Μέρος 1
Γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα, σχηματοποιείται η εθνογένεση των Ζουλού, ενός αρχικά ολιγάριθμου φύλου της φυλής Νγκούνι (που ανήκε στη μεγάλη ομογλωσσία Μπαντού και στις φυλές που είναι εθνογραφικά γνωστές ως «Καφρίδες»). Αυτό το νέο αφρικανικό έθνος πήρε το όνομα του μυθικού πατριάρχη του Ζουλού («Ουρανός») και αναπτύχθηκε στην εκτενή παραθαλάσσια περιοχή μεταξύ του σύγχρονου Ντάρμπαν και του Λορέντσου Μαρκές.
Από το 1800, όταν οι Βρετανοί κήρυξαν την προσάρτηση της Αποικίας του Ακρωτηρίου, μέχρι το 1814 οπότε τους αποδόθηκε οριστικά, «de jure», με τη Συνθήκη των Παρισίων,
η αποικία άλλαξε συχνά κατόχους (Βρετανοί, Ολλανδοί, Γάλλοι και πάλι Βρετανοί). Παράλληλα στο Βορρά, οι Ζουλού υπό τη βασιλεία του Ντινγκισβάγιο (1807-1818) θεμελίωσαν και ανέπτυξαν ένα ιδιότυπο στρατιωτικό σύστημα, το οποίο στα επόμενα χρόνια τους απέδωσε μεγάλη ισχύ.
Το 1818 ξέσπασε στη Ζουλουλάνδη ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος, που οδήγησε στο θάνατο του Ντινγκισβάγιο (μετά από πολύνεκρη μάχη κατά του αντιπάλου του Ζβίντε) και κατόπιν στην κυριαρχία του θρυλικού Σάκα (προστατευόμενου του Ντινγκισβάγιο), ο οποίος εξόντωσε τον Ζβίντε. Ο Σάκα, υπήρξε ένας από τους μεγαλύ¬τερους αφρικανούς ηγέτες της νεώτερης Ιστορίας, κυβέρνησε το κράτος του για εννέα χρόνια (1819 – 1828), με άφατη σκληρότητα και εξαιρετική οργανωτική ευφυΐα, επεξέτεινε την επικράτειά του προς Νότο (στην περιοχή του σημερινού Νατάλ) και τελειοποί¬ησε το στρατιωτικό σύστημα των Ζουλού. Οσες εντόπιες φυλές δεν αφομοιώθηκαν και αντιστάθη¬καν στην εξουσία του, σφαγιάστηκαν ολότελα ή υποδουλώθηκαν. Στις 23/9/1828 ο Σάκα δολοφονήθηκε από τους ετεροθαλείς αδελφούς του και ένας από αυτούς, ο δαιμόνιος Ντινγκάνε (ή Ντιγκάαν), έγινε τελικά βασιλιάς της Ζουλουλάνδης.
Στα χρόνια που ακολούθησαν οι Ζουλού βρέθηκαν συχνά αντιμέτωποι με τους Μπόερς (απογόνους των πρώτων Ολλανδών, Γερμανών και Γάλλων αποίκων της περιοχής από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα), οι οποίοι πραγματοποιούσαν τη «Μεγάλη Αμαξοπορεία» («Grote Trek») του αποικισμού της ενδοχώρας, προς τα βόρεια και βορειοδυτικά, αποφεύγοντας τη βρετανική κυβερνητική πίεση.
Κατά τη διετία 1838-1840 αυτή η αντιπαράθεση Ζουλού-Μπόερς κορυφώθηκε κυριολεκτικά (1838: σφαγή των α¬ποίκων στο Ντάρμπαν, καθώς και των Μπόερς αρχηγών, μετά από καταπάτηση συνθηκών από τον Ντιγκάνε – Μάχη του ποταμού Μπλάντ και συντριβή των Ζουλού από τους Μπόερς, υπό τον Ανδρέας Πραιτώριους. 1840: Μάχη του Μανγκάνγκο και συντριβή του Ντιγκάνε, που διέφυγε στη Ζουαζιλάνδη, αντικαθιστώμενος από τον εξωμότη αδελφό του Μουπάντε, σύμμαχο των Μπόερς. Το νότιο Νατάλ δίνεται με νέα συνθήκη στους Μπόερς).
Τα επόμενα 30 περίπου χρόνια, μέχρι το 1879, συνεχίστηκε, με μικρά διαστήματα ειρήνης,
ο «τριμέτωπος πόλεμος» μεταξύ Νέγρων, Μπόερς και Βρετανών, καθώς οι δύο λευκοί λαοί πολεμούσαν μεταξύ τους, αλλά και μόνοι ή συμμαχικά, κατά διαφόρων νεγρικών φυλών και εθνών. Ως το 1878 διεξήχθησαν επτά «καφρικοί πόλεμοι» («κάφρους»-λέξη προερχόμενη από την αραβική «καφίρ» /απιστος – αποκαλούσαν αρχικά οι Μπόερς και κατόπιν όλοι οι λευκοί τους νέγρους Μπαντού), με τελικούς νικητές τους Βρετανούς, που προσάρτησαν σχεδόν όλη την «Καφραρία». Παράλληλα, τα αυτόνομα ή ημιαυτόνομα (από το 1852 ως το 1856) κράτη των Μπόερς, Τρανσβάαλ και Ελεύθερο Κράτος του Οράγγη, δεν έπαψαν τον πόλεμο με τους Νέγρους (1854-1877, συνοριακός πόλεμος φθοράς Τρανσβάαλ και Ζουλουλάνδης, και 1858-1868, Πόλεμος Κράτους του Οράγγη κατά των Μπασούτο).
Τελικά μέσα από τη διαρκή πολεμική αναταραχή ωφελημένη βγήκε η «μεγαλοδύναμη» Βρετανία, που προσάρτησε τη Μπασουτολάνδη (1871), την περιοχή του Χοπτάουν στα σύνορα του Κράτους του Οράγγη (1871), όταν βρέθηκαν εκεί διαμάντια, και στις 12/4/1877 το Τρανσβάαλ, εντάσσοντας τις νέες αυτές κτήσεις σε μιαν «Ομοσπονδία της Νότιας Αφρικής», με κορμό την ήδη βρετανική Αποικία του Ακρωτηρίου.
Στο μεταξύ στη Ζουλουλάνδη είχε ξεσπάσει εμφύλιος σπαραγμός για τη διαδοχή του Μουπάντε. Το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, στη φονική μάχη του ποταμού Τουγκέλα,
ο νικητής Κετσουάγιο εξόντωσε τον άλλο διεκδικητή του θρόνου, τον αδελφό του Μπουλάζι και αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς. Χρειάστηκε όμως άλλα 16 ολόκληρα χρόνια για να εξοντώσει τις εστίες αντίστασης των αντιφρονούντων και να γίνει αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος της Ζουλουλάνδης. Αμέσως μετά την καθολική του επικράτηση, ξεκίνησε γρήγορη αναδιάρθρωση του στρατιωτικού μηχανισμού των Ζουλού, ο οποίος είχε φθαρεί από τα χρόνια του μεγάλου πολεμιστή και στρατιωτικού ηγέτη Σάκα (θείου του Κετσουάγιο).
Μαζί με την προσάρτηση των διαφόρων κρατιδίων και περιοχών και τη διαμόρφωση της Ομόσπονδης Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας, οι Βρετανοί «κληρονόμησαν» και τις συνοριακές διαμάχες και συνεχείς αντιθέσεις των Μπόερς με τους Ζουλού.
Ο Κετσουάγιο, πιστεύοντας στο απόλυτα νόμιμο δικαίωμά του να διοικεί το κράτος του ανεξάρτητα, αλλά και στο ηθικό του δικαίωμα της υπεράσπισης των συμφερόντων των Ζουλού, στάθηκε αμετακίνητος στην πολιτική του προς τους Βρετανούς, όπως είχε πράξει και με τους Μπόερς. Ετσι, όταν στις 11 Δεκεμβρίου 1878 η Βρετανία απηύθυνε τελεσίγραφο του Ανώτατου Επίτροπου (δηλαδή του Κυβερνήτη της Νότιας Αφρικής) Σερ Χένρυ Μπάρτλ Φρερ στον Κετσουάγιο, ζητώντας του ουσιαστικά να κάνει τη Ζουλουλάνδη βρετανικό προτεκτοράτο), ο μονάρχης των Ζουλού το απέρριψε, αγνοώντας το ολότελα. Αυτή του η στάση υπήρξε η επίσημη αφορμή του «πολέμου των Ζουλού», κατά τη διάρκεια του οποίου διεξήχθη η τρομακτική μάχη της Ισαντλουάνα.
ΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Το βρετανικό στρατηγικό σχέδιο
Ο Βρετανός στρατιωτικός αρχηγός, Υποστράτηγος Σερ Φρέντερικ Θέσιγκερ, Λόρδος Τσέλμσφορντ, από τον Οκτώβριο του 1878, κατέστρωσε ένα σχέδιο για την επίτευξη δύο αντικειμενικών σκοπών: τη διαρκή προστασία του Νατάλ και του Τρανσβάαλ από πιθανή εισβολή των Ζουλού και τη διεξαγωγή αποφασιστικής μάχης εναντίον τους, με επαρκείς δυνάμεις, έτσι ώστε να καταστραφούν οριστικά. Όμως διέθετε σχετικά περιορισμένες δυνάμεις, γιατί η επιθετική φύση των σχεδιαζόμενων επιχειρήσεων απέτρεψε τη μητροπολιτική αυτοκρατορική κυβέρνηση από την έγκριση παροχής μιας μεγάλης δύναμης. Έτσι κατένειμε τις διαθέσιμες δυνάμεις του σε πέντε σημεία των συνόρων του Νατάλ και του Τρανσβάαλ – χαρασσόμενων από τους ποταμούς Τουγκέλα, Μζινγιάτι και Νκόμε («Μπλάντ»). Αρχική του επιδίωξη ήταν να συρρεύσουν πέντε βρετανικές φάλαγγες από τα σημεία αυτά προς την πρωτεύουσα του εχθρού Ουλούντι, για την τελική εξόντωση του εχθρού. Η ανεπάρκεια όμως ικανών μέσων υποστήριξης, τον ανάγκασε να χρησιμοποιήσει τελικά για την επίθεσή του τρεις αντί πέντε φάλαγγες, ενώ οι άλλες δύο παρέμειναν για ενδεχόμενο αμυντικό ρόλο, σε περίπτωση αντεπίθεσης των Ζουλού.
Επισημαίνεται πως οι Βρετανικές δυνάμεις δεν διέθεταν μόνον ιππικό και πυροβολικό, είχαν επίσης εξοπλιστεί με το νεότερο και καλύτερο όπλο πεζικού στον κόσμο εκείνη την εποχή, το περιβόητο τυφέκιο Martini Henry των 0,45 χιλ. Μάλιστα, ο Κυβερνήτης Φρερ ήταν πεπεισμένος ότι η ασπίδα και το ακόντιο των Ζουλού δεν είχαν καμία τύχη έναντι των όπλων της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Το σχέδιο ήταν απόλυτα πραγματοποιήσιμο. Η καθεμία από τις τρεις φάλαγγες εισβολής, κρίθηκε ικανή να κατανικήσει από μόνη της τον στρατό των Ζουλού σε περίπτωση μεμονωμένης εμπλοκής, ενώ οι δύο εφεδρικές αμυντικές φάλαγγες μείωναν τον κίνδυνο μιας επιδρομής του εχθρού κατάων ευπαθών αποικιακών οικισμών. Ετσι, αφού μέχρι τις 11/1/1879 ο Κετσουάγιο δεν απάντησε στο βρετανικό τελεσίγραφο, οι τρεις φάλαγγες εισέβαλαν στη Ζουλουλάνδη.
Το στρατηγικό σχέδιο των Ζουλού
Ο βασιλιάς Κετσουάγιο δεν επιθυμούσε αυτόν τον πόλεμο. Οταν οι βρετανικές προπαρασκευαστικές προφυλακές επιτέθηκαν εναντίον καταυλισμών των Ζουλού, διέταξε τους πολεμοχαρείς μαχητές του να αντεπιτίθενται μεν, αλλά να μη διασχίσουν τα σύνορα του Νατάλ, ελπίζοντας πως ένας φανερά αμυντικός πόλεμος θα του προσέφερε πλεονεκτήματα πολιτικών χειρισμών. Ο Κετσουάγιο διέγνωσε έγκαιρα πως η ισχυρότερη φάλαγγα εισβολής ήταν η κεντρική, οπότε αποφάσισε να πλήξει τις πλευρικές φάλαγγες εισβολής με δυνάμεις του ήδη ανεπτυγμένες στην περιοχή κίνησης αυτών των φαλάγγων, ενώ θα κατηύθυνε την κύρια δύναμη του στρατού του κατά της κεντρικής φάλαγγας του εχθρού.
Στα μέσα Ιανουάριου συγκέντρωσε περισσότερους από 25.000 πολεμιστές της κύριας δύναμης στην πρωτεύουσα Ουλούντι και ανέθεσε την ανώτατη διοίκηση στον ανώτερο στρατηγό του, στο φύλαρχο Ντσινγκουάγιο-ΚαΜαχόχε-Κόζα. Τελικά, πριν από την αναχώρηση του στρατού έδωσε τις τελευταίες διαταγές προς τους πολεμιστές του:
Αργή αναπαυτική πορεία για διατήρηση δυνάμεων, αποφυγή επίθεσης κατά περιχαρακωμένων εχθρικών θέσεων, απώθηση του εχθρού πέρα από τα σύνορα, αλλά για κανένα λόγο καταδίωξή του εκεί. Αμέσως μετά το στράτευμα («ίμπι») ξεκίνησε με το καθοδηγητικό σύνθημα του Κετσουάγιο: «Σκοτώστε!».
Η εξέλιξη των επιχειρήσεων πριν από τη μάχη
Το πρωί της 11ης Ιανουάριου ο Λόρδος Τσέλμσφορντ εισέβαλε στη Ζουλουλάνδη περνώντας τον ποταμό Μζινιγιάτι («Μπάφαλο»), στην τοποθεσία Ρόρκς Ντρίφτ, υπό την προστασία του Βασιλικού Πυροβολικού. Ενας λόχος του 2ου Τάγματος από το 24ο Σύνταγμα Πεζικού («2ο Σύνταγμα του Γουώργουϊκσάιρ») αφέθηκε για τη φύλαξη του ποτάμιου περάσματος και της αποθήκης υλικών, στο μικρό κτιριακό συγκρότημα της τοποθεσίας.
Ο Λόρδος, επιδιώκοντας τη δημιουργία προγεφυρώματος κοντά στο Ουλούντι (στο βουνό Ιζιπέζι), εκκαθάρισε πρώτα τις εγκαταστάσεις του καταυλισμού του φύλαρχου Σιχάγιο,
ενός πολέμαρχου που είχε σπεύσει με την κύρια δύναμή του στη συνάθροιση του Ουλούντι. Μετά την εύκολη επιτυχία αυτής της εκκαθαριστικής επιχείρησης, η βρετανική δύναμη συγκεντρώθηκε στο παρόχθιο στρατόπεδο που είχε στηθεί μετά τη διάβαση του ποταμού. Μετά την εξάλειψη της πιθανής απειλής μιας πλευρικής παρενόχλησης, οι Βρετανοί ετοιμάστηκαν για την προσχεδιασμένη προέλαση προς Ιζιπέζι. Η διαδρομή περνούσε μέσα από βραχώδες και ελώδες έδαφος, οπότε το Μηχανικό έπρεπε να φροντίζει συνεχώς για τη βατότητα, εξαιτίας των δυσχερειών που αντιμετώπιζαν οι βοήλατες μεταφορικές άμαξες.
Το στρατόπεδο μετεγκαταστάθηκε στην παρυφή της δυτικής όχθης του ποταμού Μπάτσε. Εκεί οι άνδρες της αναγνώρισης ανέφεραν ότι η ανατολική υπώρεια ενός βουνού με το όνομα Ισαντλουάνα («ράχη του λιονταριού»), προσφερόταν για την επόμενη στρατοπέδευση.
Ο Λόρδος διέταξε τον επικεφαλής της δεύτερης φάλαγγας Συνταγματάρχη Ντάρνφορντ να αφήσει για οπισθοφυλακή στο ποτάμιο πέρασμα Μίντλ Ντρίφτ δύο τάγματα του Τμήματος Ιθαγενών του Νατάλ (TIN) και να στείλει ένα ακόμα τάγμα στο συνοριακό σταθμό του Μσίνγκο, μετακινώντας την υπόλοιπη δύναμή του στο Ρόρκς Ντρίφτ. Κατόπιν, στις 20 Ιανουάριου, ο Λόρδος ξεκίνησε προς την Ισαντλουάνα. Εκεί στρατοπέδευσε, διαθέτοντας «σκιώδη» και ασαφή γνώση των κινήσεων των Ζουλού.
Η κύρια δύναμη των Ζουλού, έχοντας ξεκινήσει στις 17 Ιανουάριου από το Ουλούντι, κινήθηκε αργά, σύμφωνα με τις διαταγές, κατευθυνόμενη προς την κεντρική βρετανική φάλαγγα. Στις 17 Ιανουάριου στρατοπέδευσε στους λόφους του Ιζιπέζι και την επομένη κινήθηκε προς τη λοφοσειρά Νκούτου, βορειοδυτικά της Ισαντλουάνα. Εκεί το στράτευμα αναπαύθηκε κατά μήκος της κοιλάδας του χειμάρρου Νγκουεμπένι, 6,5 χιλιόμετρα βόρεια από την Ισαντλουάνα. Οι Ζουλού πολέμαρχοι είχαν πρόθεση να παραμείνουν εκεί όλη την 22α Ιανουάριου, περιμένοντας τη νέα σελήνη, γιατί σύμφωνα με τις μαγικοθρησκευτικές πεποιθήσεις τους η ασέληνη νύχτα της περασμένης «νεκρής» σελήνης ήταν κάκιστος οιωνός για την επικείμενη επίθεση.
Ο Λόρδος Τσέλμσφορντ έδωσε διαταγή να μη σκαφτούν χαρακώματα περιμετρικά του στρατοπέδου επειδή το πετρώδες έδαφος απαιτούσε εργώδη προσπάθεια και αύξησε τις αναγνωριστικές περιπολίες, ανήσυχος από την συνεχιζόμενη άγνοια των εχθρικών κινήσεων. Μάλιστα συμμετείχε και ο ίδιος σε εγγύς αναγνωριστική περιπολία. Το πρωί της 21ης Ιανουάριου έστειλε έφιππους εθελoντές, υπό τον Ντάρτνελ, για αναγνώριση στη λοφοσειρά Νκάντλα προς βορρά και σχεδόν όλο το 3ο Σύνταγμα του Τμήματος Ιθαγενών του Νατάλ (16 λόχους), υπό τον Λονσνταίηλ προς τα νοτιοανατολικά, στη λοφοσειρά Ιναλαζότσε. Αργά το απόγευμα οι δύο αναγνωριστικές ομάδες συναντήθηκαν στους λόφους, κοντά στον ποταμό Μανγκένι. Ο Ντάρτνελ, κινούμενος ανατολικά, είχε συναντήσει 1.500 Ζουλού και επιχειρώντας «επιθετική αναγνώριση περιπόλου» κινδύνευσε να περικυκλωθεί. Αμέσως ζητήθηκαν από τον Τσέλμσφορντ ενισχύσεις, τις οποίες αρνήθηκε, διατάσσοντας νέα αναγνώριση στη λοφοσειρά Νκούτου, αλλά στις 3 μ.μ. οι περίπολοι αναγνώρισης ανέφεραν «μόνο λίγους, διάσπαρτους, έφιππους ανιχνευτές Ζουλού». Οπως προαναφέρθηκε το «ίμπι» (η κύρια δύναμη των Ζουλού), είχε ήδη μετακινηθεί από εκεί όπου περίμενε ο Λόρδος να βρίσκεται.
Επισημαίνεται εδώ και μια σχετικά άγνωστη πτυχή αυτού του πολέμου Βρετανών – Ζουλού : Οι σαμάνοι Ζουλού έδιναν στους πολεμιστές τους ισχυρά φάρμακα που ενίσχυαν την αντοχή τους και έδιωχναν τους φόβους τους. Αυτά περιλάμβαναν τρίμματα κάνναβης που είχε πολύ υψηλή περιεκτικότητα σε τετραϋδροκαναβινόλη (THC), αλλά πολύ χαμηλής περιεκτικότητας σε ηρεμιστικό περιεχόμενο που κάνει τους ανθρώπους τόσο χαλαρούς
και άβουλους. Αυτά τα τρίμματα προέρχονται από την άγρια αφρικανική κάναβη γνωστή ως «Ντάγκα» – «ουρά του λιονταριού» (Leonotis leonurus).
Έτσι, οι Ζουλού πολεμιστές ήσαν διεγερμένοι και παραισθησιακοί, αλλά όχι σε λήθαργο, όπως συμβαίνει με την χρήση κοινής κάνναβης. Στους πολεμιστές δόθηκε επίσης ένα εκχύλισμα από ένα φυτό με μορφή «αφάνας», που ονομάζεται η «Βουφόνη η Δίστιχος» (Boophone Disticha) και περιέχει συστατικά με ιδιότητες παρόμοιες με της κωδεΐνης και της μορφίνης. Αυτό επέφερε τόσο παραισθησιογόνα όσο και καταπραϋντικά αποτελέσματα, μειώνοντας περαιτέρω τους φόβους των πολεμιστών για τους κινδύνους της μάχης και καθιστώντας τους μη ανακόψιμους.
Στη συνέχεια, τα παρασκευάσματα των παραπάνω φαρμάκων ισχυροποιήθηκαν και από το ψυχεδελικό τρελομανίταρο «Αμανίτης ο μυγοκτόνος» (Amanita muscaria), που περιείχε μουσκιμόλη, τα αποτελέσματα της οποίας περιλάμβαναν και ενισχυμένη εγρήγορση και αντίληψη των πολεμιστών.
Το συνδυασμένο αποτέλεσμα όλων αυτών των ναρκωτικών ουσιών ήταν να επιφέρουν στους πολεμιστές των Ζουλού έντονη εγρήγορση και εστίαση στο καθήκον τους ώστε να επιβληθούν στον εχθρό τους ό,τι κι αν γίνει, χωρίς να τους αναστέλλουν οι τυπικοί περισπασμοί του φόβου. Δεν είναι περίεργο που οι Βρετανοί έμειναν επανειλημμένα έκπληκτοι από το εξαιρετικό θάρρος, την αγριότητα και την αφοβία των Ζουλού εχθρών τους.
Γιάννης Ηλιού