Μέρος 1
Έως τώρα οι Πολωνοί εξακολουθούν να γιορτάζουν την 9η Απριλίου ως την ημέρα κατά την οποίαν απέκρουσαν μιαν ασιατικήν εισβολή στην Ευρώπη το 1241. Η μνήμη της Μάχης της Λέγκνιτσα τιμάται στο Μνημείον του Αγνώστου Στρατιώτη στην Βαρσοβία, με την επιγραφή «LEGNICA 9 IV 1241».
Οι Μογγόλοι εχθροί τους εξετίμησαν τα πράγματα διαφορετικά : Στο Λίγκνιτς απλώς εκέρδισαν την τρίτη συνεχομένη νίκη τους επί ενός ευρωπαϊκού στρατού, μάλιστα δε με μία δευτερεύουσα «δύναμη αντιπερισπασμού» 20.000 πολεμιστών .
Στις 9 Απριλίου 1241, ο Δουξ Ερρίκος Β’ της Σιλεσίας, γνωστός και ως Ερρίκος ο Ευσεβής ή Πίος, εξήλθεν από την πόλη του Λίγκνιτς (τώρα είναι η πολωνική πόλη Λέγκνιτσα) για να συναντήσει τους φοβερούς Μογγόλους ή Τατάρους, όπως τους αποκαλούσαν τότε οι Ευρωπαίοι. Οι εισβολείς από την ανατολή είχαν ήδη επιτεθεί στο Λούμπλιν και είχαν λεηλατήσει το Σαντομίρ. Ο στρατός του Ερρίκου ήταν ο τελευταίος που απέμενε για να αντιταχθεί στους Τατάρους στην Πολωνία. Καθώς ο Δουξ διέσχιζε την πόλη, μια πέτρα έπεσε από την οροφή της εκκλησίας της Παναγίας και παρολίγο να τον σκοτώσει. Ο κόσμος δικαίως εξέλαβε το συμβάν ως οιωνό συμφοράς.
Ο Ερρίκος εγνώριζεν ότι, μόλις ολίγες εβδομάδες ενωρίτερον, ένας στρατός των Τατάρων είχε κατατροπώσει μια συνδυασμένη δύναμη Πολωνών και Σλάβων υπό τον εξάδελφό του Μπολεσλάβ τον Ε’ και έκαψε την Κρακοβία την Κυριακή των Βαΐων. Τώρα ο Ερρίκος επερίμενε με αγωνία την βοήθεια του κουνιάδου του, του βασιλέως της Βοημίας Βένσεσλας (ή Βένσλας) του Α’, ο οποίος εβάδιζε με 50.000 άνδρες (44.000 Βοημούς και 6.000 Γερμανούς) για να ενώσουν τις δυνάμεις τους. Όμως ο Ερρίκος δεν ήξερε πότε θα έλθουν και αναρωτήθηκε αν έπρεπε να περιμένει οπίσω από τα τείχη του Λίγκνιτς τους Βοημούς συμμάχους του. Ο Ερρίκος εφοβείτο ότι οι Τάταροι που ερήμαξαν την χώρα του ημπορούσαν να ενισχυθούν εάν επερίμενε επί πολύ για την άφιξη του Βένσεσλας, έτσι αυτός και ο στρατός του άφησαν την προστασία του Λίγκνιτς εκείνη την ημέρα του Απριλίου και επροχώρησαν προς την πόλη Γιάβορ (γερμανιστί Γιάουερ), όπου υπελόγισε πως ήταν πολύ πιθανό να συναντηθεί με τον βασιλέα της Βοημίας. Ο στρατός του περίπου 30.000 απετελείτο από Πολωνούς ιππότες, Τεύτονες Ιππότες, Γάλλους Ναΐτες Ιππότες και μιαν εισφορά πεζών, συμπεριλαμβανομένων Γερμανών – Βαυαρών σκαπανέων χρυσωρύχων από την πόλη Γκόλντμπεργκ (νυν Ζλοτόρια). Απέναντί του ευρίσκετο ένα πλήθος περίπου 20.000 Μογγόλων, μετά τις πρόσφατες νίκες τους επί των άλλων πολωνικών στρατών, διοικούμενοι από τον Καϊντού, έναν δισέγγονο του Τζένγκις Χαν.
Όσον τρομερή και αν ήταν η εισβολή των Μογγόλων στην Πολωνία, ήταν απλώς μια προσχεδιασμένη εκτροπή, ένας στρατηγικός ελιγμός, για να εμποδίσει τους Ευρωπαίους να ενωθούν και να αντισταθούν στην κατάκτηση του πρωταρχικού στόχου των Μογγόλων, της Ουγγαρίας. Από το 1236, ένας Μογγολικός στρατός 150.000 ανδρών είχεν εδραιώσει την κυριαρχία του Ογκαντάϊ, [υιου του Τζένγκις Χαν και διαδόχου του, τον οποίον εκείνος επέλεξε ως χακάν («μεγάλο χαν)], επί των πριγκιπάτων της δυτικής Ρωσίας. Στην γενική διοίκηση της ορδής ήταν ο Μπατού, εγγονός του Τζένγκις Χαν. Ωστόσον, ο πραγματικός εγκέφαλος της αποστολής, ήταν ο στρατηγός Σουμποτάϊ, επί μακρόν υπαρχηγός του Τζένγκις Χαν. Ο Σουμποτάϊ είχε διοικήσει τμήματα του στρατού του μεγάλου Χαν στις εκστρατείες εναντίον των Βορείων Σουνγκ της Κίνας και είχε βοηθήσει στην ολοσχερή καταστροφή της αυτοκρατορίας των Χβαραζμίων της Περσίας.
Κατά την διάρκειαν της ρωσικής εκστρατείας, οι Μογγόλοι ωδήγησαν περίπου 200.000 Κουμάνους (ή Πολόβτσυ), έναν τουρκικό νομαδικό λαό της στέπας που τους είχε εναντιωθεί, δυτικώς των Καρπαθίων. Εκεί, οι Κουμάνοι προσέφυγαν στον βασιλέα της Ουγγαρίας Μπέλα τον Δ’ για προστασία και σε αντάλλαγμα της προστασίας του προσεφέρθησαν να ασπαστούν τον δυτικό χριστιανισμό. Προφανώς μια τέτοια μαζική μεταστροφή θα ενίσχυε το κύρος της Ουγγαρίας στον Πάπα. Επιπλέον, οι Κουμάνοι υπεσχέθησαν 40.000 πολεμιστές, εμπείρους στον κινητικό πόλεμο στέπας των Μογγόλων, για την άμυνα της Ουγγαρίας. Ο Μπέλα εδέχθη με μεγάλη χαρά και προθυμία την προσφορά τους, αλλά πολλοί από τους ευγενείς του δεν ενεπιστεύοντο τους Κουμάνους. Η απόφασή του έδωσε στους Μογγόλους μιαν επίσημο δικαιολογία να στοχοποιήσουν την Ουγγαρία ως το επόμενο αντικείμενο για κατάκτησή τους.
Αφού διωργάνωσε ένα πολεμικό συμβούλιον στο Πσέμισλ (γερμανιστί Πρέμισσελ) τον Δεκέμβριο του 1240, ο Μπατού έστειλε τελεσίγραφο στον βασιλέα Μπέλα. Του έγραψε : «Έμαθα ότι πήρες τους Κουμάνους, τους υπηρέτες μας, υπό την προστασία σου. Σταμάτα να τους φιλοξενείς, αλλιώς θα με κάνεις εχθρό σου εξαιτίας τους. Αυτοί, που δεν έχουν σπίτια και μένουν σε σκηνές, θα είναι εύκολο να ξεφύγουν. Αλλά εσείς που κατοικείτε σε σπίτια μέσα σε πόλεις, πώς ημπορείτε να μου ξεφύγετε;» Απορρίπτων το τελεσίγραφον, ο Μπέλα έστειλε κήρυκες σε όλη την Ουγγαρία φέροντες ένα αιματοβαφές σπαθί, το παραδοσιακό σύμβολον μιας εθνικής εκτάκτου ανάγκης, για να συσπειρώσει τους ευγενείς και τους υποτελείς του στην υπεράσπιση του βασιλείου.
Ευγενείς από την Ουγγαρία και τα παρακείμενα βασίλεια ανταπεκρίθησαν στο κάλεσμα. Ένας από αυτούς, ο Αρχιδούξ Φρειδερίκος της Αυστρίας, είχεν από καιρού ψυχρές σχέσεις με τον Μπέλα για τον έλεγχον των εδαφών κατά μήκος των συνόρων τους. Κάποια στιγμή διερχόμενος από την Ουγγαρία, παρετήρησεν ότι οι μόνιμοι οικιστές υπήκοοι του βασιλείου «δεν τα πήγαιναν καλά» με τους νομάδες Κουμάνους. Ο Φρειδερίκος διέμεινε στην πρωτεύουσα Βούδα, αλλά είχε μεταφερθεί μέσω του Δουνάβεως ποταμού στην μικρά εμπορική πόλη της Πέστης όταν εξέσπασε μεγάλη ταραχή (κάποιοι λέγουν μετά από ιδικήν του παρακίνηση) κατά την οποίαν εσκοτώθη ο χάνος των Κουμάνων, ο Χοτυάν και το κεφάλι του ερρίφθη στον δρόμο. Οι εξαγριωμένοι Κουμάνοι έφυγαν από την χώρα για την Βουλγαρία, λεηλατούντες τα πάντα καθώς έφευγαν, ενώ ο Αρχιδουξ Φρειδερίκος επέστρεψε στην Αυστρία για να παρακολουθήσει τον επερχόμενο πόλεμον από …. το περιθώριο.
Τον Φεβρουάριον του 1241, ο Μογγολικός στρατός εγκατέλειψε την βάση του στη νότιο Ρωσία και διέσχισε τους παγωμένους ποταμούς στην κεντρική Ευρώπη. Η δύναμή του απετελείτο από περίπου 70.000 άνδρες, τα δύο τρίτα των οποίων ήσαν ελαφρύ ιππικό και το υπόλοιπο βαρύ ιππικό, αν και όλοι ήσαν εξοπλισμένοι με τόξα. Τους διώκει κατ΄ όνομα ο Μπατού, αλλά για άλλη μια φορά το στράτευμα ωδηγείτο από τον Σουμποτάϊ. Ακόμη και κατά την διάρκεια της εκστρατείας στην Ρωσία, ο Σουμποτάϊ έστελνε κατασκόπους προς Δυσμάς στην κεντρική Ευρώπη, για να καθορίσουν ακριβώς με αναφορές τους τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, καθώς και τις στρατιωτικές δυνατότητες των βασιλείων και των δουκάτων σε αυτήν την γειτονική περιοχή. Τα αποτελέσματα επεβράβευσαν τις προσπάθειές του.
Πριν εκκινήσουν την ουγγρική εκστρατεία, οι Μογγόλοι είχαν νικήσει κάθε μεγάλο ρωσικό πριγκιπάτο που απειλούσε την παρουσία τους στην περιοχή και μετά επέρασαν ένα χρόνο αναπαυόμενοι και ανασυγκροτούμενοι σε αυτόν τον χώρο που είναι τώρα η Ουκρανία πριν περάσουν στην κεντρική Ευρώπη. Αν και ο Μπατού και ο Σουμποτάϊ εγνώριζαν τους διχαστικούς ανταγωνισμούς μεταξύ των Ευρωπαίων βασιλέων και ευγενών, κατάλαβαν επίσης ότι οι Ευρωπαίοι ηγεμόνες είχαν στενή σχέση εξ αίματος και γάμου, οπότε πιθανότατα θα υπεστήριζαν ο ένας τον άλλον εάν επίστευαν ότι μια εξωτερική απειλή ήταν αρκετά σοβαρή. Ως εκ τούτου, ο μογγολικός στρατός εχωρίσθη σε δύο άνισες δυνάμεις. Η μικροτέρα δύναμη, 20.000 άνδρες που εδιοικούντο από κοινού από τον Μπαϊντάρ και τον Καϊντού, εγγονό του Ογκαντάϊ, εξεκίνησε πρώτη στις αρχές Μαρτίου 1241 και μετεκινήθη προς Βορράν στην Πολωνία για να σταματήσει οποιαδήποτε υποστήριξη για την Ουγγαρία που θα ημπορούσε να ευρεθεί εκεί. Η κυρία δύναμη εισβολής των περίπου 50.000 ανδρών, με διοικητή τον Μπατού και τον Σουμποτάϊ, επροχώρησεν ολίγες ημέρες αργότερον και εχωρίσθη σε δύο ομάδες : Tο κύριο σώμα επέρασε από τα Καρπάθια στην Ουγγαρία στις 12 Μαρτίου, ενώ μια μικρά δύναμη (για να ελέγξει τη νότιο πλευρά της), με διοικητή τον Καντάν, υιόν του Ογκαντάϊ, επέρασεν από τα Καρπάθια, περίπου 250 χιλιόμετρα νοτιοανατολικώς και εισήλθε στην Τρανσυλβανία.
Το 1241, η Πολωνία είχε χωρισθεί σε τέσσερα κράτη, καθένα από τα οποία εδιοικείτο από διαφορετικόν κλάδο της οικογενείας Πιάστ. Ενώ ο βασιλεύς Μπολεσλάβ ο Ε’ της Κρακοβίας ήταν νομικώς ο κατ΄εξοχήν ηγεμών, στην πραγματικότητα εθνικός κυρίαρχος ήταν ο εξάδελφός του, Δουξ Ερρίκος Β’ της Σιλεσίας, ο ισχυρότερος από τους τέσσερις άρχοντες. Όποια και αν ήταν η διάταξη ισχύος και η οικογενειακή σύνδεση των Πιάστ, απεδείχθησαν ανίκανοι να προσφέρουν μιαν ενιαία απάντηση στην Μογγολικήν εισβολή.
Σαρώνοντες τα εδάφη προς Βορράν, πέραν από την άκρη των Καρπαθίων και εισελθόντες στην Πολωνία, ο Καϊντού και ο Μπαϊντάρ ελεηλάτησαν το Ζαντομίρ, συνέτριψαν έναν στρατό Πολωνών μαζί με άλλες σλαβικές δυνάμεις υπό τον Μπολεσλάβ στην Κρακοβία στις 3 Μαρτίου και κατενίκησαν έναν άλλο πολωνικό στρατό στο Χμιέλνικ στις 18 Μαρτίου. Κατόπιν η προσοχή τους επανήλθε στην Κρακοβία : Oι Μογγόλοι κατέλαβαν και έκαψαν την πόλη στις 24 Μαρτίου και στην συνέχεια επετέθησαν στην πρωτεύουσα της Σιλεσίας Μπρεσλάου ολίγες ημέρες αργότερον. To Μπρεσλάου άντεξε και οι Μογγόλοι διοικητές, γνωρίζοντες πως ήταν καλύτερον να μην εμπλέξουν τον μικρό στρατό τους σε μια μακρά πολιορκία τόσον βαθέως εντός εχθρικού εδάφους, παρέκαμψαν την πόλη και εσυνέχισαν την αναζήτησή τους για τον Δούκα Ερρίκο και τον στρατόν του.
Σε αντίθεση με τον Ερρίκο, ο Καϊντού και ο Μπαϊντάρ ήξεραν ακριβώς πού ευρίσκετο ο Βένσεσλας – μόλις δύο ημέρες μακράν. Οι Μογγόλοι ήσαν ήδη κάπως περισσότεροι και δεν ημπορούσαν να διακινδυνεύσουν να επιτρέψουν στον Ερρίκο και τον Βένσεσλας να ενώσουν τις δυνάμεις τους. Επομένως, όταν ο Ερρίκος έφθασε σε μια πεδιάδα που ονομάζεται Βάλστατ, ή «Διαλεκτό μέρος» (ή πολωνιστί Λεγκνίτσκιε Πόλε – «Αγρός της Λέγκνιτσα») και η οποία περιβάλλεται από χαμηλούς λόφους, όχι μακράν του Λίγκνιτς, εύρεν ήδη εκεί τους Τατάρους να τον περιμένουν.
Μόλις αντελήφθη τους Τατάρους, ο Ερρίκος συνεκέντρωσε τις δυνάμεις του σε τέσσερις μοίρες και ετοποθέτησεν την μία μετά την άλλη στο Βάλστατ. Η πρώτη ομάς απετελείτο από ιππότες προερχομένους από διάφορα έθνη, συμπληρωμένους με τους σκληροτραχήλους χρυσωρύχους από το Γκόλντμπεργκ υπό την διοίκηση του Μπολεσλάβ, υιού του Μαργράβου (Μαρκησίου) της Μοραβίας Ντέπολτ του Γ’. Ο Σουλισλάβ, ο αδελφός του παλατίνου κόμιτος της Κρακοβίας, ηγείτο της δευτέρας ομάδος (Κρακοβιανοί μαχητές και ιππότες από το Ουελκοπόλε). Η τρίτη ομάς απετελείτο από ιππότες από το Οπόλε (γερμανιστί Όπππελν), με επικεφαλής τους τον Οπολιανό Δούκα Μιέσκο τον Παχύ, και Τεύτονες Ιππότες από την Πρωσία υπό τον Στρατάρχη τους Πόππο φον Όστερν. Ο Δουξ Ερρίκος ηγήθη της τετάρτης ομάδος, η οποία απετελείτο από μαχητές προερχομένους από την Σιλεσία και το Μπρεσλάου, ιππότες από το Ουελκοπόλε και την Σιλεσία και τέλος Γάλλους Ναΐτες Ιππότες.
Οι Τεύτονες Ιππότες και οι Ναΐτες Ιππότες ήσαν θρησκευτικά στρατιωτικά τάγματα με προέλευση από τις Σταυροφορίες. Ως αποτέλεσμα τόσον της θρησκευτικής όσον και της στρατιωτικής τους εκπαιδεύσεως, οι ιππότες υπήκουαν στην πειθαρχία και ήσαν ευλόγως οι καλύτερες δυνάμεις που διέθετεν ο Δουξ Ερρίκος. Παρ΄όλα αυτά, οι Μπαϊντάρ και Καϊντού επερίμεναν ανυπομόνως να προσθέσουν άλλη μια νίκη στους ήδη σημαντικούς τους απολογισμούς τροπαίων. Η εγωκεντρική εμπιστοσύνη των Μογγόλων στις ικανότητές τους δεν ήταν αβάσιμος.
Ο στρατός του Ερρίκου ήταν χαρακτηριστικός των ευρωπαϊκών στρατών της περιόδου – είχε μόνον την πλέον υποτυπώδη οργάνωση. Οι ιππότες εσχημάτισαν ακανόνιστες διατάξεις διαφορετικών μεγεθών, συνθέσεως και εθνικής ή τοπικής προελεύσεως. Μια ομάς από αυτές τις διατάξεις εσχημάτισεν την πρώτην γραμμή. Η διοίκηση ανετέθη με βάση την καταγωγή και όχι βάσει αποδεδειγμένης μαχητικής ικανότητος (όπως στους μογγολικούς στρατούς). Ο μογγολικός στρατός ήταν οργανωμένος σε διμοιρίες 10 ανδρών, ενωμοτίες 100 ανδρών, λόχους 1.000 ανδρών και μεραρχίες, (τα διαβόητα «τουμάν»), 10.000 ανδρών. Κάθε μονάς ήταν πολύ πειθαρχημένη και υπήκουε σε κεντρικές εντολές που εσηματοδοτούντο με σημαίες κατά την διάρκεια της μάχης.
Ένας Μογγόλος διοικητής ημπορούσε να ευρίσκεται οπουδήποτε στον σχηματισμό του και να κατευθύνει τα στρατεύματά του όπως αυτός έκρινε σκόπιμο. Αντιθέτως, ο αρχηγός ενός ευρωπαϊκού στρατού πολεμούσε μαζί με τους άνδρες του στην μάχη, όπου ανεγνωρίζετο ευχερέστατα από τους αντιπάλους, εκινδύνευε διαρκώς και δεν ημπορούσε να ανταποκριθεί στις τακτικές εξελίξεις του αγώνος. Αυτή η «ηγεσία με το παράδειγμα» βεβαίως είχε νόημα όπου οι μάχες εθεωρούντο ευκαιρίες για την επίδειξη της προσωπικής γενναιότητος, όπου το αντικείμενο της μάχης ήταν η τιμή καθώς και η νίκη. Αλλά για τους Μογγόλους, η νίκη ήταν το μόνο που είχε σημασία. Κατά συνέπειαν, η προσέγγισή τους ήταν να σκοτώσουν ή να κατανικήσουν τον εχθρό όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερον, δηλαδή, με το ολιγότερο κόστος για τον εαυτό τους. Αυτή ήταν μια λογική προσέγγιση για τους Μογγόλους, οι οποίοι έκαναν εκστρατείες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο τους ενάντια σε αντιπάλους που ήταν περισσότεροι, οπότε δεν είχαν την «πολυτέλεια» να χάσουν ούτε άνδρες ούτε μάχες. Οι τακτικές των Μογγόλων έμοιαζαν με αυτές του κυνηγού, ο οποίος χρησιμοποιεί ταχύτητα, επιδεξιότητα και εξαπάτηση για να καθοδηγήσει το θήραμά του όπου θέλει και μετά να το σκοτώσει με όσο το δυνατόν ολιγότερο κίνδυνο για τον εαυτό του. Στην περίπτωση της αντιπαραθεσεώς τους με τον στρατό του Δουκός Ερρίκου, ο Μπαϊντάρ και ο Καϊντού απεφάσισαν να δοκιμάσουν μια κοινή τακτική μάχης της στέπας : Eπίθεση, ψεύτικη φυγή και ενέδρα.
Τόσον ο ευρωπαϊκός όσον και ο μογγολικός στρατός εξηρτάτο από το άλογο, αλλά εκεί τελείωνε η όποια ομοιότητα. Ο ιππότης υπεστηρίζετο από έναν φεουδάρχη, ή από τον βασιλέα του, για να πολεμήσει. Εξεπαιδεύετο για μάχη εκ του σύνεγγυς με τον εχθρό του και κύρια όπλα του ήταν η βαρεία λόγχη και η σπάθη. Η λόγχη εκρατείτο με το χέρι και ήταν στερωμένη υπό τον βραχίονα για να μεταδώσει το βάρος και την δύναμη τόσον του αλόγου όσο και του αναβάτη, καθώς επετίθοντο στον εχθρό. Ομοίως, η βαρεία σπάθη κραδαινόμενη από το ύψος της σέλας ημπορούσε να προκαλέσει φρικώδη τραύματα. Για να προστατευθεί σε μάχη σώμα με σώμα αυτού του είδους, ο ιππότης έφερε μία περίτεχνη, βαρεία πανοπλία. Ένα μακρυμάνικο αλυσιδωτό υποκάμισο (το περιβόητον hauberk), επροστάτευε το σώμα του. Ο ιππότης ημπορεί επίσης να έφερε μιαν αλυσωτή καλύπτρα ή κουκούλα επάνω στην κεφαλή του, ενώ βεβαίως έφερε επίσης ένα σιδηρούν κράνος. Ακόμη φορούσε αλυσωτά χειρόκτια και περισκελίδες και κρατούσε ασπίδα στο αριστερό του χέρι. Ολόκληρος η πανοπλία ημπορεί να εζύγιζεν 35 ή περισσότερα κιλά, και ο ιππότης ίππευε ένα άλογο ειδικώς εκτρεφόμενο ώστε να είναι αρκούντως ρωμαλέο, γιά να αντέχει αυτόν και την πανοπλία του. Το βάρος του από μόνο του ήταν ένα όπλο. Ορμούσε μέσα από έναν εχθρικό σχηματισμό και κατόπιν οι πεζοί έτρεχαν και εξόντωναν εκείνους τους εχθρούς τους οποίους οι ιππότες είχαν ρίξει από τα άλογά τους, ή παραμερίσει βιαίως και ρίψει στο έδαφος.
Οι μογγολικοί στρατοί απετελούντο εξ ολοκλήρου από ιππικό, αλλά ο Μογγόλος ιππεύς, σε αντίθεση με τον Ευρωπαίο ιππότη, εξηρτάτο κυρίως από το τόξο του και συνήθως δεν ευνοούσε την έφιππη εκ του σύνεγγυς μάχη. Η προστασία του εστηρίζετο στην ταχύτητα και στην ευελιξία του, όχι στην πανοπλία, ενώ συχνά δεν έφερε πανοπλία εκτός από ένα ανοικτό μεταλλικό κράνος με ένα δερμάτινο επαυχένιο οπίσω από τον τράχηλο και ένα μεταξωτό πουκάμισο υπο το πανωφόρι του που ακολουθούσε μιαν αιχμή εχθρικού βέλους μέσα στην προκληθείσα πληγή και του επέτρεπε να αποσύρει το βέλος χωρίς να σχίσει την σάρκα. Υπήρχαν βαρύτερον θωρακισμένοι Μογγόλοι, αλλά ακόμη και αυτοί οι βαρύς ιππείς έφεραν γενικώς σχετικώς ελαφρά και εύκαμπτη πανοπλία, αποτελουμένη από ένα πλήθος επαλλήλων, επικαλυπτομένων δερμάτινων ή σιδηρών πλακών. Το μογγολικό τόξο ήταν ένα καμπύλο σύνθετο τόξο, κατασκευασμένο με ελασματοποίηση από ξύλο, κέρατα και τένοντες, που ημπορούσε να ρίξει ένα βέλος σε απόσταση περίπου 300 μέτρα. Οι Μογγόλοι εξετόξευαν τα βέλη τους με μεγάλην ακρίβεια ενώ εκάλπαζαν με γρήγορο ρυθμό και ημπορούσαν ακόμη να βάλλουν με ακρίβεια προς τα οπίσω ενάντια σε έναν διώκτη. Κάθε πολεμιστής έφερε 60 βέλη διαφορετικών βαρών για βολές διαφορετικών αποστάσεων, ενώ συχνά έφερε περισσότερα από ένα τόξα.
Ο Μογγόλος πολεμιστής ίππευε ένα άγριο ιππάριο (πόνυ), που ήταν πολύ μικρότερο από τον «εφοδίτη» πολεμικό ίππο των δυτικών στρατών. Το μικρόσωμο ασιατικό ζώο, είχεν ωστόσο εξαιρετική αντοχή και επεβίωνε βόσκον στη φύση. Κάθε Μογγόλος στρατιώτης είχε δύο, τρία ή και τέσσερα πόνυ για να τα αλλάζει σε μια πορεία και να τα σώζει από την εξάντληση. Αυτή η πρακτική επέτρεπε στους Μογγολικούς στρατούς να διανύουν 80 έως 95 χιλιόμετρα την ημέρα, δηλαδή αρκετές φορές την απόσταση που ημπορούσε να διανύσει ένας δυτικός στρατός της περιόδου. Έδιδε επίσης στον Μογγόλο μαχητή προβάδισμα σε ταχύτητα στο πεδίον της μάχης. Συνεπώς, στο Βάλστατ ήσαν αντιμέτωποι δύο εντελώς διαφορετικοί στρατοί.
Γιάννης Ηλιού