίσκετο μεταξύ των εισβολέων και της Γαλλίας. Δεν ήταν υπερβολή. Όταν έμαθαν τι είχε συμβεί στο Λίγκνιτς, ο Βένσεσλας και οι Βοημοί του εσταμάτησαν την προσέγγισή τους και υπεχώρησαν σε αμυντική θέση. Εν τω μεταξύ, στον Νότον, ο Μπατού και ο Σουμποτάϊ είχαν διαβεί τα περάσματα στην Ουγγαρία και κατήλθαν από τα βουνά, καλύπτοντες σχεδόν 65 χιλιόμετρα ημερησίως μέσα στο χιόνι.

Την ιδίαν ημέρα που ο Ερρίκος και τόσοι πολλοί από τους άνδρες του έπεσαν στο πεδίον της μάχης, ο βασιλεύς Μπέλα ο Δ’ έφυγεν από την Πέστη με στρατόν περίπου 60.000-70.000 μαχητών για να αντιμετωπίσει τη μεγαλυτέρα δύναμη των Μογγόλων. Οι Ούγγροι προήλασαν ενάντια στους Μογγόλους, οι οποίοι υπεχώρησαν βραδέως μέχρι να φτάσουν στην πεδιάδα του Μόχι, εγγύς του  ποταμού Σαγιό. Οι Μογγόλοι στην συνέχεια οπισθοχώρησαν, διέσχισαν τα δάση πέρα από την απέναντι όχθη και …. εξηφανίσθησαν. Ο Μπέλα εστρατοπέδευσεν στην πεδιάδα του Μόχι και έθεσε τις άμαξές του του σε μια περιφερική του στρατοπέδου λωρίδα για προστασία.

Με την βοήθεια καταπελτών, οι Μογγόλοι κατέλαβαν την μοναδική γέφυρα επί του   ποταμού Σαγιό. Ωστόσον, στις 10 Απριλίου, οι Ούγγροι εφόρμησαν στην γέφυρα και οι ελαφρώς θωρακισμένοι Μογγόλοι, έχοντες ελάχιστον περιθώριον ελιγμών, υπέστησαν τρομερόν πλήγμα. Αυτοσχεδιάζοντας ένα οχυρωμένο στρατόπεδο στη δυτική πλευρά του ποταμού, δένοντας μεταξύ τους βαγόνια, ο Μπέλα επροχώρησε και εδημιούργησεν ένα ισχυρόν προγεφύρωμα και στην ανατολική πλευρά.

Όμως ενώ οι Μογγόλοι ακόμη εξεδιώκοντο από την γέφυρα, ο δαιμόνιος Σουμποτάϊ είχεν εύρει ένα σημείον διελεύσεως προς Νότον. Ολίγον προ του λυκαυγούς  της 11ης  Απριλίου, ωδήγησεν 30.000 από τους ιππείς του στην απέναντι όχθη. Στην συνέχειαν, ο Μπατού εφόρμησε στο αριστερό πλευρόν των Ούγγρων, με αποτέλεσμα να στραφούν προς αυτόν, ενώ οι άνδρες του Σουμποτάϊ έσπευσαν προς Βορράν ώστε να πλήξουν το οπίσθιο μέρος των Ούγγρων. Στις 7 π.μ., οι Ευρωπαίοι, εντελώς κατανικημένοι, οπισθοχώρησαν και κατέφυγαν στο στρατόπεδόν τους. Για τις επόμενες ώρες, οι Μογγόλοι επετέθησαν πάλιν στο στρατόπεδο του Μπέλα με καταπέλτες, ρίπτοντες λίθους, φλεγομένη πίσσα, νάφθα, αλλά και κινεζικές κροτίδες, των οποίων ο θόρυβος και οι πύρινες λάμψεις, άγνωστες μέχρι τότε στους Ευρωπαίους, επηρέασαν το ηθικόν τους.

Τότε συνέβη ένα άλλο περίεργο συμβάν. Οι Ούγγροι ανεκάλυψαν ότι ο μογγολικός στρατός που τώρα περιεκύκλωσε το στρατόπεδό τους είχεν αφήσει ένα εμφανές κενό προς Δυσμάς. Με εξαιρετική προσοχή, ολίγοι από τους Ούγγρους προσεπάθησαν να διαφύγουν από το κενό και επέρασαν χωρίς δυσκολία. Ηκολούθησαν και άλλοι και συντόμως η φυγή κατέστη ανεξέλεγκτος. Καθώς οι Ούγγροι υπεχώρησαν, επήλθεν τεραστία αταξία στην παράταξή τους,  οπότε οι Μογγόλοι ενεφανίσθησαν πάλιν, ιππεύοντες κατά μήκος των πλευρών τους και εξαπολύοντες συνεχώς καταιγισμό βελών. Η οπισθοχώρηση των Ούγγρων εξεφυλίσθη σε μιαν πανικόβλητο, άτακτο πορεία – όπως ακριβώς είχεν υπολογίσει ο Σουμποτάϊ όταν τους άφησε εσκεμμένως αυτόν τον δελεαστικόν αλλά παραπλανητικόν δρόμον διαφυγής -. Τώρα, προετοιμασμένοι για την εξόντωση του εχθρού, οι Μογγόλοι εφόρμησαν κατά των Ούγγρων και τους εξόντωσαν με λόγχες ή και σπάθες. Αναλόγως με την πηγήν, αναφέρεται ότι εφονεύθησαν από 40.000 έως 65.000 Ούγγροι και άλλοι Ευρωπαίοι μαχητές.

Λίγο μετά τη συντριβή του ουγγρικού στρατού, ο Μπατού και ο Σουμποτάϊ ηνώθησαν με τον Καντάν, ο οποίος επίσης δεν είχε μείνει αδρανής. Τις τελευταίες εβδομάδες, η μικρά πλευρική δύναμη του Καντάν είχε κατακάψει και λεηλατήσει το διάβα της μέσω της Μολδαβίας, της Βουκοβίνας και της Τρανσυλβανίας, νικώσα τρεις μάχες κατά την διαδικασία. Την ιδίαν ακριβώς ημέρα που ο Σουμποτάϊ εξολόθρευσεν τον στρατόν του βασιλέως Μπέλα στο Μόχι, ο Καντάν κατέλαβε την βαρέως οχυρωμένη πόλη Χέρμανστατ (τώρα Σιμπίου της Ρουμανίας), παρά το απελπισμένο και λυσσώδες θάρρος των υπερασπιστών της.

Σε αντίθεση με τον Δούκα Ερρίκο, ο βασιλεύς Μπέλα, μεταμφιεσθείς και αγνώριστος, κατάφερε μέσω Σλοβακίας (Νίτρας – Νόϊτρα και Μπρατισλάβας –  Πρέσσμπουργκ)  να δραπετεύσει, κατέφυγε δε στην Αυστρίαν, όπου εφυλακίσθη αμέσως από τον Δούκα Φρειδερίκο τον Β΄τον «Εριστικό». Αφού ηγόρασε την ελευθερία του, τόσον με χρηματικά λύτρα όσον και με την παραχώρηση τριών δυτικών κομητειών στον Φρειδερίκο, ο Μπέλα εσυνέχισεν την φυγή του στην Δαλματία, με τους Μογγόλους του Καντάν να τον καταδιώκουν «κατά πόδας», μέχρι που τελικώς εύρεν  καταφύγιο σε ένα νησί στην Αδριατική Θάλασσα κοντά στο Τράου (τώρα Τρογκίρ), το παλαιόν ελληνικόν Τραγύριον, στην Κροατία.

Η Ευρώπη υπέστη πραγματικήν εμβροντησία με την είδηση των δύο συντριπτικών ηττών με διαφορά μόλις ημερών. Οι Πολωνοί και άλλοι απέδωσαν την επιτυχία των Μογγόλων σε παρεμβάντες υπερφυσικούς οργανισμούς ή προέτειναν ότι οι Μογγόλοι δεν ήσαν εξ ολοκλήρου άνθρωποι. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχεν τίποτα μαγικό σε αυτά τα δρώμενα. Οι Μογγόλοι είχαν απλώς εξασκήσει αυστηρά πειθαρχία, μείζονα αποτελεσματικότητα και απαρασάλευτο τάξη, τρεις ιδιότητες που έλειπαν γενικώς από τους ευρωπαϊκούς στρατούς εκείνης της περιόδου.

Σχεδόν όσον εκπληκτική όσον υπήρξεν  η εισβολή των Μογγόλων στην Ευρώπη, τόσον αξιοπερίεργος ήταν και η αιφνιδία εξαφάνισή τους. Μετά τη νίκη της στο Λίγκνιτς, η βορεία μογγολική στρατιά  εγκατέλειψεν την Πολωνία και ουδέποτε επέστρεψεν. Πιστεύοντες ότι είχαν προκαλέσει τόσον εκτεταμένες απώλειες στους Μογγόλους που δεν ημπόρεσαν να συνεχίσουν την εισβολή τους, οι Πολωνοί εξακολουθούν όπως προειπώθη εισαγωγικώς να εορτάζουν την 9ην  Απριλίου ως ημέρα κατά την οποίαν έσωσαν την χώρα τους (και πιθανότατα την Γερμανία και την Δυτικήν Ευρώπη) από τις αιμοβόρες καταστροφές των βαρβαρικών ορδών από την Ανατολή. Σημειωτέον εδώ ότι, οι Πολωνοί 4 αιώνες αργότερον και πάλιν ί διέσωσαν την Ευρώπη από τους Τούρκους κατά την δευτέρα πολιορκία της Βιέννης

Η αλήθεια είναι ότι ο Καϊντού και ο Μπαϊντάρ δεν είχαν καμία πρόθεση να τολμήσουν βαθυτέρα προέλαση στην Ευρώπη, αυτός δεν ήταν ποτέ ο στόχος τους. Μάλιστα, είχαν εκτελέσει εξόχως το έργον που τους είχεν ανατεθεί. Με μόλις δύο τουμάν, δηλαδή συνολικώς 20.000 ιππείς, είχαν καταστρέψει τους στρατούς του Μπόλεσλαβ και του Ερρίκου και ηνάγκασαν τον Βένσεσλας να αποσύρει τον βοημικό του στρατό, εξαλείφοντες έτσι εντελώς την βορεία απειλή για τον στρατό του Μπατού και του Σουμποτάϊ. Η αποστολή τους ωλοκληρώθη, οπότε έστρεψαν προς Νότον για να ενταχθούν στην κυρία μογγολική δύναμη στην Ουγγαρία, καταστρέφοντες κατά την κίνησή τους και την ύπαιθρον της Μοραβίας.

Οι Μογγόλοι δεν παρέμειναν επί  πολύ στην Ουγγαρία. Στις 11 Δεκεμβρίου 1241, ο Ογκαντάϊ απέθανε στην Ασία. Όταν έμαθε για τον θάνατο του μεγάλου Χαν, ο Σουμποτάϊ υπενθύμισε στους τρεις πρίγκιπες του στρατού του τον νόμον της διαδοχής όπως ωρίσθη από τον Τζένγκις Χαν : Μετά το θάνατον του ηγεμόνος, όλοι οι απόγονοι του οίκου του Τζένγκις Χαν, όπου και αν ευρίσκονται, πρέπει να επιστρέψουν. στη Μογγολία για να λάβουν μέρος στην εκλογήν του νέου χακάν. Ανακαλώντες όλες τις δυνάμεις τους, οι Μογγόλοι εξεκίνησαν πορεία προς την μογγολική πρωτεύουσα, το Καρακορούμ, αναβάλλοντες την εισβολή τους στην κεντρική Ευρώπη για μιαν άλλη φορά – μια στιγμή που δεν θα ήρχετο ποτέ.

Όσον τρομερά και αν ήταν η καταστροφή στο Λίγκνιτς, υπήρξεν τελικώς άσκοπος – μια Μογγολική προσπάθεια ώστε να υποστηριχθεί η εισβολή στην Ουγγαρία, μια παράταιρος, περιστασιακή τοπική κατάκτηση η οποία εγκατελείφθη αιφνιδίως, καταλείπουσα ως «Μογγολική κληρονομιά» στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη ουδέν άλλο παρά μια τεραστία λωρίδα καταστροφής και θανάτου. Η γενική ιστορική άποψη είναι πως η μάχη απετέλεσε μια συντριπτικήν ήττα για της Ευρωπαϊκές δυνάμεις, καθώς αυτές υπέστησαν τεράστιες απώλειες. Είναι επίσης σαφώς γνωστόν πως οι Μογγόλοι αυτήν την περίοδον δεν είχαν πρόθεση να επεκτείνουν την εκστρατεία τους προς Δυσμάς, επειδή οι νικητές του Λίγκνιτς μετέβαιναν στο Βασίλειον της Ουγγαρίας για να βοηθήσουν το κύριον σώμα του Μογγολικού στρατού στην κατάκτηση της χώρας αυτής.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί  πως όταν ο Μπατού Χαν επέστρεψε στην Μογγολία, οι σχέσεις του με τους εξαδέλφους του ήσαν τόσον άσχημες ώστε μέχρι την εκλογή του Μόνγκε Χαν ως Χαγάνου εσκέφθη να επιστρέψει και να κινηθεί δυτικώς προς την Ευρώπη. Όμως, απεβίωσεν το 1255 προτού υλοποιήσει το σχέδιόν του. Υπό την ηγεσίαν του αδελφού του Μπερκέ, η Χρυσή Ορδή απερροφήθη στην σύγκρουση των εξαδέλφων τους στο Ιλχανάτο, υπό την ηγεσία του Χουλαγκού Χαν, (τον οποίον ο Μπερκέ Χαν περιεφρόνησε για την συμπεριφορά του στην Μάχη της Βαγδάτης και την αναίτιο  δολοφονία του Χαλίφη Αλ-Μουστασίμ).

Αργότερον εξεκίνησαν μεγαλύτερες εισβολές στην Πολωνία, κυρίως για την διενέργειαν λεηλασιών και σφαγών  και όχι για επίτευξη παγίας κατακτήσεως. Υπό την ηγεσίαν του στρατηγού του Χανάτου της Χρυσής Ορδής Μπουρουντάϊ (ή Μπορολντάϊ), οι Μογγόλοι εξεστράτευσαν επιτυχώς στην Πολωνία το 1259-1260. Κατά τη διάρκειαν αυτής της εισβολής, οι πόλεις Σαντομίρ, Κρακοβία, Λούμπλιν, Τσάβιχοστ και Μπύτομ ελεηλατήθησαν από τους Μογγόλους για δευτέρα φορά. Στα τέλη Μαρτίου 1260, οι Μογγόλοι έφυγαν από την Ελάσσονα Πολωνία (Μάλα Πόλσκα) προς Ανατολάς κατά μήκος των Καρπαθικών προπόδων. Η Ελάσσων Πολωνία κατεστράφη από την εισβολή, με τους Μογγόλους να αποκτούν πάμπολλα πλούσια λάφυρα από την εκστρατεία τους. Επίσης περίπου 10.000 Πολωνοί συνελήφθησαν από τους Μογγόλους εισβολείς ως δούλοι. Μέσω αυτής της εισβολής, η Χρυσή Ορδή κατάφερε με επιτυχία να καταστρέψει την αντιμογγολική συμμαχία του Μπόλεσλαβ και να υποτάξει πλήρως το ατίθασο Βασίλειον της Γαλικίας-Βολυνίας.

Αργότερον οι Μογγόλοι εξεστράτευσαν και πάλιν υπό την ηγεσίαν του Τουλαμπούγκα και του Νογκάϊ Χαν, μαζί με υποτελή στρατεύματα από την Ρουθηνία, με επιτυχία το 1286 και ανεπιτυχώς το 1287. Παρά το ότι οι Μογγόλοι εξέφρασαν επανειλλημένως την επιθυμία τους να κατακτήσουν την κεντρικήν Ευρώπη με απειλητικά και τρομοκρατικά  «τελεσίγραφα», ιδίως  μέχρι την δεκαετίαν του 1270, εν τέλει η Πολωνία και η Ουγγαρία παρέμειναν εκτός της σφαίρας επιρροής της Χρυσής Ορδής. Αντιθέτως, τα ρωσικά εδάφη των κατακτηθέντων πριγκηπάτων στην ανατολήν παρέμειναν υπό τον έλεγχον της Χρυσής Ορδής για τους επομένους δύο αιώνες.

Γιάννης Ηλιού

Please follow and like us:

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *