Ατέλειωτη, μεθοδευμένη και καλοσχεδιασμένη κτηνωδία
«Όταν οι σταλινικοί αποφάσισαν να φτιάξουν στη Σάντα Ούρσουλα μία Ceka, (παράνομη φυλακή) γίνονταν εργασίες καθαρισμού κάποιου μικρού κοιμητηρίου», αναφέρει ένα θύμα. «Οι «τσεκίστες» είχαν μια διαβολική ιδέα: άφησαν το κοιμητήριο όπως ήταν, με τους ανοιχτούς τάφους, τους σκελετούς και τους πιο πρόσφατους νεκρούς σε αποσύνθεση.
Εκεί κλείνουν επί νύχτες και νύχτες τους πιο δύστροπους κρατούμενους. Εφαρμόζουν κι άλλα μαρτύρια ιδιαίτερα βάρβαρα : Κρεμούν πολλούς φυλακισμένους από τα πόδια, με το κεφάλι κάτω, για ολόκληρες ημέρες. Άλλους τους κλείνουν σε στενές ντουλάπες, που έχουν μερικές μικρές τρύπες στο ύψος του προσώπου για να μπορούν μόνο να αναπνέουν… Υπάρχει επίσης ένα μαρτύριο ακόμη πιο βάρβαρο: Το μαρτύριο του «συρταριού». Υποχρεώνουν τους φυλακισμένους να καθίσουν ανακούρκουδα μες σε τετράγωνα κιβώτια και να μείνουν σε αυτή τη στάση για πολλές μέρες. Μερικοί έμειναν έτσι οκτώ και δέκα ημέρες χωρίς να μπορούν να κουνηθούν.»
Γι’ αυτήν την «εξειδικευμένη» δουλειά, οι σοβιετικοί πράκτορες χρησιμοποιούν διεφθαρμένα και διεστραμμένα ψυχοπαθητικά άτομα, που αισθάνονται ότι οι πράξεις τους επιδοκιμάζονται από την «υπέροχη Πασιονάρια». Εκείνη είχε διακηρύξει άλλωστε σε μια συνάντηση κομμουνιστών στη Βαλένθια: «Καλύτερα να καταδικάσουμε εκατό αθώους παρά να αθωώσουμε έστω κι έναν ένοχο !»
Η προσφυγή στα βασανιστήρια είναι συστηματική: Μαρτύριο της μπανιέρας που είναι γεμάτη με σαπουνόνερο – ισχυρό εμετικό. Μερικές τεχνικές ήταν τυπικά σοβιετικές, όπως η στέρηση ύπνου και κυρίως ο εγκλεισμός του φυλακισμένου σε ένα ντουλάπι εξαιρετικά στενό, το επονομαζόμενο «celda armario» («ντουλάπι-κελλι»), όπου ο φυλακισμένος δεν μπορούσε να σταθεί ούτε όρθιος, ούτε καθιστάς και ακόμη λιγότερο δεν μπορούσε να κινήσει τα μέλη του, αναπνέοντας με το ζόρι, ενώ ήταν μονίμως τυφλωμένος από μια ηλεκτρική λάμπα. Ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν περιέγραψε δια μακρών αυτόν τον τύπο κελλιών στη σκηνή του «Αρχιπελάγους Γκουλάγκ», όπου εξιστορεί την άφιξή του στη Λουμπιάνκα.
Οι θανατικές εκτελέσεις ήταν επίσης στην ημερήσια διάταξη: Ο λοχαγός Αστόργκα Βάγιο, ο οποίος ανήκε στη «Servicio de Investigacion Militar» -SIM («Υπηρεσία Στρατιωτικών Ερευνών») και στη NKVD, βρήκε ένα μέσο για να προλαμβάνει τις δραπετεύσεις : Όπως οι φυλακισμένοι ήταν συγκεντρωμένοι σε σειρές των πέντε, για κάθε κρατούμενο που λείπει εκτελούνται οι άλλοι τέσσερις, ενώ ακόμη απειλούνται με τουφεκισμό η μπροστινή και η πίσω σειρά. Αυτή η συμπεριφορά εξόργιζε ακόμη και ορισμένους από τους συντρόφους του, αλλά ο Βάγιο, στο βαθμό που έπρεπε να αναδειχθεί στον τομέα του, υπήρξε πρωτοπόρος και έγινε … επάξια διοικητής ενός από τα κύρια κομμουνιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης της Καταλονίας, του διαβόητου «3ου Στρατοπέδου» του Ελς Ομέλλς ντε Να Γκάγια (Els Omells de Na Gaia), στην επαρχία Λερίδα.
Διαφορετικά πρόσωπα αξιολόγησαν με τον ίδιο τρόπο τον αριθμό των συλλήψεων.
Η Κάτια Λαντάου δίνει τον αριθμό των 15.000 φυλακισμένων, από τους οποίους 1.000 μέλη του POUM σε επίσημες και παράνομες «αόρατες» φυλακές. Ο Τσβι Λεβύ, ο οποίος έκανε επιτόπια έρευνα επιτόπου, μιλάει για «10.000 επαναστάτες, πολίτες ή στρατιώτες, φυλακισμένους», οπαδούς του POUM, της CNT και της FAI. Ορισμένοι πέθαναν συνέπεια της κακομεταχείρισης, όπως ο Μπομπ Σμάιλι, ο αντιπρόσωπος του «Independent Labour Party» στο POUM, όπως ο Μανουέλ Μαουρίν στην Carcel Modelo («Πρότυπη Φυλακή»!) της Βαρκελώνης -αδερφός του Χοακίν Μαουρίν ο οποίος είχε φυλακιστεί από τους φρανκιστές αλλά διασώθηκε !-. Στα τέλη 1937, υπήρχαν στη φυλακή της Σάντα Κλάρα, σύμφωνα με τον Χουλιάν Γκόρκιν, 62 αντισταλινικοί αριστεροί δημοκράτες καταδικασμένοι σε θάνατο.
Με το POUM συντετριμμένο, τους σοσιαλιστές παραγκωνισμένους ή εξαπατημένους, απέμεναν οι αναρχικοί ως τελευταίο εμπόδιο στην κομμουνιστική τυρανία. Τους πρώτους μήνες της δημοκρατικής αντεπίθεσης στο πραξικόπημα των στρατιωτικών, οι αγροτικές κολεκτίβες πολλαπλασιάστηκαν, ιδιαίτερα στην Αραγονία, υπό την επιρροή των αναρχικών. Μερικές εβδομάδες ύστερα από τον Μάιο του 1937, πόλεις και χωριά της Αραγονίας περικυκλώθηκαν από τα Σώματα Εφόδου. Το Συνέδριο των αγροτικών κοινοτήτων μετατέθηκε και, στις 11 Αυγούστου, δημοσιεύτηκε το διάταγμα της διάλυσης του Συμβουλίου της Αραγονίας που τις διηύθυνε. Ο πρόεδρός του Χοακίν Ασκάσο, κατηγορήθηκε για μια ανύπαρκτη κλοπή κοσμημάτων, συνελήφθη και αντικαταστάθηκε από έναν γενικό διοικητή, ονομαζόμενο Χοσέ Ιγνάσιο Μαντεκόν, μέλος της «Δημοκρατικής Αριστεράς», στην πραγματικότητα όμως κρυπτοκομμουνιστή. Επρόκειτο για ευθεία επίθεση ενάντια στη CNT, προορισμένη να υποσκάψει τα θεμέλια της επιρροής της.
Η 11η μεραρχία που διοικούνταν από τον διάσημο για την βιαιότητά του κομμουνιστή Ενρίκε Λίστερ, [ο οποίος είχε ήδη διαπράξει πολυάριθμες βιαιοπραγίες στην Καστίλλη (εκτελέσεις αναρχικών, βιαιοπραγίες κατά των κολεκτιβιστών χωρικών)], η 27η μεραρχία (επονομαζόμενη «Καρλ-Μαρξ», του PSUK) και η 30η μεραρχία διέλυσαν δια της βίας τις κολεκτίβες. Εκατοντάδες αναρχικοί συνελήφθησαν και εκδιώχθηκαν από τα δημοτικά συμβούλια και αντικαταστάθηκαν από κομμουνιστές, ενώ η γη που εκμεταλλεύονταν συλλογικά, επιστράφηκε και μοιράστηκε μεταξύ των παλαιών ιδιοκτητών !
Η επιχείρηση προετοιμάστηκε με την αναγγελία μιας επίθεσης μεγάλης σημασίας κατά της Σαραγόσα, με τέτοιο τρόπο που να δικαιολογεί ένα «ξεκαθάρισμα» στα μετόπισθεν με στόχο του την προετοιμασία της επίθεσης.
Παρά τη σφαγή εκατοντάδων ανθρώπων, οι χωρικοί ξανάφτιαξαν τις κολεκτίβες τους. Στην Καστίλλη, ο εγωπαθής διάσημος κομμουνιστής στρατηγός «Ελ Καμπεσίνο» – «Ο Χωριάτης» (Βαλεντίν Γκονζάλες Γκονζάλες) είναι εκείνος που καθοδηγεί τις επιχειρήσεις κατά των χωρικών. Σύμφωνα με τον ειδικό ιστορικό του ισπανικού ελευθεριακού κινήματος Σέζαρ Μαρτίνες Λορέντσο (1939-2015), [στο έργο του «Les anarchistes espagnols et le pouvoir (1868-1969)», εκδόσεις Le Seuil, Παρίσι, 1969] ξεπέρασε και τον Λίστερ σε ωμότητα. Εκατοντάδες χωρικών σφάχτηκαν και πάλι, χωριά κάηκαν, αλλά η CNT αντέδρασε στρατιωτικά σε αυτή την επίθεση κι έτσι έβαλε ένα τέλος στην εκστρατεία του
Ελ Καμπεσίνο. [Γι αυτόν τον Ισπανό «Βελουχιώτη» αξίζει να διαβάσει κανείς την συνέντευξή του στον σπουδαίο συντηρητικό δημοσιογράφο Θανάση Παπανδρόπουλο, στο εξαιρετικό του βιβλίο «Νεκρή Κατάθεση» του 1984. Εκεί ο «Χωριάτης» προβαίνει στην αυτοκριτική του και … καταγγέλει τους «έλληνες» κομμουνιστές που κατ΄αυτόν ευτυχώς δεν νίκησαν στον εμφύλιό μας. Φέρνει δε ως παράδειγμα κομμουνιστικής «ορθόδοξης αθλιότητας» τον διάσημο γλύπτη Μέμο Μακρή, που κατασκεύασε την «κεφάλα του Πολυτεχνείου» και ήταν ο χαφιές των Σοβιετικών στις εκκαθαρίσεις των Ούγγρων αντισταλινικών κομμουνιστών μετά την επανάσταση του 1956 !]
Στην Ισπανία του 1937, η NKVD είχε γίνει ένα είδος παραρτήματος του Υπουργείου Εσωτερικών, με το όνομα «Ομάδα Πληροφοριών» – «Grupo de Informacion». Οι κομμουνιστές πράκτορες ήλεγχαν τη Διεύθυνση Ασφαλείας. Κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού του 1937, το «Servicio Alfredo Hertz» επέδειξε την πιο έντονη δραστηριότητα. Ο ίδιος ο «Αλφρέδο Χερτζ» (στην πραγματικότητα ψευδώνυμο του Αμερικανού Τζωρτζ Μινκ, σαδιστή και αλκοολικού πράκτορα της NKVD) χαρακτηρίσθηκε από τον Χουλιάν Γκόρκιν ως «ένας από τους μεγάλους μετρ των ανακρίσεων και των εκτελέσεων». Υπηρέτησε τους «κυρίους» του πάντοτε σε υπηρεσία των ασφαλών μετόπισθεν. Μαζί του «εργαζόταν» ο Χούμπερτ φον Ράνκε, τον οποίο χρησιμοποιούσε ο διάσημος Ουγγροεβραίος Έρνου Γκέρου από το 1930. Ο φον Ράνκε ήταν παλιότερα πολιτικός κομισάριος του «Τάγματος Thaelmann» των Διεθνών Ταξιαρχιών, πριν επιφορτισθεί με το καθήκον της «επιτήρησης» των γερμανόφωνων ξένων. Με αυτή του την ιδιότητα συνέλαβε τον Έρβιν Βολφ ο οποίος, αφού απελευθερώθηκε, λίγο αργότερα …. εξαφανίστηκε.
Συλληφθείσα από δύο μέλη του πολύ επίσημου «Grupo de Informacion» στις 11 Σεπτεμβρίου 1937, η Κάτια Λαντάου (η Γιούλια Λίπσουτς σύζυγος του Κουρτ Λαντάου) έδωσε τη δική της μαρτυρία για τις μεθόδους του φον Ράνκε: «Ένας από τους πιο αισχρούς πράκτορες της GPU, ο Μόριτς Μπρέσσλερ, άλλως φον Ράνκε, περιόρισε το κατηγορητήριο στο ελάχιστο. Αυτός και η γυναίκα του, η Σεπλ Καπαλάντζ, συνέλαβαν έναν σύντροφο, για τον οποίο υποπτεύονταν ότι γνώριζε πού βρισκόταν ο Κουρτ Λαντάου. “ Αν δεν δώσετε τη διεύθυνσή του” , του είπαν, “ δεν θα βγείτε ποτέ από τη φυλακή. Είναι εχθρός του Λαϊκού Μετώπου και του Στάλιν. Μόλις μάθουμε πού ζει, θα πάμε να τον σκοτώσουμε”»
(Katia Landau : «Stalinism in Spain» – Revolutionary History, Τόμος 1 No.2, θέρος 1988. [Μέρος 2]).
Τη νύχτα της 9ης προς 10η Απριλίου 1937, ένας νεαρός άνδρας, ο δημοσιογράφος Μαρκ Ραφαήλοβιτς Ράιν, ο οποίος συμμετείχε στα νορβηγικά και γερμανικά κινήματα της άκρας Αριστεράς, εξαφανίστηκε από το δωμάτιο του ξενοδοχείου του στη Βαρκελώνη. Μερικές ημέρες αργότερα, οι φίλοι του αντιλήφθηκαν την εξαφάνισή του και ξεσήκωσαν τη δημόσια κοινή γνώμη. Ο Μαρκ Ράιν ήταν ο γιος του Ραφαήλ Αμπράμοβιτς Ράιν, Ρωσοεβραίου εξόριστου, ηγετικού στελέχους της Δεύτερης Διεθνούς. Η καταγωγή του θύματος, όπως και η επιμονή των φίλων και της οικογένειάς του να μάθουν την αλήθεια για την τύχη του, προκάλεσαν μεγάλη αίσθηση στο εξωτερικό και …. πολλούς μπελάδες στη «δημοκρατική Ισπανία». Η ισπανική κυβέρνηση αναγκάστηκε να επιφορτίσει έναν από τους πράκτορες πληροφοριών να διενεργήσει έρευνα, η οποία κατέληξε, πολύ λογικά, να υποδείξει το «Servicio Alfredo Hertz» ως υπεύθυνο για την εξαφάνιση.
Η κόντρα ανάμεσα στην αστυνομία της NKVD και στην κυβέρνηση ήταν τέτοια που, στις 9 Ιουλίου 1937, ο γενικός γραμματέας του Υπουργείου Εσωτερικών προκάλεσε μπροστά σε μάρτυρες μια αντιπαράθεση του πράκτορά του (SSI29) και των δύο συνεργών, Χερτζ και Γκόμες Εμπεραδόρ. Την επομένη, ο πράκτορας SSI 29 …. συνελήφθη από την υπηρεσία του Χερτζ. Ωστόσο, η μυστική υπηρεσία στην οποία ανήκε ήταν ακόμη αρκετά δυνατή, κι έτσι κατόρθωσε να τον απελευθερώσει. [Ο άτυχος SSI29, του οποίου το αληθινό όνομα ήταν Λαουρένσικ, εντοπίστηκε το 1938 και συνελήφθη από τους φρανκικούς, δικάστηκε από στρατιωτικό δικαστήριο και εκτελέστηκε ως πράκτορας της NKVD!]
Η υπόθεση Ράιν, παρά το γεγονός ότι παρέμεινε αδιευκρίνιστη -μέχρι σήμερα δεν γνωρίζουμε τι απέγινε ακριβώς-, είχε ωστόσο ως αποτέλεσμα να τερματιστούν, από τον Ιούλιο του 1937, οι πολύ φανταχτερές δραστηριότητες των Χερτζ και Γκόμες Εμπεραδόρ: Οι υπηρεσίες τους διαλύθηκαν επανασυγκροτήθηκαν υπό τη διεύθυνση του Βικτόριο Σάλα. Από τις 15 Αυγούστου, ο Υπουργός Άμυνας, ο σοσιαλιστής Ινταλέσιο Πριέτο, δημιούργησε την προαναφερθείσα τρομερή «Servicio de Investigation Militar» (SIM), την «Υπηρεσία Στρατιωτικών Ερευνών», επιφορτισμένη να συγκεντρώσει όλες τις υπηρεσίες πολιτικής παρακολούθησης και αντικατασκοπίας. Πολύ γρήγορα, η SIM αριθμούσε 6.000 πράκτορες. ‘Ενας αριθμός «τεχνικών» του Servicio Hertz διοχετεύτηκαν στη SIM. Από το 1939, ο Πριέτο βεβαίωνε ότι η SIM, με καταρχάς προορισμό της την αντικατασκοπία, είχε δημιουργηθεί με την παρακίνηση των Σοβιετικών, και ότι πολύ γρήγορα, παρά τις προφυλάξεις που είχαν ληφθεί (η υπηρεσία διευθυνόταν στο ξεκίνημα από έναν φίλο του Υπουργού), οι κομμουνιστές την έθεσαν υπό τον έλεγχό τους και τη χρησιμοποίησαν για τους σκοπούς τους. Τελικά υπό την πίεση των σοβιετικών και των κομμουνιστών, ο Πριέτο παραμερίστηκε από την κυβέρνηση στις 5 Απριλίου 1938.
Ο Χουλιάν Γκόρκιν περιέγραψε με φρικιαστική γλαφυρότητα τις δραστηριότητες της SIM: «Διενεργεί συλλήψεις δεξιά κι αριστερά σύμφωνα με τα καπρίτσια του ή για να υπακούσει στο πλάνο των πολιτικών αντιποίνων της NKVD. Ο “ύποπτος” ρίχνεται στη φυλακή και στήνεται μια δίκη στα μέτρα του […]. Η SIM διατηρεί τους φακέλους επί μήνες και μήνες, με το πρόσχημα της συμπλήρωσής τους με καινούργιες πληροφορίες. Η SIM, τρόμος των δικαστών και των δικηγόρων, επεμβαίνει στις περιπτώσεις όπου ο δικαστής πείθεται για την αθωότητα του φυλακισμένου».
Πρώην μηχανικός, ο Ελβετός κομμουνιστής Ρούντολφ Φράι, ο οποίος είχε παρακολουθήσει τα μαθήματα της Διεθνούς Λενινιστικής Σχολής στη Μόσχα στα 1931-1932, είχε επιφορτισθεί να οργανώσει τη μεταφορά εθελοντών στην Ισπανία. Κατόπιν αιτήσεώς του έφυγε για την Ισπανία στα τέλη του 1937 και έγινε υπεύθυνος της Υπηρεσίας Ελέγχου της SIM, δηλαδή πιο συγκεκριμένα επιφορτίστηκε να «παρακολουθεί» τους Ελβετούς.
Από την άνοιξη του 1938, πολλοί από τους αντιφασίστες που ήσαν φυλακισμένοι στις φυλακές που ήλεγχαν οι κομμουνιστές οδηγήθηκαν στο μέτωπο και υποχρεώθηκαν να εκτελούν εκεί, μαζί με «φρανκικούς» «φασίστες» αιχμαλώτους, ποικίλες καταναγκαστικές εργασίες επιχωματώσεων και άλλες, σε πολύ σκληρές συνθήκες, χωρίς τροφή, χωρίς περίθαλψη και κάτω από τη συνεχή απειλή των κομμουνιστικών όπλων.
Ένας από τους διασωθέντες ο οποίος κατάφερε να δραπετεύσει, ο Καρλ Μπρόυνινγκ, μέλος μιας γερμανικής κομμουνιστικής ομάδας διαφωνούντων, εξομολογήθηκε σε προσωπικούς του φίλους τον Δεκέμβριο του 1939, περισσότερο από έξι μήνες μετά το τέλος του μαρτυρίου του: «Αυτό που ζήσαμε μετά τον Ιούλιο είναι ταυτόχρονα αποτρόπαιο και άγριο. Μπροστά του, ωχριούν οι εικόνες από το «Σπίτι των νεκρών» του Ντοστογιέφσκι. […] Προσθέστε και την ασταμάτητη πείνα που σε φτάνει στα όρια του παραληρήματος.
Δεν είμαι πια παρά ο μισός αυτού που ήμουν άλλοτε. Πετσί και κόκαλο. Αρρωστος και εντελώς εξαντλημένος. Σε αυτό το στάδιο εξαλείφεται το όριο ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο. Αγγίζουμε το άκρον άωτο της βαρβαρότητας. Ο φασισμός έχει να μάθει πολλά από αυτούς τους κακούργους και μπορεί ακόμα και να παρουσιάζεται ως φορέας πολιτισμού. Χωρίς αμφιβολία πάνω στους φακέλους μας θα είχαν σημειώσει “Να εξοντωθούν με νόμιμα μέσα”. Αυτό επεχείρησαν μέχρι τέλους».
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Γ. Ηλιόπουλος