Η μεγαλύτερη και πλέον καθοριστική σύγκρουση στην ιστορία των παγκοσμίων πολέμων
Μέρος 1
Η ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου περιέχει πολλές μάχες η έκβαση των οποίων έπαιξε κομβικό ρόλο στην κατάληξή του, ελάχιστες όμως έχουν την ιδιάζουσα βαρύτητα της αφανιστικής μάχης του Στάλινγκραντ, κατά την οποία ο Ερυθρός Στρατός κατάφερε να σταματήσει οριστικά την προέλαση της Βέρμαχτ, με αποτέλεσμα την συντριβή και παράδοση της 6ης Στρατιάς του Στρατάρχη Φρήντριχ Πάουλους.
Η έκβαση της εν λόγω μάχης διέλυσε το όνειρο της τευτονικής «χιλιόχρονης αυτοκρατορίας» του Αδόλφου Χίτλερ, στη συνέχεια δε η Ιστορία γράφτηκε με εντελώς διαφορετικούς όρους.
Το ημερολόγιο έγραφε 2 Φεβρουαρίου 1943 όταν έφθασε το τέλος μίας από τις πιο καθοριστικές μάχες του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, η οποία διήρκεσε επί 140 φονικές και ανυπόφορες ημέρες. «Η παράδοση αποκλείεται, το στράτευμα θα αμυνθεί μέχρι τέλους !» είχε δηλώσει αγέρωχα ο Αδόλφος Χίτλερ, αλλά όταν οι Σοβιετικοί πολιόρκησαν το αρχηγείο του Στρατάρχη Πάουλους φάνηκε ξεκάθαρα πως κάθε αντίσταση ήταν μάταιη. Το Στάλινγκραντ ήταν και πάλι στα χέρια του Ερυθρού Στρατού.
Η Μάχη του Στάλινγκραντ είναι η μεγαλύτερη και φονικότερη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως και της παγκόσμιας Ιστορίας. Υπολογίζεται ότι έχασαν τη ζωή τους πάνω από 1,5 εκατομμύριο στρατιώτες και πολίτες. Εκμηδένισε πολύτιμες στρατιωτικές δυνάμεις του Αδόλφου Χίτλερ, ταπείνωσε την αήττητη γερμανική πολεμική μηχανή και άνοιξε τον δρόμο για την αντεπίθεση του Ερυθρού Στρατού.
Κατ΄ουσίαν η μάχη υπήρξε μία σειρά αδιάκοπων συγκρούσεων από τις 23 Αυγούστου 1942 έως τις 2 Φεβρουαρίου 1943, στα περίχωρα και στο κέντρο της πόλης, η οποία πριν το 1925 λεγόταν Τσαρίτσιν και από το 1961 έως σήμερα ονομάζεται Βόλγκογκραντ και βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Βόλγα.
Η στρατηγική θέση ανάμεσα στην Κασπία θάλασσα και στη βόρεια ρωσική ενδοχώρα ενδιέφερε ιδιαιτέρως τους Γερμανούς, οι οποίοι μετά την τεράστια «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα» του 1941 για την κατάληψη της Μόσχας και την ακόλουθη σταθεροποίηση των θέσεων τους στην Ουκρανία την άνοιξη του 1942, αναζητούσαν πρόσβαση στις πετρελαιοφόρες περιοχές του Καυκάσου και επεδίωκαν να «κόψουν στη μέση» την ΕΣΣΔ αρπάζοντας το χρησιμότερο τμήμα της.
Πέραν όμως του γεγονότος ότι η κατάληψη του Στάλινγκραντ θα σήμαινε πως οι γερμανικές δυνάμεις θα είχαν πλέον ακλόνητη κάλυψη κατά την εξόρμηση στον Καύκασο, ενώ το καταραμένο όνομα της πόλης, προερχόμενο από τον μισητό κόκκινο δικτάτορα, τον «πατερούλη» Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Στάλιν, αποτελούσε ένα χρήσιμο ιδεολογικό και προπαγανδιστικό εργαλείο, καθώς από άποψη προπαγάνδας η σημασία της πόλης ήταν όντως σπουδαία, επειδή η πτώση μιας πόλης που έφερε το όνομα του σοβιετικού τυράννου, θα αποτελούσε σημαντική νίκη για το ναζιστικό καθεστώς.
Το Στάλινγκραντ είχε εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στη σοβιετική πολεμική προσπάθεια, καθώς αποτελούσε μια βαρέως βιομηχανική πόλη, που επιδιδόταν στην παραγωγή εξοπλισμών για τον Κόκκινο Στρατό. Αντικειμενικός σκοπός των γερμανικών δυνάμεων ήταν η αποκοπή της σύνδεσής του Στάλινγκραντ με τη νότια Ρωσία και η περαιτέρω χρήση του για τους σκοπούς της βόρειας πτέρυγας της Βέρμαχτ, κατά την προώθηση προς τις πολυπόθητες πετρελαιοπηγές του Καυκάσου.
Στις παραμονές του πολέμου το Στάλινγκραντ ήταν σημαντικό βιομηχανικό κέντρο της ΕΣΣΔ με 450.000 κατοίκους και 126 βιομηχανικές επιχειρήσεις. Το εργοστάσιο τρακτέρ του Στάλινγκραντ κατασκεύαζε περισσότερα από τα μισά τρακτέρ της χώρας, ενώ το εργοστάσιο «Κόκκινος Οκτώβρης» παρήγαγε κάθε χρόνο περί τους 800 χιλιάδες τόνους χάλυβα και περίπου 600 χιλιάδες τόνους ελασμάτων. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η μάχη του Στάλινγκραντ ήταν ιδιαίτερα αποφασιστικής σημασίας, όχι μόνο για την τύχη της ίδιας της ΕΣΣΔ και του κομμουνισμού, αλλά και για την συνολική πορεία του πολέμου δεδομένου ότι δεν θα μπορούσε να σταματήσει η πολεμική μηχανή της Γερμανίας και των συμμάχων της αν περνούσε στα χέρια τους οικονομική δύναμη τέτοιου μεγέθους όπως αυτή των νοτίων σοβιετικών περιοχών.
Την τεράστια κρισιμότητα της μάχης, τόσο για την ΕΣΣΔ όσο και για τον πόλεμο συνολικότερα, υπογραμμίζει επιπλέον το γεγονός ότι, από την έκβασή της εξαρτούσε η Τουρκία την απόφασή της να εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων του Άξονα (δεδομένου ότι, πέραν των άλλων, είχε εδαφικές βλέψεις και στις νότιες περιοχές της ΕΣΣΔ, συνεπώς όταν άρχισαν οι γερμανικές πολεμικές επιχειρήσεις στην ανατολή συγκέντρωσε στα σοβιετοτουρκικά σύνορα 26 μεραρχίες έτοιμες ανά πάσα στιγμή να εισβάλουν στο σοβιετικό έδαφος). Τέλος, την έκβαση της μάχης του Στάλινγκραντ περίμενε και η Ιαπωνία, έτοιμη αν ηττούνταν οι Σοβιετικοί να εισβάλει αμέσως στις περιοχές της σοβιετικής Απω Ανατολής.
Η επιχείρηση κατά της Νότιας Ρωσίας έλαβε την κωδική ονομασία «Κυανή Υπόθεση» («Fall Blau») και περιελάμβανε δύο Ομάδες Στρατιών, την Α και την Β. Ο γερμανικός σχεδιασμός που οδήγησε στην κατάκτηση του Στάλινγκραντ είχε εγκριθεί από τις 5 Απριλίου. Την επίθεση προς τα εκεί θα αναλάμβανε η Ομάδα Στρατιών Νότου («Heeresgruppe Süd»), υπό τον στρατάρχη Τέοντορ φον Μποκ. Οι αρχικές επιχειρήσεις ξεκίνησαν στις 28 Ιουνίου, με τον Χίτλερ να προβαίνει σε αλλαγές στις 9 Ιουλίου, διατάσσοντας την ταυτόχρονη κατάληψη τόσο του Στάλινγκραντ όσο και του Καυκάσου. Η Ομάδα Στρατιών Νότου χωρίστηκε στην Ομάδα Στρατιών Α (υπό τον Βίλχελμ Λιστ) και στην Ομάδα Στρατιών Β (υπό τον φον Μποκ, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον Μαξιμίλιαν φον Βάιχς).
Η «Ομάδα Α», υπό τον στρατάρχη Πάουλ φον Κλάιστ, θα κινούνταν προς τον Καύκασο ώστε να καταλάβει την πόλη Ροστόφ επί του ποταμού Ντον, και η «Ομάδα Β» υπό τον στρατηγό Μαξιμίλιαν φον Βάιχς θα επιχειρούσε στο Στάλιγκραντ. Για την κατάληψη της πόλης διατέθηκε η 6η Στρατιά υπό τον Στρατηγό Φρίντριχ φον Πάουλους και η 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων υπό τον Στρατηγό Χέρμαν Χοτ.
Η γερμανική προέλαση ξεκίνησε στις 28 Ιουνίου 1942. Με την Ομάδα Στρατιών Α να καταλαμβάνει το Ροστόβ-να-Ντόνου, διεισδύοντας βαθιά στον Καύκασο (επιχείρηση «Edelweiss»), η Ομάδα Στρατιών Β προωθήθηκε προς το Στάλινγκραντ (επιχείρηση «Fischreiher»). Ο Στάλιν και η σοβιετική ανώτατη διοίκηση αντέδρασαν σχηματίζοντας το «Μέτωπο Στάλινγκραντ», με την 62α , την 63η και την 64η Στρατιά, υπό τον Σεμιόν Τιμοσένκο.
Σημειώνεται πως, ενώ η αρχική σοβιετική αντίδραση απέναντι στην ραγδαία «Fall Blau» ήταν η τακτική υποχώρηση για να αποφευχθούν οι περικυκλώσεις και οι μείζονες απώλειες (όπως στα πρώιμα στάδια της επιχείρησης «Βαρβαρόσσα»), στις 28 Ιουλίου ο Στάλιν εξέδωσε τη διαβόητη «Διαταγή 227», σύμφωνα με την οποία δεν επιτρεπόταν στους υπερασπιστές του Στάλινγκραντ να κάνουν «ούτε βήμα πίσω» (Ни шагу назад!) . Επίσης, ο Στάλιν αρνήθηκε την εκκένωση των αμάχων, εκτιμώντας ότι έτσι οι ερυθροί στρατιώτες θα πολεμούσαν σκληρότερα!
Στο τέλος Ιουλίου η απροσδόκητα γρήγορη απώθηση των Σοβιετικών στην καμπή του ποταμού Ντον, όπου βρίσκεται ο συντομότερος δρόμος προς το Στάλινγκραντ, έκανε τον Αδόλφο Χίτλερ να πιστέψει ότι το πρώτο σκέλος της «Κυανής Υπόθεσης» θα ολοκληρωνόταν σύντομα. Καθώς πλησίαζε το τέλος του Αυγούστου, προέλαυνε προς την πόλη η 4η Τεθωρακισμένη Στρατιά, ενώ παράλληλα πλησίαζε εξ ανατολών η 6η Στρατιά του Πάουλους, με 330.000 άνδρες, η οποία και βρέθηκε αντιμέτωπη με πολύ σκληρή σοβιετική αντίσταση. Η 62α Στρατιά του Ερυθρού Στρατού απωθήθηκε στο εσωτερικό της πόλης, όπου προέβαλε σκληρή αντίσταση, υπό τον ακάματο Στρατηγό Βασίλι Τσούικοφ.Έτσι ο Χίτλερ έκανε το θανάσιμο λάθος να αποσύρει την 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων ώστε να την αποστείλει στον Καύκασο.
Πράγματι, η αρχική επιτυχία της «Κυανής Υπόθεσης», της μεγάλης θερινής επίθεσης του 1942 στο ανατολικό μέτωπο, υπήρξε παραπλανητική για τους Γερμανούς : ήταν πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι αναμενόταν σχεδιαστικά ! Μέσα σε τέσσερις μήνες (Μάιος – Αύγουστος) οι γερμανικές στρατιές είχαν καταλάβει ολόκληρο το τμήμα της νότιας Ρωσίας από το Κουρσκ έως το Στάλινγκραντ και την Τυφλίδα. Τα σοβιετικά στρατεύματα υποχωρούσαν συνεχώς σε όλο το μήκος του νοτίου μετώπου, φέρνοντας τους Γερμανούς σε απόσταση αναπνοής από τους δύο τελευταίους αντικειμενικούς σκοπούς τους : Από τα ανεκτίμητης αξίας πετρέλαια του Καυκάσου και από τη ζωτική οδό μεταφοράς τους προς την υπόλοιπη Ρωσία, τον ποταμό Βόλγα.
Αντίπαλος του Φρήντριχ φον Πάουλους στο πεδίο μάχης του Στάλιγκραντ ήταν η 62α Στρατιά του Ερυθρού Στρατού, υπό τον στρατηγό Βασίλι Τσούικοφ, η οποία στη συνέχεια ενισχύθηκε από την 64η Στρατιά (συνολικά οι στρατιώτες υπολογίζονται περί το 1,7 εκατομύριο). Απέναντι στην πανίσχυρη γερμανική μηχανή το γεγονός ότι οι μάχες θα διεξάγονταν σε κατοικημένες περιοχές και όχι σε ανοιχτό πεδίο που επέτρεπε την εφαρμογή των γερμανικών ταχύτατων τακτικών κεραυνοβόλου πολέμου, ήταν στρατηγικό πλεονέκτημα των Σοβιετικών.
Στις 23 Αυγούστου 1942 η Λουφτβάφε ξεκίνησε να βομβαρδίζει την πόλη (με την τότε σχεδόν ανύπαρκτη αντιαεροπορική άμυνα) και μέσα σε λίγα 24ωρα κατέστρεψε το 80% των κτηρίων. Τα Stuka του 8ου Αεροπορικού Σώματος του Στρατάρχη Βόλφραμ φον Ριχτόφεν μετέτρεψαν ολόκληρη την πόλη σε έναν τεράστιο λόφο ερειπίων. Μετά τον ανηλεή βομβαρδισμό όλοι νόμιζαν ότι κάθε εστία αντίστασης θα έχει εξουδετερωθεί, αλλά οι εκπλήξεις διαδέχονταν η μία την άλλη: Η κονιορτοποίηση των οικημάτων είχε χαρίσει στους αμυνόμενους νέα οχυρωματικά έργα! Λίγες ημέρες αργότερα, στις αρχές Σεπτεμβρίου, η Βέρμαχτ είχε σχεδόν περικυκλώσει το Στάλιγκραντ αφήνοντάς του μόνο μία γραμμή ανεφοδιασμού, από ένα μικρό σημείο του Βόλγα που βρισκόταν ακόμα υπό τον έλεγχο του Ερυθρού Στρατού.
Όταν στις αρχές Σεπτεμβρίου, οι γερμανικές μονάδες άρχισαν να πληρώνουν πολύ ακριβά σε ανθρώπινες ζωές το κάθε μέτρο σοβιετικού εδάφους το οποίο κατελάμβαναν, άρχισαν να ηχούν (έστω και αμυδρά) οι πρώτοι «κώδωνες κινδύνου» στα αυτιά του Χίτλερ, ο οποίος παρετήρησε την συστηματική καθήλωση της Νότιας Ομάδας Στρατιών από έλλειψη καυσίμων, ώστε το ανθρώπινο δυναμικό της άρχισε να εξαντλείται ενώ πλησίαζε ο αδυσώπητος ρωσικός χειμώνας.
Το Σεπτέμβριο τα δεδομένα είχαν ήδη ανατραπεί. Ο κύριος όγκος του Ερυθρού Στρατού είχε συγκεντρωθεί άθικτος γύρω από το Στάλινγκραντ και φαινόταν διατεθειμένος να αμυνθεί εκεί μέχρις εσχάτων. Ετσι η 6η Στρατιά είχε βρεθεί μοιραία μπροστά στην πόλη του Βόλγα η οποία δέσποζε στη δυτική του όχθη. Ο Στάλιν είχε σοβαρότατους λόγους να μη θέλει να πέσει η πόλη στα χέρια των Γερμανών. Από τον Αύγουστο του 1942, καθώς οι Γερμανοί βρίσκονταν πολύ κοντά στην κατάληψη του Λένινγκραντ, της Μόσχας και ολόκληρου του Καυκάσου, οι μνήμες των ηττών του προηγούμενου έτους ήσαν ακόμα νωπές στο πνεύμα του ρωσικού λαού, ενώ στην ατμόσφαιρα διαχεόταν μία δυσαρέσκεια προς το πρόσωπο του Στάλιν, εξαιτίας των λανθασμένων τρόπων με τους οποίους είχε χειρισθεί τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Εάν λοιπόν εκείνη τη στιγμή που η χώρα κατέρρεε, έπεφτε και η πόλη η οποία έφερε το όνομα του, ο Στάλιν θα έχανε για πάντα το τερατώδες κύρος με το οποίο εξούσιαζε το λαό του.
Κλιμακωτά οι Σοβιετικοί περιορίστηκαν σε μια ζώνη μήκους 14 χλμ και πλάτους 5 χλμ., όπου κράτησαν ισχυρή άμυνα επί τρεις μήνες. Συγκρούσεις πρωτοφανούς αγριότητας αλλά και σκηνές αξεπέραστου ηρωισμού εκτυλίχθηκαν στην κατεστραμμένη πόλη. Οι μάχες γίνονταν για να καταληφθούν δρόμοι, οικοδομικά τετράγωνα, ακόμα και … μεμονωμένα κτήρια. Όπως έχουν περιγράψει οι ιστορικοί, δεκάδες στρατιώτες μπορεί να πέθαιναν για την κατάληψη … μίας μισογκρεμισμένης κουζίνας, σε ένα από τα λιγοστά άθικτα κτήρια της πόλης φάντασμα.
Γιάννης Ηλιού.